“Τόσο νωρίς” του Σκυλογιάννη Παναγιώτη

Δεν το πίστευε ποτέ ότι θα πέθαινε τόσο νωρίς. Το είχε σκεφτεί αρκετές φορές για ώρες και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πιο πιθανό σενάριο ήταν να αφήσει την τελευταία της πνοή σε κάποιο νοσοκομείο ανάμεσα σε γιατρούς που θα προσπαθούν να την σώσουν μέχρι και το τελευταίο της λεπτό. Πίστευε πως είχε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Πως ήταν έτοιμη να τον υποδεχτεί οποιαδήποτε στιγμή. Μέχρι που αυτή η στιγμή την πλησίασε τρομακτικά.

Τον ένιωθε να της καταλαμβάνει το σώμα με τη μορφή ενός ανεξήγητου κρύου, ξεκινώντας από τα άκρα της. Το κρύο αυτό ήταν η πρώτη εξήγηση που της ήρθε στο μυαλό, όταν προσπάθησε να καταλάβει γιατί δεν μπορούσε να κουνηθεί ή να ανοίξει τα μάτια της. Μπορούσε μόνο να ακούσει και να γευτεί. Άκουγε έναν μονότονο, κενό, και ίσως ενοχλητικό, ήχο. Όμως όσο περνούσε η ώρα και ο ήχος αυτός ξεθώριαζε, άκουγε όλο και πιο δυνατά μια φασαρία που της φαινόταν γνώριμη. Μια φασαρία κίνησης, συνωστισμού και βιασύνης. Όσο αυτή η φασαρία δυνάμωνε, τόσο περισσότερο μπερδευόταν η ίδια. Έκανε άλλη μία προσπάθεια να ανοίξει τα μάτια της. Μάταιο. Επικέντρωσε τις δυνάμεις της στις αισθήσεις που της είχαν απομείνει. Ένιωσε κάτι ξένο στο στόμα της. Κάτι σκληρό και λεπτό. Δεν μπορούσε να το ψηλαφίσει με τη γλώσσα της, όμως είχε μια χαρακτηριστική ξινή γεύση. Πλαστικό; Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς προσπαθώντας να θυμηθεί πού βρισκόταν. Η φασαρία γινόταν όλο και πιο έντονη ώσπου οι, κάποτε, απόμακρες φωνές ακούγονταν πια δίπλα της. Μπορούσε να διακρίνει λέξεις, φράσεις και προτάσεις. Οι περισσότερες που ακούγονταν προέρχονταν από μια βαριά, ανδρική φωνή. Μιλούσε γρήγορα και δυνατά. Οι υπόλοιπες φωνές άνηκαν, λογικά, σε γυναίκες. Κατάφερε να μετρήσει περίπου πέντε διαφορετικές φωνές μαζί με την ανδρική, κρίνοντας από τον ήχο, την χροιά και τη δύναμη τους. Ο άνδρας φαινόταν πως έδινε εντολές στους γύρω του. Υπέθεσε πως ήταν επικεφαλής. Σε τι όμως; Και γιατί βρίσκονταν πέντε άτομα γύρω της; Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της για να καταλάβει τι συνέβαινε. Δεν μπορούσε. Άρχισε να φοβάται. Ένιωθε ιδρώτα να την λούζει και το κρύο ανέβαινε σιγά-σιγά προς τα γόνατα και τους αγκώνες της. Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν και μια καυτή σταγόνα έτρεξε στο μάγουλο της. Δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Ένιωθε μπερδεμένη και αποπροσανατολισμένη. Η βαριά φωνή φάνηκε να προσέχει το δάκρυ και μίλησε σε μία από τις κοπέλες που την περιτριγύριζαν. Αυτή στάθηκε γρήγορα δίπλα στο αυτί της. Ανατρίχιασε. Νιώθοντας την κοπέλα τόσο κοντά της φοβήθηκε ακόμα περισσότερο. Ήταν παγιδευμένη στο ίδιο της το σώμα. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Μέσα όμως στην φασαρία και την αναστάτωση που επικρατούσε, ο ψίθυρος που βγήκε από το στόμα της κοπέλας ήταν σαν ένα γλυκό τραγούδι. Ένιωσε μια ευγνωμοσύνη και μια ανακούφιση ακούγοντας τον. Επικέντρωσε όλες της τις δυνάμεις στο να ακούσει τι της ψιθύριζε. «Όλα θα πάνε καλά. Είναι υγιέστατο.». Δεν καταλάβαινε τι εννοούσε, αλλά δεν την ένοιαζε πολύ, γιατί η φωνή την ηρεμούσε και οι φωνές και η φασαρία απομακρύνονταν και πάλι δίνοντας την θέση τους σε εκείνον τον κενό ήχο που βούιζε στα αυτιά της στην αρχή. Έπεφτε σε λήθαργο και πάλι. Ήταν αδύναμη.

Διαβάστε επίσης  "Ο θρήνος των γενναίων" του Παναγιώτη Καρανάσιου

 

Επανήλθε απότομα. Πνιγόταν. Προσπάθησε με όλη της την δύναμη να βήξει για να μπορέσει να πάρει ανάσα. Η ανδρική φωνή τώρα ούρλιαζε. Κρύος ιδρώτας την διέτρεξε ξανά. Η αναστάτωση ήταν μεγαλύτερη από πριν και τώρα διέκρινε έναν ακόμα, διαφορετικό ήχο στο δωμάτιο. Έναν ταχύ, βραχύ, επαναλαμβανόμενο ήχο, που αναγνώριζε. Τον είχε ακούσει πολλές φορές παλιότερα, κυρίως σε ιατρικές τηλεοπτικές σειρές. Ήταν χαρακτηριστικός σε κρίσιμες καταστάσεις. Ήταν… ασθενής; Αυτό σήμαινε πως οι άνθρωποι γύρω της ήταν γιατροί και νοσοκόμες. Η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Ακουγόταν εκκωφαντικά στα αυτιά της και ένιωθε ολόκληρο το σώμα της να πάλλεται στο ρυθμό της. Ένιωσε ένα ανεπαίσθητο, μα γνώριμο τσίμπημα στο χέρι της και ο παλμός στα αυτιά της σταδιακά αντικαθιστούταν και πάλι από τον μονότονο, κενό ήχο. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ένιωθε ήρεμη. Δεν ήθελε να χάσει τις αισθήσεις της. Όχι τώρα που προσανατολιζόταν στις συνθήκες της κατάστασης της. Ένιωθε το κρύο λίγο πάνω από τα γόνατα και τους αγκώνες της. Την καταλάμβανε απειλητικά. Ρίγησε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμισε. Πέθαινε.

Advertising

Advertisements
Ad 14

 

Η γυναικεία φωνή την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ακόμα ψίθυρος, μα αυτή τη φορά δεν ήταν καθησυχαστικός. «Όλα θα πάνε καλά. Καθαρίζεται από τις μαίες και σε λίγο θα το κρατάτε στην αγκαλιά σας.» Ο γιατρός συνέχισε να φωνάζει. Ανατρίχιασε ξανά. Τον ένιωθε κοντά στο σώμα της. Από την απόσταση που ακουγόταν η φωνή, υπέθεσε πως βρισκόταν κοντά στη λεκάνη της. Και τότε όλα έβγαζαν νόημα. Θυμήθηκε τους αφόρητους πόνους που την είχαν ξαπλώσει διπλωμένη στο πεζοδρόμιο. Θυμήθηκε το πρόσωπο του ευγενικού κυρίου που προσφέρθηκε να την μεταφέρει ως το μαιευτήριο. Θυμήθηκε την φούρια, που είχαν οι γιατροί για να την βάλουν στο χειρουργείο και τη μάσκα οξυγόνου που της φόρεσαν κατευθείαν. Αυτή τη φορά ένιωσε ένα κύμα ευτυχίας και ελπίδας. Το παιδί ήταν υγιές, παρά τις υποθέσεις και τις προβλέψεις του γιατρού για τις δυσμορφίες και τις γενετικές ανωμαλίες. Δάκρυσε και πάλι μη μπορώντας να συγκρατήσει τη χαρά της. Ήθελε να ανοίξει τα μάτια της και να το κοιτάξει. Λαχταρούσε να νιώσει το δέρμα του πάνω στο δικό της. Να το μυρίσει, να το αγκαλιάσει. Το μωρό της. Προσπάθησε να κουνηθεί και εξοργίστηκε συνειδητοποιώντας πως ήταν ακόμα αδύνατο και περισσότερα δάκρυα έλουσαν τα μάγουλα της. Ένιωσε το σεντόνι κάτω από το κεφάλι της να υγραίνει και το κεφάλι της να είναι έτοιμο να σπάσει. Ο γιατρός φώναζε. Η ίδια νοσοκόμα της ψιθύρισε ξανά: «Η αδυναμία και η ακινησία σας είναι απόλυτα φυσιολογικές. Η κατάσταση σας μετά την γέννα ήταν εξαιρετικά κρίσιμη.». Το μόνο που γύριζε στο μυαλό της ήταν το πόσο παράλογο ήταν το γεγονός πως  η ανικανότητα της να ανοιγοκλείσει τα μάτια της ήταν φυσιολογική. Ένιωσε το κρύο να την γεμίζει και τα άκρα της να νεκρώνουν. Ήταν ετοιμοθάνατη. Δάκρυα κυλούσαν και πάλι από τα μάτια της. Έτρεμε. Καταλάβαινε πως ο θάνατος ερχόταν και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον αποτρέψει. Η νοσοκόμα προσπαθούσε να την καθησυχάσει σκουπίζοντας τα δάκρυα της και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Το κρύο είχε ανέβει μέχρι και το κάτω μέρος της κοιλιάς της και τους ώμους της.

Διαβάστε επίσης  "Το ατύχημα" της Φωτίου Άννα

Ξαφνικά ένιωσε ένα βάρος στο στήθος της. Ένα βάρος, τόσο ελαφρύ. Η καρδιά της χτυπούσε και πάλι γρήγορα και ο κάθε χτύπος χτυπούσε στα αυτιά της σαν κύμβαλο σε κάποιο τύμπανο. Κατάλαβε από τις απαλές κινήσεις και το βελούδινο δέρμα που την άγγιζε στο στήθος, πως ήταν το παιδί της. Τα συναισθήματα πάλευαν μέσα της. Από τη μία, το άγγιγμα του μωρού της την ηρεμούσε και της προκαλούσε ένα είδος χαράς που δεν πίστευε πως θα νιώσει. Όμως, ο επερχόμενος θάνατος ήταν πιο τρομακτικός από ό,τι είχε νιώσει ποτέ. Πλησίαζε. Το πιο δυνατό συναίσθημα της όμως ήταν η οργή. Οργή, επειδή δεν μπορούσε να κοιτάξει το παιδί της, να το ακουμπήσει. Οργή γιατί το μωρό της θα έπρεπε να μεγαλώσει ορφανό σε μια τόσο σκληρή προς το διαφορετικό κοινωνία. Παρατημένο, ξεχασμένο και αδικημένο. Δεν ήθελε να καταλήξει στην ίδια κατάσταση με την ίδια. Η κατάθλιψη είχε επηρεάσει πολλές πτυχές της ζωής της, τόσο στην κοινωνικότητα και τις σχέσεις της με τους ανθρώπους γύρω της, όσο και τη δημιουργικότητα και τον συναισθηματικό της κόσμο. Οι γονείς της δεν ήταν ποτέ δίπλα της, από την παιδική της ηλικία. Τα έβαλε με τον εαυτό της, γιατί ποτέ δεν ήταν αρκετά δυνατή για να ξεπεράσει τις δυσκολίες της. Μα πάνω από όλα οργίστηκε με την ανεύθυνη και παιδιάστικη συμπεριφορά του μπάσταρδου, όταν ο γιατρός άρχισε να τους προϊδεάζει για τις αρρώστιες που πιθανότητα θα είχε το παιδί τους. Προσπάθησε να την πείσει πως δεν ήταν έτοιμοι πνευματικά να αντιμετωπίσουν μια τόσο δύσκολη κατάσταση. Βλέποντας όμως πως τα λόγια του δεν είχαν επιρροή πάνω της, εξαφανίστηκε και την άφησε να τα βγάλει πέρα μόνη της.

Διαβάστε επίσης  "VENEMA SPINOSUM ή ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ ΠΑΛΙΩΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΩΝ" του Νίκου Νασόπουλου

Ένιωσε την οργή να φουσκώνει μέσα της και να ανεβάζει τα σωθικά της προς τους πνεύμονες της δυσκολεύοντας την αναπνοή της ακόμα περισσότερο. Άκουγε τον ρυθμικό ήχο του μηχανήματος να αυξάνει τη συχνότητα του. Ζαλιζόταν. Τα δάκρυα της κυλούσαν πια ανεξέλεγκτα. Σταμάτησε να τα νιώθει πια στα μάγουλα της και το πλαστικό σωληνάκι στο στόμα της ήταν λες και εξαφανίστηκε. Οι φωνές και η κινητικότητα γύρω της άρχισαν να ξεθωριάζουν. Το μόνο που ένιωθε πια ήταν το παιδί στο στήθος της και το κρύο να περικυκλώνει την καρδιά της. Το βουητό επανερχόταν στα αυτιά της. Δυνατότερο. Πέθαινε. Το ένιωθε. Προσπάθησε για μια τελευταία φορά να ανοίξει τα μάτια της και να το αντικρύσει. Τόσο γαλήνιο και αθώο μέσα σε έναν τόσο αναστατωμένο θάλαμο. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Ζαλιζόταν όλο και περισσότερο. Δεν το πίστευε ποτέ ότι θα πέθαινε τόσο νωρίς. Πάσχιζε να πάρει μία ακόμα ανάσα. «Συγγνώμη μικρό μου», ψιθύρισε καταβάλλοντας την ελάχιστη δύναμη που της είχε απομείνει και άφησε την τελευταία της πνοή στο δωμάτιο που ξαφνικά σιώπησε.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα...

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με τη μέρα…

Να αγαπάς τον εαυτό σου λίγο πιο πολύ μέρα με

5 διάσημα βιβλία που έχουν λογοκριθεί

Η λογοτεχνία είχε πάντα τη δύναμη να αμφισβητεί, να εμπνέει