Κλείνουν τα φώτα κι εγώ παίρνω ανάσα…
Κλείνω τα μάτια κι εγώ αρχίζω το ταξίδι…
Είμαι η κλεμμένη Κόρη των Ελλήνων!
Όταν το Βρετανικό Μουσείο ερημώνει γίνομαι αερικό και ξεκινώ το ταξίδι για την πατρίδα μου. Περνώ θάλασσες, βουνά, ευρωπαϊκές χώρες. Όσο πλησιάζω τα μόρια του αέρα αλλάζουν σύσταση λέγοντάς μου με τον τρόπο τους: «Πως βρίσκομαι όλο και ποιο κοντά στον τόπο γέννησής μου. Πως όπου να ‘ναι θα ξανασυναντήσω τις πέντε αδερφές μου». Κι εγώ πετώ. Τρέχω. Θέλω να φτάσω στην Ελλάδα! Να την επισκεφτώ για ακόμα ένα βράδυ. Όπως τόσα και τόσα βράδια! Αμέτρητα βράδια. Βράδια δυο αιώνων. Πόσων ακόμα αιώνων;
Αν στρέψεις το βλέμμα σου ψηλά στον ουρανό μπορεί και να με δεις. Σίγουρα θα με αναγνωρίσεις! Φορώ το περίτεχνο ολόλευκο αραχνοΰφαντο πέπλο του δημιουργού μου! Έχω σφιχτές, κομψές μα και αυστηρές κοτσίδες. Η αρμονία που μου χάρισε ο σμιλευτής μου δεν έχει χαθεί! Δεν μπόρεσε να χαθεί ούτε κι όταν κατακτητές βομβάρδισαν, λεηλάτησαν, κακομεταχειρίστηκαν το σπίτι μου, ούτε κι όταν ο Έλγιν μ’ άρπαξε βίαια από αυτό.
Πετώ… Πετώ… κι όσο πετώ ο αέρας όλο και αλλάζει.. Αρχίζει να μυρίζει κάτι γνώριμο! Αρχίζει να μυρίζει πατρίδα! Μια μυρωδιά τόσο ιδιαίτερη και ξεχωριστεί για τον κάθε έναν… Πόσο μάλλον για το κάθε πρόσφυγα. Για εμένα αρχίζει να μοσχομυρίζει θυμάρι, ιώδιο και ελιά. Αρχίζει να μυρίζει Ελλάδα και Αττική γη.
Το φεγγάρι που τόση ώρα με συντροφεύει στο ταξίδι μου θέλοντας με την σειρά του να μου επιβεβαιώσει την άφιξη μου λάμπει όλο και πιο πολύ. Το φως του πέφτει με ευλάβεια πάνω στα μάρμαρα του σπιτιού μου, πάνω στα μάρμαρα του Ερέχθειου, στρώνοντας με την λάμψη του το δρόμο του νόστου μου. Οι αδερφές μου που νιώθουν το φωτεινό του χάδι, στρέφουν το βλέμμα προς το στερέωμα. Ξέρουν πως έφτασα. Χαμογελούν και είναι το χαμόγελο τους το πρώτο καλωσόρισμα. Μου γνέφουν κι όλες μαζί μου δείχνουν με το βλέμμα τους την θέση μου στο σπίτι μας. Την δική μου θέση. Την θέση που είναι κενή εδώ και δυο αιώνες. Μέσα σ’ αυτούς τους αιώνες πόσες μα πόσες φορές με κάλεσαν κοντά τους κάνοντας αυτή την χαρακτηριστική ζωηρή κίνηση με τα λαμπερά τους μάτια;
Με την βοήθεια του αέρα φτάνω πιο γρήγορα στο κομματιασμένο μνημείο. Σηκώνω το δεξί μου πόδι και ανεβαίνω σ’αυτό. Κάνω μια στροφή γυρνώντας την πλάτη μου στο εσωτερικό του μνημείου και στρέφω το βλέμμα μου στην Αθήνα! Την κοιτώ και θαυμάζω την ομορφιά της. Έπειτα ισιώνω το κορμί μου και το κεφάλι μου ακουμπά την στέγη του σπιτιού μου. για πρώτη φορά μέσα στη μέρα το κορμί μου παύει να πονά. Η κάθε ικμάδα του βρίσκει αυτή του σπιτιού μου και κλειδώνει μαζί της. Βρίσκω κι εγώ τον εαυτό μου. Και το Ερέχθειο την μορφή του δημιουργού του. Παύει έτσι να είναι πληγωμένο… ακρωτηριασμένο… λειψό…
-Ήρθες; με ρωτούν όλες με μια φωνή.
-Ήρθα! απαντώ και ένα δάκρυ γεννιέται από τα μύχια της ψυχής μου, κυλά στο σφριγηλό μου μάγουλό, διατρέχει το κορμί μου και καταλήγει στο δάπεδο του πληγωμένου σπιτιού μου. Εκείνο το δέχεται. Το αναγνωρίζει και το φύλλα σαν φυλακτό. Σαν μια αποδείξει. Σαν ένα κομμάτι της Ιστορίας της Ελλάδας.
Οι αδερφές μου αρχίζουν να μου μιλούν. Οι κουβέντες τους έχουν πάντα ως επίκεντρο την Ελλάδα. Και εγώ τεντώνω τ’ αυτιά μου και τις ακούω! Ακούω να μου λένε για τις ομορφιές της, μα και για τα βάσανά της. Για τους Βάρβαρους που ήρθαν… Και για τους εθνικούς διχασμούς που την έφεραν στο χείλος της καταστροφής…Ακούω. Ακούω κι είναι σαν να τα ζω: χαίρομαι με τις χαρές της, νιώθω περηφάνια για την προκοπή της, μα και πόνο για τις δυσκολίες που της επιφύλαξε η Ιστορία. Είναι σαν να τα ζω κι ας λείπω τόσα χρόνια από την πατρίδα. Είναι σαν να τα ζω γιατί είμαι Ελληνίδα.
Τις ακούω! Κι όταν φτάνει η ώρα να ακούσουν κι εμένα οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου είναι γεμάτες θλίψη, πόνο ψυχής μα και θυμό για την πολύχρονη αρπαγή και αιχμαλωσία μου.
-Πώς νιώθεις εκεί; με ρώτησαν κάποτε.
-Μοναξιά!, απάντησα αυθόρμητα, Τι άλλο θα μπορούσα να νιώσω, αν όχι μοναξιά; Είμαι σ’έναν ξένο τόπο και μου λείπουν όλα! Εσείς, το δειλινό του αττικού ουρανού, το βλέμμα των Ελλήνων όταν ανηφορίζουν την Ακρόπολη.
Συνεχίζουμε να μιλάμε. Τους λέω τις σκέψεις μου, τα αισθήματα που με κατακλύζουν όλα αυτά τα χρόνια της αιχμαλωσίας μου. Τον πόνο, την απογοήτευση και την παραίτηση που νιώθω κάποιες στιγμές. Μα κυρίως τους μιλώ για τον ΘΥΜΟ και την ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ που κατακλύζουν την ψυχή μου. Κι εκείνες με νιώθουν. Τεντώνουν το χέρι τους και μου ακουμπούν τον ώμο, μου τρίβουν παρηγορητικά την πλάτη, μου χαϊδεύουν απαλά τα μαλλιά.
Συνεχίζουμε να μιλάμε… Να εκφράζουμε τα συναισθήματα και τις επιθυμίες μας… Όταν ειπωθούν όλα έρχεται η σιωπή. Η καθεμιά μας βυθίζεται στις σκέψεις της. Το μόνο που ακούγεται είναι οι κοφτές ανάσες μας. Κάπου κάπου και κάποιος παραπονιάρικος αναστεναγμός … Και οι ώρες περνούν χωρίς σταματημό.
-Ξέρετε τι θα ήθελα; τις ρώτησα κάποια φορά.
-Τι; αποκρίθηκαν όλες με μια φωνή.
– Θα ήθελα με έναν τρόπο μαγικό να σταματήσω την άμμο από την κλεψύδρα του χρόνου και να μείνω για πάντα εδώ! Αχ πόσο θα το ‘θελα!
Όμως εκείνη δυστυχώς για εμένα συνεχίζει να ρέει αμείλικτα… Κι όσο κείνη κυλά, ο ορίζοντας κάπου στο βάθος αρχίζει να ξεθωριάζει και η πυκνή νύχτα να αναχωρεί για άλλες πολιτείες. Για εμένα ξέρω πως τώρα ήρθε η ώρα της δικής μου αναχώρησης.
Κατεβαίνω λοιπόν από την θέση μου κι αμέσως εκείνη σαν από ένστικτο βυθίζεται στο σκοτάδι. Ανεβαίνω στον ουρανό, δεν κοιτάζω πίσω μου. Ξέρω πως αν το κάνω θα δω τις αδερφές μου να θρηνούν, κι αυτό δεν θα τ’ αντέξω. Κι έτσι αρχίζω να πετώ. Να απομακρύνομαι. Αυτή τη φορά το πέταγμά μου είναι αργό, νωχελικό. Οι άνεμοι δεν με βοηθούν να εγκαταλείψω την πατρίδα. Θέλουν κι εκείνοι φαίνεται να μείνω εδώ! Κι όσο πετώ κοιτώ την φωτισμένη Αθήνα και την αποχαιρετώ γι’ άλλη μια φορά… Πετώ και περνώ για χιλιοστή φορά πάνω από θάλασσες, βουνά και χώρες γνώριμες. Όσο προχωρώ η ατμόσφαιρα αλλάζει, οι μυρωδιές της πατρίδας μένουν όλο και πιο πίσω, το ιώδιο, το θυμάρι και η ελιά μπερδεύονται με τις νέες μυρωδιές που συναντώ όσο προχωρώ… μέχρι που φτάνω στη σκλάβα χώρα κι αυτές παύουν να υφίσταται.
Ανοίγω τα μάτια μου. Βρίσκομαι στο Βρετανικό Μουσείο. Βρίσκομαι στην φυλακή μου. Κι αμέσως αρχίζω να μετρώ τις ώρες μέχρι να ‘ρθει η νύχτα, μέχρι να γίνω πάλι αερικό και να επιστρέψω πίσω στην πατρίδα.
Αν βρεθείτε στο Βρετανικό Μουσείο και κοιτάξετε βαθειά μέσα στα μάτια μου θα δείτε πως είμαι μια δέσμια που θέλει απεγνωσμένα να σπάσει τα δεσμά της και να γυρίσει στην Ελλάδα, στην πατρίδα της. Αν κοιτάξετε με προσοχή το βλέμμα μου θα διαπιστώσετε πως αυτό είναι στραμμένο ανεπαίσθητα σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Ποιο είναι αυτό το σημείο; Η πόρτα της εισόδου. Κοιτώ και περιμένω! Σας περιμένω! Σας περιμένω να διαβείτε αυτή την πόρτα, όχι σαν επισκέπτες, αλλά σαν διεκδικητές και να με πάρετε. Να με πάρετε και να με πάτε πίσω στην Ελλάδα.
Μέχρι να το κάνετε αυτό θέλω να ξέρετε πως εγώ κάθε βράδυ θα πετώ στο στερέωμα και θα γυρνώ στην πατρίδα. Θα παίρνω την θέση που μου ανήκει στο Ερέχθειο. Θα συναντώ τις πέντε αδέρφές μου! Θα μιλώ μαζί τους και θα βιώνω όλα όσα βιώνει ο κάθε Έλληνας ανά τους αιώνες. Θα τα βιώνω γιατί είμαι Ελληνίδα και ΑΝΗΚΩ μόνο στην Ελλάδα!