Μια από τις πρώτες ερωτήσεις, που θα κάνει το μικρό παιδί στη μητέρα του, όταν πλέον θα μπορεί να μιλάει, να περπατάει και να αντιλαμβάνεται τα πράγματα γύρω του, είναι, πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος.
Ποιός έκανε, μαμά, τα δέντρα πράσινα και τη θάλασσα μπλε; Από πού ήρθαν τα σκυλάκια και τα γατάκια και γιατί ο ήλιος είναι κίτρινος και ζεστός; Γιατί, μαμά, έχουμε δύο χέρια, δύο πόδια και λεγόμαστε άνθρωποι; Ποιός έφτιαξε τη γη, τι υπήρχε πριν από αυτήν και γιατί το σκοτάδι έρχεται μια φορά τη μέρα για να σκεπάσει τα πάντα;
Δεν ξέρω, αγάπη μου, δεν ξέρω, καλό μου, αντηχεί από όλες τις γωνιές του πλανήτη η άγνοια της μάνας, που είναι τόσο αρχαία, όσο και η ίδια η ανθρωπότητα. Διότι, φυσικά, είναι αδύνατον να γνωρίζει. Οι νόμοι του σύμπαντος απαγορεύουν να διαρρεύσει αυτή η γνώση, διότι ο κόσμος μας, αν μαθευτεί η αλήθεια για την καταγωγή του, θα καταρρεύσει σαν τραπουλόχαρτο. Η συνειδητοποίηση, τι βάζει τον πλανήτη μας σε τροχιά, μπορεί να γκρεμίσει θεμέλια, ικανά να αντέξουν τους πιο ισχυρούς σεισμούς και τις πιο βίαιες εκρήξεις.
Λένε, βέβαια, πως η απάντηση για την δημιουργία του κόσμου βρίσκεται γύρω μας, ανάμεσά μας. Άγνωστες πανάρχαιες πηγές υποστηρίζουν πως την ώρα Χ κάθε μέρας, από τα βάθη του γαλαξία μεταφέρεται ένας ψίθυρος, που δίνει τη λύση στο αίνιγμα της ύπαρξής μας. Η ώρα Χ είναι ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο δευτερόλεπτο μετά τα μεσάνυχτα. Κατά τη διάρκειά της, σε χρόνο λιγότερο από όσο διαρκεί μια ανάσα, η γη στιγμιαία σταματά να περιστρέφεται, αφήνεται να αιωρείται στο απέραντο κενό του διαστήματος. Τα φύλλα δεν θροΐζουν στον άνεμο, η θάλασσα σταθεροποιείται τελείως, τα αστέρια σβήνουν, χάνεται το οξυγόνο και το χρώμα από τις ίριδές μας. Τότε δίνεται η απάντηση. Αλλά κανείς δεν ακούει.
Όλο το σύνολο των πλανητών, των αστεριών, όλους τους γαλαξίες τους ελέγχουν κάποια πλάσματα. Πλάσματα, που το ανθρώπινο μάτι αδυνατεί να τα δει, δεν είναι ρυθμισμένο να τα βλέπει, μιας και αυτά τα πλάσματα είναι ταυτόχρονα πάρα πολύ μικρά και πάρα πολύ μεγάλα. Επίσης δεν έχουν μορφή, γιατί δεν έχουν φτιαχτεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ανθρώπου. Δε έχουν χαρακτηριστικά που μπορεί να αναγνωρίσει ο άνθρωπος, όπως σώμα ή πρόσωπο. Η υπόστασή τους είναι τελείως άγνωστη στον άνθρωπο, δεν την έχει δει και έτσι δεν την έχει ονομάσει, για να μπορούμε να την περιγράψουμε. Τα πλάσματα αυτά είναι αόρατα, υπακούν στους παράδοξους νόμους του σύμπαντος, δεν πεθαίνουν και δεν γεννιούνται- η μορφή τους σχηματίζεται από τα στρώματα της πραγματικότητας, που αγκαλιάζουν το μαύρο χάος του διαστήματος.
Το μόνο που μπορούν να κάνουν αυτά τα αφηρημένα –αλλά πανίσχυρα- πλάσματα είναι να δημιουργούν πλανήτες με τα όνειρά τους. Τα όνειρά τους θυμίζουν παιδικές ζωγραφιές, γιατί, κατά βάθος, αυτό είναι όλοι οι πλανήτες: ασαφείς, ιδιαίτεροι, πολύχρωμοι και υπέροχοι. Έτσι, κάποια στιγμή μέσα στον άπειρο χρόνο, ένα πλάσμα ονειρεύτηκε τη Γη. Το όνειρό του ήταν ταραχώδες και αυτό προκάλεσε στον πλανήτη πολλούς μετασχηματισμούς, μέχρι να καταλήξει στην τελική του μορφή.
Αφού, λοιπόν, δημιουργηθεί ο πλανήτης, τα πλάσματα ορίζονται ως προστάτες του. Κάθε 432 μέρες, σύμφωνα με τον ανθρώπινο τρόπο υπολογισμού του χρόνου, τα πλάσματα έρχονται να ελέγξουν την κατάσταση στη Γη. Διαλέγουν μια πιο όμορφη απόχρωση για τον ουρανό, ανανεώνουν το φως του ήλιου. Με τα πινέλα τους ζωγραφίζουν πιο όμορφα τοπία, διευρύνουν περισσότερο τον ορίζοντα. Φυσάνε, και με την ανάσα τους καθαρίζουν την ατμόσφαιρα, φτιάχνουν με τον αφρό των σύννεφων πιο όμορφα σχήματα, ψηλώνουν τα βουνά και πείθουν τα ηφαίστεια να συγκρατήσουν την λάβα τους. Τους νοιάζει, βέβαια, μόνο ο πλανήτης, όχι οι άνθρωποι που ζουν εκεί.
Τα πλάσματα αυτά δεν έχουν ψυχή. Δεν συγκινούνται από τα ανθρώπινα πάθη, δεν νοιάζονται για την ανθρώπινη φύση καθόλου. Ακολουθούν το καθήκον τους, που είναι να υπακούν στις ανάγκες του πλανήτη, του ονείρου τους. Οι άνθρωποι είναι δημιούργημα του δημιουργήματός τους- η Γη τους θέλησε για να της κρατούν συντροφιά, της έφτιαξαν κατάλληλες συνθήκες για να τους γεννήσει και την άφησαν έκτοτε μόνη να παίζει με τα παιχνίδια της. Την άφησαν να τους δώσει η ίδια χαρακτηριστικά, ψυχή και μυαλό. Την άφησαν να κάνει ό, τι θέλει εκείνη με αυτά τα όντα, χωρίς να νοιάζονται, εάν έδιναν έτσι το έναυσμα για μια συνεργασία καταστροφής.
Μια μέρα, η Γη αρρώστησε. Μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, τραυματίστηκε. Τα πλάσματα στην αρχή της δημιουργίας της, την είχαν φτιάξει, κολλώντας κράματα ονείρων- στην πραγματικότητα, εάν οι άνθρωποι κατείχαν δυνατή όραση θα διαπίστωναν, ότι η Γη είναι αποτέλεσμα συγκόλλησης πολλών κομματιών και επιτυχημένα θα την παρομοίαζαν με γιγάντιο, διαστημικό και ονειρικό παζλ. Για άγνωστους λόγους, λοιπόν, ένα κομμάτι, ένα όνειρο, ξεκόλλησε και διαλύθηκε στην ατμόσφαιρα.
Ο πόνος της γης, το ουρλιαχτό της, ήταν τόσο δυνατό, που τα πλάσματα μαζεύτηκαν από κάθε γωνιά του σύμπαντος για να την βοηθήσουν ταξιδεύοντας με ταχύτητα του φωτός.
Και όσο η Γη ούρλιαζε και σήκωνε γιγάντια κύματα στους ωκεανούς, όσο προκαλούσε δονήσεις και τρέλαινε τα μυαλά των ανθρώπων με τα ηχητικά της κύματα να χτυπούν τα τύμπανα των αυτιών τους, τα πλάσματα αποφάσισαν πως, αν ήθελαν να σώσουν την Γη, θα έπρεπε να βάλουν στη θέση του χαμένου κομματιού μια ανθρώπινη καρδιά. Και θα έπρεπε αυτή η καρδιά να είναι ξεχωριστή, ευαίσθητη και τέλεια.
Στο σύμπαν, στο πλανητικό σύστημα, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει ο συγχρονισμός. Η συγκυρία. Πράγματα που συμβαίνουν ταυτόχρονα, μπορούν να αποβούν καθοριστικά. Την στιγμή, λοιπόν, που η ώρα Χ πλησίαζε, τα πλάσματα κατέβαιναν στην Γη, καλώντας την ανθρώπινη καρδιά που έψαχναν, ο Ορέστης ρωτούσε την μητέρα του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, σκεπασμένος με την μπλε κουβέρτα του, πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έβλεπε εφιάλτες. Για αυτό, είχε ανάψει τη λάμπα σε σχήμα φεγγαριού, που είχε στο κομοδίνο του και στο μισοσκόταδο ρωτούσε τη μαμά του για τον κόσμο. Εκείνη, επειδή δεν μπορούσε να απαντήσει, με τα χέρια της έπαιζε με τις σκιές που δημιουργούνταν. Ένωνε τους αντίχειρές της και στο ταβάνι εμφανίζονταν πεταλούδες, έπλεκε τα δάχτυλά της και έφτιαχνε λύκους, λαγούς, ανθρωπάκια και ο Ορέστης γελούσε, άπλωνε τα χέρια του και ανάμεσα στα χαχανητά συνέχιζε να ρωτάει για τη φύση των σκιών, για τη προέλευση του φωτός και πού έμαθες, μαμά, τόσα κόλπα;
Σε όλα τα σπίτια του δρόμου, σε όλα τα σπίτια της πόλης, της χώρας και ολόκληρης της Γης, τα παιδιά έκαναν ερωτήσεις στις μητέρες τους. Σε κάθε γωνία του κόσμου, αντηχούσαν οι ίδιες ερωτήσεις: Γιατί δημιουργήθηκε ο κόσμος μαμά; Τι είναι τα αστέρια μαμά; Από τι είναι φτιαγμένο το σκοτάδι; Ποιος έφτιαξε τους ανθρώπους;
Οι φωνές των παιδιών ενώνονταν και κυριολεκτικά όλος ο πλανήτης ρωτούσε φωνάζοντας, η Γη ούρλιαζε με πόνο και τα πλάσματα έτρεχαν στους δρόμους ψάχνοντας μια καρδιά. Λέγεται πως ήταν η πρώτη φορά που όλο το είδος τους κατέβηκε στους ανθρώπινους δρόμους και πως μάλλον αυτό ήταν που πυροδότησε τις συνεχόμενες, ταυτόχρονες ερωτήσεις όλων των παιδιών του κόσμου.
Και μέσα σε αυτό το χάος, όταν το ρολόι σήμανε τελικά την ώρα Χ, ο Ορέστης συνέχισε να γελάει, το γέλιο του ξεχώριζε μέσα στο βουητό των ερωτήσεων που έπεφταν βροχή. Γελούσε τόσο, που η καρδιά του ανέβασε σφυγμούς, άρχισε να βροντοχτυπά γεμάτη υγεία και αγάπη για τη ζωή.
Αλλά τα πλάσματα διάλεξαν αυτήν. Την διάλεξαν και την πήραν, υπακούοντας τον κανόνα που κυριαρχεί στη γη: χωρίς εξήγηση, χωρίς τύψεις, απλά παίρνεις.
***
Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και εκείνος την ζεσταίνει. Το φεγγάρι λάμπει την νύχτα μαζί με τα αστέρια. Τα πλάσματα κάθε μέρα ονειρεύονται καινούργιους πλανήτες. Όλα είναι ίδια και όλα διαφέρουν. Τώρα η Γη έχει μια παιδική καρδιά, που συστέλλεται και διαστέλλεται, συγχρονισμένα με αυτή όλων των ανθρώπων. Μπορεί να νιώσει τον πόνο τους, μπορεί να νιώσει όλη τη θλίψη που έχουν μαζέψει τους αιώνες που τους φιλοξενεί. Νιώθει την αδικία, νιώθει την πείνα και την φτώχεια. Φωνάζει στα πλάσματα να έρθουν, να βοηθήσουνε τους ανθρώπους της, όμως εκείνα δεν μπορούν, δεν έχουν ανθρώπινη καρδιά να καταλάβουν, τι τους ζητάει.
(Όμως την ώρα Χ, όταν το σύμπαν ψιθυρίζει την απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα, λένε ότι ακούγονται παιδικά γέλια και ότι μια γυναικεία σκιά εμφανίζεται στους δρόμους, ψάχνοντας το παιδί της, ψάχνοντας μια απάντηση).