Για αιώνες το δάσος είχε φιλοξενήσει μεγάλους έρωτες. Τα πλάσματα που ζούσαν εκεί άλλοτε βοηθούσαν τα ζευγάρια και άλλοτε, όταν έβλεπαν πως δεν υπήρχε αληθινή αγάπη ανάμεσά τους, τα έδιωχναν μακριά.
Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στην όμορφη Καμέλια, την πριγκίπισσα του Νότιου Βασιλείου. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου, καθώς κοιτούσε γύρω της τα μεγάλα ψηλά δέντρα και τα καταπράσινα φυτά. Το λευκό μακρύ της φόρεμα κυλιόταν στο υγρό χώμα και οι μαύρες της μπούκλες κινούνταν πέρα δώθε καθώς έπαιζαν με τον άνεμο.
Περπάτησε πιο βαθιά μέσα στο δάσος μαγεμένη από τις γεμάτες χρώματα εικόνες που την περιτριγύριζαν. Ένιωθε την θετική ενέργεια του, όπως ένιωθε κανείς το απαλό αεράκι. Χωρίς να την βλέπει ήξερε ότι ήταν εκεί και χάιδευε γλυκά το λευκό της δέρμα.
“Σου αρέσει εδώ;” ένας ψίθυρος έφτασε στα αυτιά της, την ίδια στιγμή που δυο αντρικά χέρια αγκάλιασαν την μέση της.
“Είναι πολύ όμορφα. Πώς το ανακάλυψες αυτό το μέρος;”
“Περιπλανιόμουν μια μέρα, όταν το έσκασα από τους φρουρούς του πατέρα μου.”
Τα μάτια όλων των νεραϊδών γέμισαν έκπληξη. Ο νεαρός ήταν ο ανάδοχος του θρόνου του Βόρειου Βασιλείου, ο Αλέξανδρος και ήταν λογοδοσμένος με την πριγκίπισσα Ευαγγελία που ζούσε με μέρος μακρινό.
“Ο πατέρας μου έφερε κι άλλους υποψήφιους γαμπρούς χθες. Έχω βαρεθεί να του λέω δικαιολογίες.” Γκρίνιαξε η Καμέλια και γύρισε για να κοιτάξει το αγόρι στα μάτια.
“Μην δεχθείς κανέναν! Θα βρω τρόπο να αποδεσμευτώ από την Ευαγγελία.”
“Πότε όμως;”
Αναστέναξε. “Σύντομα, στο υπόσχομαι. Και μετά θα πω στον βασιλιά ότι έχω κάνει την επιλογή μου εδώ και καιρό.”
“Θα χαρεί πολύ.” Χαμογέλασε στην ιδέα. “Σε συμπαθεί.”
“Κι ο πατέρας μου συμπαθεί εσένα.”
“Αν δεν μπορέσεις να σταματήσεις τον γάμο σου; Τι θα γίνει τότε;” αναρωτήθηκε τρομαγμένη.
“Μην κάνεις μαύρες σκέψεις.” Της είπε ήρεμα και με τα δάχτυλά του έβαλε μια μπούκλα πίσω από το αυτί της. “Όλα θα πάνε καλά, θα δεις, όπως τα έχουμε σχεδιάσει.”
Και η ευχή της ταξίδεψε μέσα από τα φύλλα των ψηλών δέντρων και έφτασε στα αυτιά όλων των μυθικών ζώων που κατοικούσαν στο δάσος. Μια από τις νεράιδες των λουλουδιών το έβαλε στόχο να δει τα δυο αυτά νέα παιδιά να παντρεύονται. Το ίδιο βράδυ ταξίδεψε στην Χώρα της Φωτιάς, στο κάστρο της πριγκίπισσας Ευαγγελίας.
Κάθε μέρα, ίδια ώρα ο Αλέξανδρος και η Καμέλια συναντιόντουσαν στο μαγεμένο δάσος για να ανταλλάξουν υποσχέσεις. Ο χρόνος πέρασε, οι μέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες έγιναν μήνες. Τρεις μήνες είχαν περάσει κι εκείνος ήταν ακόμα λογοδοσμένος.
Οι ελπίδες του για μια διέξοδο έσβηναν μια μια και ότι και να έκανε δεν έβρισκε λύση. Η κοπέλα, όμως, ήταν γεμάτη υπομονή κι αγάπη. Το είχε πάρει απόφαση πως θα τον περίμενε όσο χρειαζόταν. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί πια. Εκείνη ήταν σίγουρη πως κάποια μέρα θα σταματούσαν να κρύβονται κι εκείνος ήταν ο φοβισμένος πρίγκιπας. Δεν φοβόταν για τον εαυτό του. Φοβόταν πως ήταν εγωιστικό και άδικο να την κρατάει κοντά του για τόσο καιρό, αν τελικά παντρευόταν μια άλλη. Έτσι, μια μέρα πήρε την απόφασή του.
Περπάτησε ως το δάσος κι έκατσε πάνω σε έναν βράχο για να την περιμένει. Τα καστανά του μαλλιά ήταν ανακατεμένα και τα πράσινά μάτια του ταλαιπωρημένα εξαιτίας του λιγοστού ύπνου που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και την είδε να έρχεται προς το μέρος του. Σε αντίθεση με αυτόν, ήταν χαμογελαστή και ακτινοβολούσε λάμψη. Την πλησίασε και άφησε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλό της. “Είσαι πανέμορφη.”
Το χαμόγελό της έγινε ακόμα πιο πλατύ από πριν, μέχρι που αντίκρισε τα μάτια του. “Τι έχεις;” τον ρώτησε τρυφερά.
“Θέλω να σου μιλήσω.” Της απάντησε. Έπιασε το χέρι της και την οδήγησε πίσω στον βράχο. Έκατσε εκεί κι η κοπέλα κάθισε πάνω στο πόδι του. “Έψαξα πολύ.” Ξεκίνησε να λέει. “Μα δεν βρήκα τρόπο να αποφύγω τον γάμο μου. Νομίζω ήρθε η ώρα για το αντίο.” Συνέχισε με δυσκολία και μια δόση με πίκρας στην φωνή του.
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε μόλις άκουσε τα λόγια του. “Μπορώ να περιμένω.”
“Δεν θα σου ζητήσω να το κάνεις αυτό, είμαστε σε αδιέξοδο. Πλέον είσαι ελεύθερη να παντρευτείς έναν από τους δεκάδες άνδρες που σου έχει φέρει ο μπαμπάς σου.”
“Μα μου το υποσχέθηκες.” Είπε με παράπονο. Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της και συνόδεψε τις λέξεις της.
Το σκούπισε αμέσως. “Μην κλαις μάτια μου… Για σένα το κάνω. Σου αξίζει να έχεις μια ζωή γεμάτη αγάπη, όχι υπομονή κι αναβολές.”
Τινάχτηκε πάνω θυμωμένη. “Ώστε τόσο κράτησε ο έρωτάς σου; Λίγους μήνες;”
“Δεν είναι έτσι.”
“Κι πως είναι;”
“Σου εξήγησα.”
“Ναι, την άκουσα την δικαιολογία σου. Αφού αυτό θες…” Έκανε μια παύση για να πάρει ανάσα. “Το δέχομαι. Όμως δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, μην ξανά έρθεις στο σπίτι μου.” Του φώναξε κι έτρεξε μακριά του, έξω από το δάσος.
“Καμέλια…”
Όλοι στο δάσος παρακολούθησαν τον θλιβερό αποχαιρετισμό και το άδοξο τέλος του ζευγαριού. Και Όλοι είχαν την ίδια απορία: τι έκανε η νεράιδα των λουλουδιών και γιατί αργούσε τόσο;
Μια εβδομάδα μετά τα νέα ταξίδεψαν από την Χώρα της Φωτιάς στο Βόρειο Βασίλειο. Η πριγκίπισσα Ευαγγελία είχε ερωτευτεί τον γιο ενός αριστοκράτη και αρνούνταν να παντρευτεί κανέναν άλλον. Οι γονείς της είχαν γίνει έξαλλοι! Τους ντρόπιαζε σε όλο τον κόσμο με την συμπεριφορά της. Έτσι, την κλείδωσαν στο δωμάτιό της και της απαγόρευσαν να δει ξανά το αγαπημένο της.
Ώσπου μια μέρα, όταν η μητέρα της πήγε να την δει, πρόσεξε κάτι διαφορετικό επάνω της. Η κοιλιά της ήταν μεγάλη… Η μονάκριβή της κόρη ήταν έγκυος!
Μετά από αυτό δεν είχαν επιλογή. Ακύρωσαν τον γάμο της με τον Αλέξανδρο και δέχτηκαν για σύζυγο της κόρης του τον αριστοκράτη Νικόλα. Η πριγκίπισσα ήταν πανευτυχής κι η δουλειά της νεράιδας των λουλουδιών είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία.
Όταν ο πρίγκιπας του Βόρειου Βασιλείου ενημερώθηκε από τον πατέρα του για τις εξελίξεις, βρήκε το χαμένο του χαμόγελο. Το ίδιο κιόλας βράδυ έβαλε τα καλά του και πήγε στην άλλη άκρη της χώρας, στο Νότιο Βασίλειο.
Έφτασε στο παλάτι την ώρα του δείπνου. Μπήκε στην μεγάλη τραπεζαρία και το βλέμμα του έπεσε κατευθείαν πάνω στην Καμέλια. Ήταν όμορφη, όπως πάντα και συζητούσε με τα μικρότερα αδέρφια της. Μετά από καιρό άκουγε ξανά την φωνή της και ήταν λες και άκουσε τον πιο όμορφο ήχο όλου του κόσμου.
“Αλέξανδρε, σε τι οφείλουμε την τιμή;” τον ρώτησε ο βασιλιάς μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το βλέμμα της κλείδωσε με το δικό του και στο μυαλό της ήρθε η τελευταία φορά που τον είχε δει. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Τα μάτια του την κοιτούσαν με την ίδια σπίθα και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα εξαιτίας του δυνατού αέρα.
“Φαντάζομαι μάθατε τα νέα για την Ευαγγελία.” Τον άκουσε να λέει στον πατέρα της, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά της.
“Ναι, τα έμαθα.”
“Τι έγινε;” τον ρώτησε η Καμέλια.
“Είναι έγκυος κι αύριο παντρεύεται με έναν αριστοκράτη.” Απάντησε και σχεδόν μπορούσε να ακούσει την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.
“Λυπάμαι πολύ.” Είπε ο βασιλιάς.
“Εγώ δεν λυπάμαι καθόλου.” Είπε και περπάτησε αργά προς την κοπέλα. “Εδώ και καιρό δεν ήθελα να γίνει αυτός ο γάμος, γιατί είμαι ερωτευμένος με μια άλλη.” Συνέχισε καθώς γονάτιζε μπροστά της. Ένιωσε τα έκπληκτα μάτια όλων επάνω του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έκλεισε το χέρι της μέσα στις παλάμες του κι ανατρίχιασε από αυτό το απλό άγγιγμα. “Καμέλια, θα γίνεις γυναίκα μου;”
“Δεν θα κάνεις πίσω αυτήν την φορά, έτσι;” τον ρώτησε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. “Θα γίνω τότε.”
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…