Η χαρούμενη Πριγκίπισσα της Θεοδώρας Κανήρου

Η χαρούμενη Πριγκίπισσα

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό μέρος που λίγοι έχουν ακουστά, ήταν χτισμένο ένα παλάτι από τα πιο λαμπερά και μεγαλοπρεπή που έχει δει ποτέ ανθρώπου μάτι. Οι πύργοι του ήταν πιο ψηλοί από ότι μπορούσες να υπολογίσεις και το κάστρο πιο μεγάλο από όσο μπορούσες να δεις αν γύριζες το κεφάλι σου δεξιά και αριστερά από μια μόνο θέση. Βασιλιάς σε αυτό παλάτι ήταν ο Ααρόν και βασίλισσα η Οντίνα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, πριν χρόνια είχαν φέρει στο κόσμο ένα κοριτσάκι, τη Κιάρα που ήταν η μοναχοκόρη τους. Όλος ο κόσμος την αγαπούσε. Την λάτρευαν και έλεγαν πόσο τυχερή ήταν που είχε γεννηθεί μέσα στα πλούτη και τα μεγαλεία, που από  τότε που έμαθε να μιλάει μπορούσε να ζητήσει οτιδήποτε τραβούσε η όρεξη της και όλοι στο παλάτι θα έτρεχαν να της το φέρουν.

Αυτά σκέφτονταν όλοι οι κάτοικοι της μικρής αυτής χώρας, κανείς τους όμως δεν ήταν μέσα στο παλάτι για να βλέπει τη μικρή πριγκίπισσα να μεγαλώνει. Γιατί μπορεί όλα τα παραπάνω να ήταν αληθινά και κοριτσάκι ήταν όντως όμορφο και χαρισματικό παιδί και όσο μεγάλωνε, μεγάλωναν και οι αρετές της, αλλά κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ποτέ μα ποτέ δεν φαινόταν χαρούμενη. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ανησυχούσαν για την κόρη τους αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Το να την βλέπουν θλιμμένη τους στεναχωρούσε και τελικά σιγά σιγά και χωρίς να το κάνουν επίτηδες άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο με την διοίκηση του κράτους και λιγότερο με την ανατροφή της μικρής.

Όχι ότι αδιαφορούσαν όμως. Σε καμία περίπτωση. Φρόντιζαν να έχει πάντα τα πιο όμορφα φορέματα, τα πιο ωραία παιχνίδια και τους καλύτερους δασκάλους. Είχαν δώσει διαταγή τίποτα να μην λείπει από τη πριγκίπισσα. Για λίγο καιρό τίποτα δεν φαινόταν να αλλάζει. Μέχρι που μία μέρα, η Κιάρα σταμάτησε να μιλάει στους υπηρέτες. Όλοι τρόμαξαν και πανικοβλήθηκαν. Δεν ήξεραν τι είχε συμβεί. Της έκαναν ερωτήσεις ξανά και ξανά μα εκείνη κούναγε μόνο το κεφάλι της, νεύοντας θετικά ή αρνητικά.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Τρομοκρατημένοι οι υπηρέτες τράβηξαν κλήρο και επιλέχθηκε τελικά ο κακομοίρης που θα ανακοίνωνε στο βασιλιά και τη βασίλισσα τα άσχημα νέα.  Με τρεμάμενα πόδια, ο άντρας, χτύπησε δειλά δειλά τη βαριά ξύλινη πόρτα της αίθουσας του θρόνου και μπήκε μέσα. Έφτασε στη μέση του μεγάλου δωματίου, υποκλίθηκε και αφού στραβοκατάπιε και πήρε και μια βαθιά ανάσα είπε με όλο το κουράγιο που διέθετε : «Βασιλιά μου, Βασίλισσα, έχω κάποια νέα να σας μεταφέρω. Η πριγκίπισσα δεν είναι πολύ καλά. »είπε και πριν προλάβει να συνεχίσει η βασίλισσα πετάχτηκε από το θρόνο που καθόταν και με μάτια όλο ανησυχία ρώτησε τον υπηρέτη:

Διαβάστε επίσης  Γλυκιά έχθρα της Πελαγιάς Χατζηγεωργιού

«Τι συνέβη στη κόρη μου; »

«Σωματικά είναι καλά Βασίλισσα μου. Αλλά σταμάτησε να μας μιλάει. Δεν ξέρουμε γιατί όλα έγιναν με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα. Τη ντύσαμε με τα αγαπημένα της ρούχα, έπαιξε με τα αγαπημένα της παιχνίδια, μα εδώ και ώρες δεν έχει πει λέξη. »

«Πάμε Ααρόν, πάμε να δούμε το παιδί. » είπε η βασίλισσα και χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, σήκωσε τα βαριά της φορέματα και άρχισε να τρέχει προς το δωμάτιο της κόρης της, με το βασιλιά και τον υπηρέτη να τρέχουν από πίσω της. Έφτασε στη υπνοδωμάτιο της μικρής αλαφιασμένη και είδε τη κόρη της να παίζει στο πάτωμα με ένα αρκουδάκι. Τίποτα δεν φαινόταν περίεργο με μια πρώτη ματιά και έτσι η βασίλισσα πήρε ελπίδες. Ίσιωσε τη πλάτη της και με σταθερά βήματα πλησίασε τη Κιάρα.

Advertising

«Τι κάνεις γλυκιά μου; » τη ρώτησε όλο ελπίδα. Η μικρή τη κοίταξε για μια στιγμή αλλά μετά ξαναγύρισε στο αρκουδάκι που κρατούσε χωρίς να πει τίποτα.

«Γιατί δεν μιλάς στη μανούλα; » προσπάθησε ξανά η βασίλισσα, μα για άλλη μια φορά δεν πήρε καμία απάντηση.

«Τι συμβαίνει παιδί μου; »ρώτησε και ο βασιλιάς που είχε φτάσει και στεκόταν δίπλα στη γυναίκα του, αλλά ούτε αυτή τη φορά άλλαξε κάτι. Περίμεναν μερικά λεπτά, έκαναν κι άλλες ερωτήσεις αλλά η μικρή δεν έλεγε να μιλήσει.

Τότε ο βασιλείας γύρισε στον υπηρέτη και είπε με βροντερή φωνή: «Ψάξε σε όλη τη χώρα και βρες μου τους καλύτερους. Γλωσσολόγους, φωνολόγους οποιονδήποτε υποστηρίξει ότι μπορεί να βοηθήσει τη πριγκίπισσα. »

Advertising

«Μάλιστα βασιλιά μου. » αποκρίθηκε ο κακόμοιρος υπηρέτης που ακόμα δεν είχε συνέλθει από το φόβο του. Έτσι άρχισε να τρέχει και να τρέχει μέχρι που βγήκε από τους διαδρόμους του τεράστιου παλατιού, και πέρασε την γιγαντιαία πύλη και κατάφερε να φτάσει μέχρι τη πόλη που όλοι οι χωρικοί έκαναν τις δουλειές τους όπως κάθε άλλη μέρα. Ανέβηκε σε μια μεγάλη προβλήτα που υπήρχε στη μέση της αγοράς και με δυνατή φωνή είπε:

Διαβάστε επίσης  Μια Ψευτοπραγματική Ιστορία του Κωνσταντίνου Γκουμάκη

«Προσοχή, προσοχή! Ακούστε όλοι! Μία τρομερή δυστυχία βρήκε το βασίλειο μας. Η αγαπημένη μας πριγκίπισσα Κιάρα σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Οποιοσδήποτε πιστεύει ότι έχει κάποιο ταλέντο που μπορεί να βοηθήσει, να πάει στο παλάτι αμέσως. Ο Βασιλιάς υπόσχεται πολλά πλούτη και δόξα σε όποιον καταφέρει να λύσει αυτό το ξαφνικό μυστήριο. »

Με το που σταμάτησε να μιλάει ξέσπασε δυνατή βαβούρα. Όλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν και να σχολιάζουν το παράξενο αυτό γεγονός. Στόμα με το στόμα, η φήμη ταξίδεψε και διαδόθηκε σε όλο το βασίλειο μέχρι το βράδυ, και όταν η επόμενη μέρα ξημέρωσε, οι υπηρέτες είδαν μια τεράστια ουρά ανθρώπων να περιμένει έξω από τη πόρτα του παλατιού.

Ένας ένας, έμπαινε μέσα στην αίθουσα του θρόνου, συστηνόταν όλο περιφέρεια και καμάρι στο Βασιλεία και τη Βασίλισσα, αναλύοντας τις γνώσεις που είχε και υποσχόταν πως θα έβαζε τα δυνατά του για να γίνει καλά η μικρή πριγκίπισσα.

Advertising

Μέρες περνούσαν και σπουδαίοι άνθρωποι, γυναίκες και άνδρες, γιατροί όλων των ειδικοτήτων εξέταζαν τη πριγκίπισσα αλλά κανείς τους δεν μπορούσε να βρει τι της συνέβαινε. Αφού περνούσαν λίγο χρόνο με τη Κιάρα, όλοι έμπαιναν στην αίθουσα του θρόνου και έδιναν στους αγχωμένους γονείς της μικρής την ίδια απάντηση με άλλα λόγια. Έλεγαν πως το πρόβλημα δεν ήταν στις φωνητικές χορδές, στο λάρυγγα, στη γλώσσα, στην ίδια τη φωνή της πριγκίπισσας, αλλά κανείς δεν μπορούσε να βρει τι πραγματικά έφταιγε. Και το πιο αγχωτικό ήταν ότι οι υποψήφιοι θεραπευτές που απέμεναν ολοένα και λιγοστεύαν.

Τη τελευταία μέρα, μπήκε στην αίθουσα του θρόνου ένας γελωτοποιός με το μικρό του γιό να τον ακολουθεί. Φορούσε πολύχρωμα ρούχα, είχε περίεργα μαλλιά και μεγάλη μύτη και ένα τεράστιο κουτί γεμάτο πράγματα. Υποκλίθηκε βαθιά και με ένα πλατύ χαμόγελο είπε:

«Βασιλείς μου, το ξέρω ότι δεν είμαι κανένας σπουδαίος γιατρός αλλά θα ήθελα να προσπαθήσω να βοηθήσω τη πριγκίπισσα. » Αρχικά ο βασιλιάς πήγε να αρνηθεί, αλλά καθώς οι επιλογές λιγοστεύαν η βασίλισσα πήρε πρώτη το λόγο.

«Φυσικά και να προσπαθήσεις. Όλες οι προσπάθειες είναι δέκτες. » απάντησε και χωρίς να χάσει άλλο χρόνο οδήγησε τον γελωτοποιό και τον γιο του στο δωμάτιο της κόρης της. Ο άνδρας άρχισε αμέσως να κάνει τα αστεία και τα ταχυδακτυλουργικά του, και άλλαζε το ένα κόλπο μετά το άλλο. Ενώ ήταν ομολογουμένως πολύ αστείος η πριγκίπισσα μόνο χαμογελούσε αχνά, αλλά δεν υπήρχε καμία άλλη αντίδραση. Κάποια στιγμή απελπισμένος ο γελωτοποιός πήγε να πάρει κάποια επιπλέον πράγματα από το μαγικό του κουτί και ο μικρός του γιος, που τόση ώρα βοηθούσε το πάτερα του, βρήκε ευκαιρία να πάει κοντά στη πριγκίπισσα.

Διαβάστε επίσης  Το βασίλειο των γοργόνων της Γιολάντα
Advertising

«Γιατί δεν γελάς; Αφού ο μπαμπάς μου είναι πολύ αστείος. » τη ρώτησε όλο απορία. Η Κιάρα τον κοίταξε επίμονα στα μάτια αλλά δεν είπε κάτι.

«Ο μπαμπάς χτες το βράδυ είχε πολύ αγωνία. Είπε ότι χρειαζόταν τη βοήθεια μου για να σε κάνουμε χαρούμενη. Αλλά δεν το καταλαβαίνω. Πως γίνεται να μην είσαι χαρούμενη. Έχεις τα πιο ωραία παιχνίδια και τα πιο νόστιμα φαγητά. » είπε ο μικρός χωρίς να το πολυσκεφτεί.

«Είμαι πάντα μόνη μου. » απάντησε απρόσμενα η Κιάρα.

«Μα έχεις συνέχεια τους υπηρέτες σου μαζί σου. Πολύ θα ήθελα να έχω κάποιον να κάνει όλες τις δουλειές μου και να μην έχω να ανησυχώ για τίποτα »

Advertising

«Δεν είμαι μόνη μου σε έναν χώρο, αλλά στη καρδιά. Οι γονείς μου όλο δουλεύουν και δεν έχουν χρόνο για μένα και δεν υπάρχει κανείς στο παλάτι που να είναι σαν εμένα. Μικρός. Όλο μεγάλοι που δεν καταλαβαίνουν. Για αυτό σταμάτησα να μιλάω. Αφού κάνεις δεν καταλαβαίνει πραγματικά τι λέω, γιατί να συνεχίσω να μιλώ? » είπε όλο θλίψη η Πριγκίπισσα.

«Εγώ μπορώ να γίνω φίλος σου αν θες. » είπε ο μικρός, και η βασίλισσα που τα άκουσε όλο αυτά ξαφνικά κατάλαβε. Και ένοιωσε πολύ άσχημα που η κόρη της τόσο καιρό ένοιωθε μόνη και αποκλεισμένη. Πήγε κοντά της, την αγκάλιασε σφιχτά και της υποσχέθηκε πως από εκεί και πέρα όλα θα ήταν καλύτερα.

Και όντως ήταν, γιατί από εκείνη τη μέρα και μετά το παλάτι γέμισε με ζωηρές φωνές από τα παιδιά που πλέον έρχονταν στο παλάτι και έπαιζαν με τη πριγκίπισσα, και κάθε βράδυ η Κιάρα έτρωγε βραδινό με τους γονείς της και μετά διάβαζαν ιστορίες μπροστά στο μεγάλο τζάκι. Και σιγά σιγά η μικρή πριγκίπισσα όχι μόνο άρχισε να γίνεται πολύ ομιλητική, αλλά χαμογελούσε συνέχεια και ήταν ζωηρή και χαρούμενη όλη την ώρα, και έμεινε γνωστή ως «Η χαρούμενη Πριγκίπισσα».

Γιατί τελικά το μόνο που χρειάζεται κανείς για να είναι χαρούμενος είναι να έχει γύρω του ανθρώπους που τον καταλαβαίνουν και τον αγαπούν, και να μπορεί να αισθάνεται πως ανήκει κάπου.

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Το Πάρκο των Τεράτων

Το Πάρκο των Τεράτων είναι ένας τόπος αναψυχής, ο οποίος

Είναι η δυσλεξία και η ΑΓΔ δύο ξεχωριστές διαταραχές;

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Είναι η δυσλεξία και η