Η μοναχούλα, η Ζωή της Ειρήνης Φραγκάκη

Η μοναχούλα

Μια φορά κι έναν καιρό…
Κι έτσι ξεκινούν τα παραμύθια…
Το δικό μας ξεκινάει λίγο διαφορετικά…
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η Ζωή…
Το δικό μας κοριτσάκι, καθισμένο στην άκρη του δρόμου.
Μια κυρία είχε σταθεί εδώ και ώρα, κρυμμένη σε μια γωνιά κοιτώντας τη λυπημένη.
Αναρωτιόταν πώς γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που επιβάλουν σε παιδιά να δουλεύουν; Πώς να αφήνουν τα σημάδια του πόνου και του κρύου να χαράζουν τα λεπτά κι ευαίσθητα χεράκια τους; Πώς, αντί να το έχουν στη ζεστασιά ενός σπιτιού και μιας αγκαλιάς, το αφήνουν μόνο του στο δρόμο, να κρυώνει, να ταλαιπωρείται δίχως έλεος, για να του πάρουν μετά τα χρήματα που θα κερδίσει.

Η καλή αυτή κυρία, τυλιγμένη με μια λευκή κάπα, την πλησίασε σαν νεράιδα ου βγήκε από παραμύθι.
Το κοριτσάκι μας, τραβήχτηκε πιο πίσω, φοβισμένο με τα μάτια χαμηλωμένα να κοιτάνε το πεζοδρόμιο.
Η κυρία Ελπίδα, έτσι την έλεγαν, παρατήρησε το κορμάκι της μικρής. Έτρεμε από το κρύο και τα χειλάκια της είχαν μελανιάσει.

Κάθισε δίπλα της… και με απαλή φωνή της ψιθύρισε:
«Δώσε μου τα χέρια σου μικρό μου! Είναι τόσο παγωμένα».
Χωρίς να την κοιτάξει και με τη φωνούλα της να τρέμει, πιο πολύ από τα χεράκια της, της απάντησε:
«Δεν… δεν πειράζει, θα ζεσταθούν σε λίγο», είπε το κοριτσάκι μας, νιώθοντας την καλοσύνη στη φωνή της.
«Δεν γίνεται να μείνεις εδώ. Κάνει πολύ κρύο» της απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Δεν μπορώ να φύγω, θα με ψάχνουν».
«Θα έρθεις μαζί μου».
«Όχι, δεν γίνεται, θα καταλάβουν, θα με τιμωρήσουν και θα…» σταμάτησε τα λόγια της, μην μπορώντας να συνεχίσει αφού αυτό που ήθελε να πει την πόναγε πολύ.
Η κυρία Ελπίδα το κατάλαβε αλλά δεν δίστασε κι επέμεινε.
«Είσαι σίγουρη γι αυτό καρδούλα μου; Έλα, μην το σκέφτεσαι. Τι θα κάνουν; Φοβούνται πιο πολύ από εσένα. Μαζί μου θα έρθεις και μην φοβάσαι τίποτα».
Το κοριτσάκι χάθηκε στις σκέψεις του και το μυαλό του γύρναγε εκεί που θα την πήγαιναν όταν τέλειωνε η δουλειά που την είχαν βάλει να κάνει. Ένα χαμόσπιτο βρώμικο, γεμάτο κατσαρίδες και ποντίκια. Λίγο νεράκι θα της είχαν ίσα να πλύνει τα χεράκια της. Λίγο ψωμί και δυο ελίτσες για βραδινό. Μα αυτό που την πόναγε περισσότερο, ήταν το τσουβάλι που είχαν τοποθετήσει κάτω στο πάτωμα ονομάζοντάς το κρεβάτι.
Εκεί, μέσα στην παγωνιά και στην σκληράδα του τσιμέντου θα προσπαθούσε να ξεκουράσει το κουρασμένο της κορμάκι για να συνεχίσει την επόμενη μέρα την ίδια εργασία.

Διαβάστε επίσης  Ένας ήρωας γεννιέται της Daniela
Advertising

Advertisements
Ad 14

Η κυρία Ελπίδα, ανασηκώθηκε απλώνοντας το χέρι της στη μικρή που έτρεμε από το κρύο και τις άσχημες αναμνήσεις. Το κορίτσι δίσταζε αλλά η καλή αυτή κυρία την κοίταξε τρυφερά.
«Μη φοβάσαι, θα είμαι εγώ εδώ».
Δειλά, άπλωσε το χεράκι της αφήνοντάς το στη ζεστή παλάμη της γυναίκας.
Δεν ήταν μαθημένη σε τέτοιου είδους τρυφερότητες και τώρα το συναίσθημα αυτό της προκαλούσε μια τρελό, μα γλυκό χτυποκάρδι στη μικρή καρδούλα που φτερούγιζε στο στήθος της.
Η γυναίκα, της χάιδεψε τα μαλλιά στοργικά για να αποδιώξει κάθε υπολειπόμενο φόβο μιας και ήταν σίγουρη πως αυτό το μικρό μπουμπούκι, το μόνο που είχε νιώσει στη ζωή του ήταν φόβος και πόνος.
Ξεκίνησαν με βήμα γρήγορο που επιτάχυνε και τις ανάσες τους.
Η γυναίκα ήθελε να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σπίτι της.
Η ζεστασιά που θα πρόσφερε στη μικρή κι ένα πιάτο φαγητό ήταν αυτά που χρειάζονταν πρώτα απ’ όλα.
Καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα, το κοριτσάκι ένιωσε την καρδιά της να φεύγει από το σώμα της.
Την έστελνε γεμάτη προσευχές κι ευχαριστίες εκεί ψηλά.
Και να.
Δεν είχε χαθεί η ανθρωπιά τελικά.
Αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλος ένας περαστικός άνθρωπος αλλά η σωτηρία της.
Το κοριτσάκι κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό ακόμη μια φορά λίγο πριν περάσει το κατώφλι της πόρτας που ενώ θα έκλεινε πίσω της, ήταν σίγουρη πως άνοιγε για να της εξασφαλίσει ό,τι μέχρι τώρα της έλειπε.
«Έλα αγάπη μου», είπε στοργικά η γυναίκα.
«Κάθισε εδώ κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς και εγώ πάω να σου φτιάξω κάτι να φας».
«Ευχαριστώ πολύ», είπε η μικρή με το κεφαλάκι της κατεβασμένο ντροπαλά.
Κοίταγε τις φλόγες κι ήταν σαν να τρύπωναν μέσα της. Ζέσταιναν, έλιωναν κι εξαφάνιζαν, κάθε τι κρύο της είχε αφήσει η προηγούμενη ζωή της, έστω κι αν ήταν τόσο σύντομη.
Στα δέκα της χρόνια είχε υποστεί όσα δεν περνάει ένας άνθρωπος στη μισή του ζωή.
Μα τώρα, όλη αυτή η εμπιστοσύνη που ένιωθε για εκείνη τη γυναίκα, ήρθε και καταλάγιασε όλους της τους φόβους.
Η ματιά της, τα τρυφερά της λόγια, οι κινήσεις της, όλα μαζί έμοιαζαν βγαλμένα από παραμύθι.
Από τις σκέψεις της, την έβγαλε η μυρωδιά από το δίσκο που πρόβαλε μπροστά της.
«Φάε κοριτσάκι μου να ζεσταθείς κι άλλο. Και μετά θα πάμε να σου δείξω το δωμάτιό σου».
«Το… το δωμάτιό μου; Μα πως;»
«Έλα ξεκίνα και όσο εσύ θα τρως εγώ θα σου λέω τη δική μου μικρή ιστορία».
Η μικρή ξεκίνησε με αργές κινήσεις. Δεν ήθελε να βιαστεί. Ήθελε να το απολαύσει.
Η κυρία Ελπίδα με βουρκωμένα μάτια ξεκίνησε την εξιστόρηση ενός γλυκόπικρου παραμυθιού.
«Είχα ένα κοριτσάκι κάποτε. Όμορφο και καλό σαν εσένα. Μα αρρώστησε κι ο Θεούλης την πήρε κοντά του. Από τότε είμαι μόνη μου».
Η μικρή την κοίταξε με δυσπιστία αφού φοβήθηκε ότι ίσως τελικά να μην ήταν τόσο καλή όσο νόμιζε. Ότι κι εκείνη ήθελε κάτι.
Όμως αυτές τις σκέψεις τις έδιωξε γρήγορα αφού κατάλαβε πως όλα αυτά τα σκεφτόταν κι έφταιγε ο φόβος της. Την είχαν κάνει πολύ καχύποπτη αλλά την ελπίδα δεν είχαν καταφέρει να την διώξουν από την ψυχούλα της.
Η μικρή παραμέρισε με τ’ ακροδάχτυλά της ένα τσουλούφι που έπεσε άτακτα στο μέτωπό της και κοίταξε την κυρία Ελπίδα ίσια στα μάτια, με τα δικά της να μοιάζουν με τις φλόγες από το τζάκι που σιγόκαιγε δίπλα τους.
«Γι αυτό με πήρατε μαζί σας; Επειδή σας λείπει;»
«Όχι αγάπη μου. Δεν σε πήρα από το πεζοδρόμιο για να αντικαταστήσεις την κόρη μου αλλά γιατί δεν πρέπει να είσαι μόνη σου. Είσαι παιδάκι, χρειάζεσαι αγάπη. Αν το θέλεις ακόμα, μπορείς να μείνεις μαζί μου. Να είσαι σίγουρη πως θα σου δώσω όση αγάπη έχω. Και δεν θα μείνεις ποτέ πια μοναχούλα σου».
Η μικρή την κοίταξε βαθιά.
Ένα δάκρυ έκανε να κυλήσει στη σκέψη ότι αυτό ήταν το όνομά της. Έτσι είχε βαφτίσει η ίδια τον εαυτό της αφού κανείς μέχρι τότε δεν την είχε φωνάξει με κάποιο όνομα.
«Ει, Εσύ», της φώναζαν άγρια κάθε φορά που απευθύνονταν σ’ εκείνη.
Έτσι αποφάσισε να γίνει η ίδια νονά του εαυτού της. Και βρήκε ένα και μοναδικό όνομα που ταίριαζε και στο πρόσωπο και στην ψυχή της.
Μοναχούλα.
Κρατήθηκε όμως και δεν έκλαψε παρόλο που τα μάτια της είχαν ήδη βουρκώσει.
«Θα μείνω». Είπε με τρεμάμενη φωνή. «Θα μείνω όμως θέλω μια χάρη».
«Πες μου κι αν μπορώ, ευχαρίστως να στην κάνω».
«Να μου δώσετε ένα όνομα όπως όλα τα παιδάκια».
«Δεν έχεις όνομα;» απόρησε η γυναίκα.
Η μικρή κούνησε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά δείχνοντας το όχι που πνιγόταν στο λαιμό της.
“Πως γίνεται!” αναρωτήθηκε η Ελπίδα, νιώθοντας την ψυχή της να ουρλιάζει από αγανάκτηση.
Κρατιόταν να μην κλάψει από την ώρα που είδε το κοριτσάκι στο πεζοδρόμιο, όμως μέσα της έκλαιγε σπαραχτικά.
Δεν άντεξε. Η όψη της μικρής με τα υπέροχα γυαλιστερά μάτια να την κοιτάνε απορημένη την έκανε να μην μπορεί πια να κρατηθεί.
Άφησε τον χείμαρρο να ξεπλύνει όλες τις άσχημες αναμνήσεις του κοριτσιού.
Τώρα κάθονταν αγκαλιά στον καναπέ, απέναντι από το τζάκι και ξέπλεναν μαζί, όλο το παρελθόν.
Ανασηκώθηκε, κράτησε το προσωπάκι της μικρής στραμμένο προς τα εκείνη και της είπε:
«Ζωή, αυτό θα είναι το όνομά σου».
«Μ’ αρέσει πολύ, αλήθεια! Ευχαριστώ. Κι εγώ θα σε φωνάζω μαμά. Σε πειράζει;» είπε η μικρή κι έγειρε τρυφερά αγκαλιά της νέας μητέρας που κοίταγε στο τζάμι σαν να είδε φάντασμα.
«Καθόλου κοριτσάκι μου. Καθόλου. Εγώ θα είμαι η μαμά σου κι εσύ θα είσαι η Ζωή μου».
Στο τζάμι, ήταν το κοριτσάκι της. Ζωγραφιζόταν η χαμογελαστή του μορφή και στο άκουσμα της λέξης, χαμογέλασε πιο πλατιά και την χαιρέτησε με τα μικρά του δαχτυλάκια.
Η φλόγα από τα κούτσουρα έλαμψε στα μάτια τους, μάρτυρας της νέας αυτής σύνδεσης ζωής.
Της Ζωής και της μανούλας που ποτέ δεν γνώρισε.

Διαβάστε επίσης  Το σκιάχτρο και η κολοκύθα της Σίσσυ Παπαγεωργιου

Και τώρα μπορούμε να πούμε:
Και ‘ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς θα ζούμε καλύτερα αν κοιτάμε που και που σε κάποιο πεζοδρόμιο μήπως δούμε άλλη μία «Μοναχούλα της Ζωής», χωρίς να ξεχνάμε πως πάνω απ’ όλα, μικροί και μεγάλοι, είμαστε άνθρωποι και οφείλουμε να προσέχουμε και τους άλλους ανθρώπους γύρω μας, για να μην είναι κανείς δυστυχισμένος.
Γιατί, ναι.
Όλοι μαζί μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο.
Ειδικά αν αυτός αποτελείται από χαμογελαστά παιδικά προσωπάκια!

Το τραγούδι
(Η αγκαλιά)
Το χαμόγελο κι η αγάπη
Του παιδιού που είναι στην άκρη
Που ζητάει ζεστασιά και αγκαλιά.

Το χεράκι του που απλώνει
Με κορμάκι που ριζώνει
Ας του δώσουμε εμείς μια αγκαλιά.

Advertising

Να ‘χει πάντοτε παιχνίδια
Στη ζωή του για στολίδια
Στην ψυχούλα του να λάμπει η αστροφεγγιά.

Δεν γυρεύει τίποτα άλλο
Μόνο αγάπη, τίποτ’ άλλο
Για να μάθει να πετάει όλο χαρά.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

5 μικρά μυστικά για μια όμορφη βεράντα

Η βεράντα του σπιτιού μας είναι ένας χώρος πολύτιμος για

5+1 ιδανικοί προορισμοί για Τουρισμό Ευεξίας

Τουρισμός ευεξίας Ο τουρισμός ευεξίας είναι μορφή τουρισμού που αφορά