Ήταν Μεγάλη Κυριακή και όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, έτσι και φέτος, ο Δρακ-αντώνης ετοίμαζε συγκέντρωση για τα δρακόπουλα παιδιά κι εγγόνια του, στην αυλή στο κέντρο του κάστρου του.
Από νωρίς το πρωί σηκώθηκε για να ετοιμάσει τα ξύλα και τα κάρβουνα και τις ψησταριές για τα φαγητά που θα ψήνονταν ώστε όλα να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Δοκίμασε το λαιμό του ώστε να είναι έτοιμος να ανάψει τις φωτιές όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή , ετοίμασε τις καρέκλες και τα τραπέζια και φώναξε στη γυναίκα του ,τη Δρακ-Μαρία να πακετάρει τα δώρα για όλους τους αλλά και να γεμίσει τα ψυγεία με μπουκάλια νερό σε περίπτωση που αρπάξει φωτιά το κάστρο από τις φλόγες τους την ώρα που θα τρώνε όλοι μαζί .Τα φαγητά που περίμεναν να μαγειρευτουν ήταν ολόκληρα βουναλάκια δίπλα στις ψησταριές και σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε το μαγείρεμα. Τα ποτά ήταν όλα μέσα σε βαρέλια γεμάτα παγάκια , κι εκείνα στη σειρά τοποθετημένα, ένα βαρέλι για κάθε δρακόπουλο.
Η μέρα ήταν από το πρωί δροσερή, ίσως και να χιόνιζε αργότερα. Ότι καλύτερο για ένα δρακοτραπέζι αυτός ο καιρός, να τρώνε και να πίνουν με τις νιφάδες να πέφτουν απαλά απαλά και να δροσίζουν τις φλόγες από τα στόματά τους! Ο δρακοπαππούς φρόντισε να φέρει και μουσικούς στο κάστρο ,μια ορχήστα αποτελούμενη από ποικιλία ζώων ,πουλιών κι εντόμων για να τους ψυχαγωγεί και να νιώθουν σαν να βρίσκονται μέσα στο δάσος.
Την ίδια ώρα, στο απέναντι βασίλειο, στο Καμποκάστελλο, ένας άλλος Δρακοπαππούς, ο Γιώργος, μαζί με τη γυναίκα του ,τη Δρακογιαγιά Φανή, τελείωναν τις δικές τους μεγάλες ετοιμασίες ψησίματος .
Έψηναν στο φούρνο γλυκά και τσουρέκια και κουλούρια και ψωμιά, όλα σε σχήμα δράκων για να τα πάνε στο γλέντι για δώρο στους φίλους τους.
Εκεί κοντά, στο Καμποκάστελλο, ζούσε και ο γιος του ο Χριστοδόντης με τα μεγάλα, άσπρα και μυτερά δόντια, ο οποίος ετοίμαζε την ιπτάμενη δρακοβελέντζα τους για να πάνε στη γιορτή. Ήταν άντρας της Βικοακτίνας, κόρης του Δρακαντώνη και της Δρακομαρίας, και είχαν και δύο δρακόπουλα παιδιά ,την Φανερούλα και τον Γοργουλίνο.
Η Βικοακτίνα μιλούσε συνεχώς στο κινητό ενώ τα δρακόπουλα έκαναν την κατάσταση εκτός ελέγχου. Η Φανερούλα
δεν αποφάσιζε τι θα φορέσει και προσπαθούσε να ξεμπλέξει τα μαλλιά της, ενώ ο αδερφός της ο Γοργουλίνος, που ήταν πάντα πεντακάθαρος και πάντα τακτοποιημένος είχε ήδη ντυθεί την ολοκαίνουργια και σιδερωμένη κόκκινη με μαύρες βούλες στολή της πασχαλονυχτερίδας, με τα μαύρα παπουτσια αστραφτερά και τις κόκκινες κεραίες του τεντωμένες!
Ο φίλος τους ο Στριμήτρης ήταν στο δικό του κάστρο, στο Χιλιοχώρι, απέναντι από το δικό τους – τους χώριζε ο Μεγαλοπόταμος, καθόταν με το κινητό στο χέρι κι ανέβαζε βιντεάκια στο ίντερνετ, όπως συνήθως! Του άρεσε πολύ η τεχνολογία!
Μαζί του ήταν και ο φίλος τους ο Θουγούς, που ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία, ο οποίος ετοιμαζόταν στο καστράκι του, στη Νερούπολη του Βορρά,χτενίζοντας την τριχωτή ουρά του και βάζοντας ζελέ, για να μην χαλάσει όσο θα πετάει για να πάει στη γιορτή. Την πρόσεχε πολύ την τριχοουρά του, γιατί δεν είχε καθόλου μαλλιά στο κεφάλι του!
Σε λίγο ήταν όλοι τους έτοιμοι.Από το Νότο οι δρακοπαππούδες φορτωμένοι με τα γλυκά και τα ψωμιά και τα τσουρέκια, η οικογένεια των Δρακοπαιδίων από την Ανατολή, ο Στριμήτρης από τη Δύση και ο Θουγούς από τον Βορρά ξεκίνησαν για να φθάσουν στην ώρα τους στον Μεσότοπο, στον Δρακαντώνη και στην Δρακομαρία, που ήταν, που αλλού; , στη μέση της Δρακοπετροχώρας!
Πέταξαν πάνω από θεόρατα βουνά και τεράστια ποτάμια, από βαθιές λίμνες και γεμάτα με πανύψηλα δέντρα δάση, από απέραντες θάλασσες γεμάτες με μικροσκοπικά νησιά, με καταιγίδες, αστραπές, βροντές και χιόνια, αλλά έφτασαν όλοι την κατάλληλη στιγμή στον Μεσότοπο.
Οι ψησταριές ήταν γεμάτες με κάθε λογής λαχανικό, χορταρικό και φρούτο (οι δράκοι μας τρώνε μόνο χόρτα, φρούτα και λαχανικά), οι κανάτες γεμάτες με εξωτικά φρουτοποτά, η ορχήστρα των πουλιών και των εντόμων και των ζώων έπαιζε υπέροχες Μεγαλοκυριακάτικες μουσικές, ήταν όλα σας να βγήκαν από παραμύθι!
Η Φανερούλα πετούσε από τον έναν στον άλλο γελώντας, διασκεδάζοντας όλους με το κέφι της! Ο Γοργουλίνος, χόρευε και ήταν μες την τρελή χαρά, προσέχοντας μην λερώσει τη στολή του! Ο Στριμήτρης με την κάμερα του κινητού έβγαζε φωτογραφίες, βιντεοσκοπούσε τα πάντα και τα ανέβασε στο ίντερνετ! Τέλος, ο Θουγούς , με μια κανάτα φρουτοποτό έπινε κι έτρωγε αχόρταγα, κουβεντιάζοντας πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον, πότε με όλους μαζί!
Έτρωγαν από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ, δεν έμεινε κολοκυθάκι, πιπεριά,μελιτζάνα,μανιτάρι, καρότο, μπρόκολο, μελιτζάνα , κρεμμύδι, ντομάτα, πατάτα , ούτε για ψίχουλο! Οι κανάτες με τους χυμούς από πορτοκάλι, βερύκοκο, αχλάδι, μανταρίνι, ρόδι, μάγκο, καρότο, μπανάνα, λεμόνι, μήλο, ανανά, σμούθις, γέμιζαν και άδειαζαν συνεχώς, δεν έμεινε σταγόνα στο τέλος! Μαζί τους βέβαια μετά από λίγο κάθησαν στο τραπέζι και τα μέλη της ορχήστρας, και τσιμπολογούσαν από εδώ κι από εκεί ότι ήθελε ο καθένας, αλλιώς δεν γινόταν να τελειώσουν!
Ο καιρός ήταν ο καταλληλότερος γι’αυτό το δρακοτραπέζωμα. Δεν είχε κρύο, αλλά νιφάδες χιονιού έπεφταν ανάμεσά τους, δρόσιζαν τα ποτά τους, κι έκαναν τις φλόγες τους να μην ενοχλούν κανέναν από τους μικρούς νέους φίλους τους, που όσο νά’ναι, ήταν αυτό που φοβόντουσαν περισσότερο όταν ήταν κοντά σε δράκους! Αυτό, και το ότι μέχρι τότε, πίστευαν ότι οι δράκοι είναι κακοί, τρώνε ότι ζωντανό κινείται κοντά τους , ακόμα κι όταν δεν πεινάνε. Βλέποντας όμως ότι τα φαγητά ήταν όλα λαχανικά και φρούτα και χόρτα, άλλαξαν κάθε ιδέα που είχαν για αυτούς και για τις συνήθειές τους.
Μετά το φαγοποτογλέντι, κάθησαν όλοι γύρω από τις φωτιές, πάνω από τις άδειες πιατέλες και τις κανάτες, οι δράκοι, τα ζώα της ορχήστρας, τα πουλιά και τα έντομα, τα μικρά και τα μεγάλα, κι αρχίσαν να τραγουδάνε, να χορεύουν, να γελάνε, να συζητάνε, να περιγράφουν ταξίδια κι εμπειρίες, περιστατικά αστεία κι επικίνδυνα, να γνωρίζονται μεταξύ τους, να γίνονται φίλοι, να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο, να διαπιστώνουν πόσο πολλά τους ενώνουν και πόσο λίγα τους χώριζαν.
Από τώρα και στο εξής, ο Στριμήτρης άφησε από το χέρι το κινητό, ο Θουγούς σταμάτησε το αχόρταγο φαγοπότι, η Φανερούλα κατάλαβε ότι η εμφάνιση δεν είναι τόσο σημαντική, ο Γοργουλίνος έπαιζε ανέμελα με τους νέους του φίλους κι ας λέρωνε τη στολή του, ο Χριστοδόντης και η Βικοακτίνα αγκαλιασμένοι άφηναν τα τηλέφωνα να χτυπάνε και την ιπτάμενη δρακοβελέντζα ξεσκέπαστη να χιονίζεται. Οι δρακοπαππούδες, Αντώνης, Μαρία, Γιώργος και Φανή χαίρονταν για την οικογένειά τους ακόμα πιό πολύ, βλέποντας τους όλους τόσο αλλαγμένους κι αγαπημένους, μεταξύ τους και με τους νέους τους φίλους.
Έγιναν όλοι φίλοι μεταξύ τους, αντάλλαξαν όρκους αχώριστης αγάπης, ανακάλυψαν ότι όλοι τους γελούσαν και διασκέδαζαν και χαίρονταν με τον ίδιο τρόπο, αλλά κι επίσης ότι όλους τους απασχολούσαν, τους στενοχωρούσαν και τους πονούσαν τα ίδια πράγματα! Υποσχέθηκαν ότι θα διαφημίσουν αυτή την υπέροχη γιορτή από άκρη σε άκρη σε όλα τα μέρη της Δρακοπετροχώρας αλλά και πέρα από αυτή, να την μάθουν και όλοι όσοι δεν μπορούσαν να είναι μαζί τους, να καταλάβουν όλοι πόσο όμορφα περάσαν μαζί με τους Δράκους, με τα ζώα του δάσους, τα πουλιά, τα έντομα, πόσα κοινά χαρακτηριστικά έχουν, αλλά και πόσο συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, με την διαφορετικότητά τους!
Πλέον, το μόνο που τους έμενε, ήταν να αρχίσουν να κάνουν παρέα και με ανθρώπους, κάτι που υποσχέθηκαν να το προσπαθήσουν, στο επόμενο Τραπέζι των Δράκων, στην επόμενη Μεγαλοκυριακή! Βέβαια, όταν ακούστηκε η ιδέα αυτή, τραντάχτηκε όλη η παρέα από τα γέλια, καθώς φάνηκε τρελό κι ανήκουστο και όνειρο και επιστημονική φαντασία και παραμύθι και όλα αυτά μαζί, αλλά ποιός ξέρει; Παραμύθι δεν ήταν κι αυτό που έζησαν στο τραπέζι αυτό; Ίσως κάποτε γίνει πραγματικότητα και το Μεγαλοκυριακάτικο Τραπέζι με ανθρώπους!!!