Κάμποσα χρόνια πριν, στα χιονισμένα βουνά της Σιέρρα Νεβάδα, γεννήθηκε ένα πολύ ξεχωριστό λυκάκι που το έλεγαν Τζον-Λουπ. Το λυκάκι μας ήταν μικρό και χαριτωμένο. Ίσως πολύ πιο μικρό από τα άλλα λυκάκια αλλά στην όψη ήταν πάντα θυμωμένο και αγριωπό. Βλέπετε, δεν του άρεσε ούτε ο τόπος ούτε ο τρόπος που ζούσε εκεί ψηλά. Έπρεπε συνεχώς να είναι με άλλους λύκους αφού απαγορευόταν να κάνει βόλτες μόνο του. Ακόμη, ήταν υποχρεωμένο να ακούει πιστά τον πατέρα του, που δεν τον συμπαθούσε καθόλου γιατί ήταν άγριος και αυταρχικός.
– Τρέξε γρήγορα…γύρνα πίσω…κάτσε κάτω…ήταν λίγα απ’ όσα άκουγε καθημερινά.
Ο χρόνος κυλούσε, το λυκάκι όλο και μεγάλωνε, ώσπου μια μέρα έφτασε να δείχνει ο πιο τρομερός και φοβερός λύκος της περιοχής. Το καφετί του χρώμα, τα μελιά του μάτια, τα καλογυμνασμένα του πόδια και η καλή του καρδιά τον έκαναν να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους λύκους. Όλοι τον σέβονταν και τον θαύμαζαν, εκτός από τον πατέρα του που συνέχιζε να τον υποτιμά και να τον προσβάλει.
Μια μέρα όμως, συνέβη κάτι που εξαγρίωσε για τα καλά τον Τζον και άλλαξε τα πάντα στη ζωή της οικογένειας Λουπ. Ο πατέρας του, είχε γυρίσει τρομερά απογοητευμένος στη φωλιά τους, αφού δεν κατάφερε να πιάσει κάτι στο κυνήγι για το μεσημεριανό τους τραπέζι. Η μάμα του, χωρίς να γνωρίζει την ατυχία του, τον ρώτησε με χαρά:
– Τι καλό θα φάμε σήμερα;
Τότε, ο πατέρας του Τζον, νομίζοντας πως η γυναίκα του τον περιπαίζει, όρμησε θυμωμένος πάνω της και άρχισε να τη δαγκώνει με ορμή για να την τιμωρήσει.
– Κανείς εδώ δεν είναι ικανός να με κοροϊδέψει, της ούρλιαξε, δείχνοντας τρελαμένος τα κοφτερά του δόντια.
Ο Τζον-Λουπ, ο οποίος παρακολουθούσε τη σκηνή από μακριά, έτρεξε προς τη μητέρα του, ρίχνοντας ένα περιφρονητικό βλέμμα στον αγριεμένο λύκο που άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται. Αφού φρόντισε την πληγή της μητέρας του, την άφησε να ξεκουραστεί και της υποσχέθηκε πως δεν θα επέτρεπε ποτέ ξανά να συμβεί κάτι τέτοιο. Όσο όμως οι μέρες περνούσαν, η μητέρα του εξακολουθούσε να μη νιώθει καλά. Τι κι αν η πληγή από τις δαγκωματιές είχε κλείσει; Μέσα της, στην ψυχή της ένιωθε έναν πόνο που δεν μπορούσε να γιατρευτεί.
Ο Τζον δεν μπορούσε να την βλέπει σε αυτή την κατάσταση. Πλησίασε σιγά σιγά κοντά και της είπε:
– Μητέρα, εσύ και τα αδέρφια μου είστε ό,τι πιο πολύτιμο έχω και δεν θα αφήσω κανέναν να σας ξαναπληγώσει. Θα πάω να δουλέψω, θα βρω μπόλικο φαγητό για να ζήσουμε όλοι μας και θα φύγουμε από αυτό το μέρος.
Τότε, δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της μητέρας που κατάλαβε ότι θα αποχωριζόταν το γιο της. Και δυο μικρές σταλίτσες έπεσαν πάνω στο πρόσωπό της από τα μάτια του Τζον-Λουπ, που δεν μπορούσε και ο ίδιος να κρατήσει τα δάκρυά του.
«Κι εκεί που ενώθηκαν τα δάκρυα, ενώθηκαν και οι ψυχές τους, νίκησε η αγάπη τους και βρήκαν τη γαλήνη.»
Η μητέρα του άρχισε να νιώθει καλύτερα και ο ίδιος έφυγε αποφασισμένος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Τίποτα όμως δεν θα ήταν εύκολο για τον καλό μας λύκο. Πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν πως μπορούσαν να τον ξεγελάσουν και δυστυχώς κάποιοι το κατάφεραν.
– Παλιόφιλε, Τζον! Έμαθα πως έφυγες από τη φωλιά σου και ψάχνεις μπόλικο φαγητό για τους δικούς σου.
– Βλέπω τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα στην αγέλη.
– Έχω μια σπουδαία προσφορά για σένα.
– Σε ακούω, λοιπόν!
– Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι τρεις φορές την εβδομάδα, να μεταφέρεις τρεις σάκους με τροφή, στο τρίτο χωριό που θα βρεις μπροστά σου κατεβαίνοντας το τρίτο βουνό.
– Και τι θα κερδίσω;
– Μια φορά την εβδομάδα ένα τέτοιο σακί με τροφή θα γίνεται δικό σου.
– Σε λίγες εβδομάδες θα έχω αρκετά σακιά με τροφή για να φροντίσω τους δικούς μου, μονολόγησε. Δεν το σκέφτηκε πολύ και δέχτηκε τη συμφωνία.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Τζον-Λουπ μάζευε την τροφή του και έκανε το ίδιο δρομολόγιο γεμάτος χαρά και ανυπομονησία. Ένα βράδυ όμως, αποδείχθηκε καταστροφικό για τον ίδιο αφού λίγο πριν παραδώσει τα σακιά τρεις φύλακες του χωριού τον έπιασαν και τον οδήγησαν στην φυλακή.
– Θα μείνεις εδώ μέχρι να τιμωρηθείς όπως σου αξίζει, του φώναξε απειλητικά ο αρχιφύλακας.
Ο Τζον που δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι είχε συμβεί έπεσε χάμω απελπισμένος και άρχισε να δακρύζει.
– Τώρα δεν θα μπορέσω ποτέ να βοηθήσω τη μητέρα και τα αδέρφια μου, σκέφτηκε.
– Μην κλαις, δεν θα σε ωφελήσει, τον συμβούλεψε μια αλεπουδίτσα που βρισκόταν στο βάθος του κελιού. Έλα, πες μας την ιστορία σου. Γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Οι δυο τους άρχισαν να μιλούν για ώρες, ώσπου ο αγαπημένος μας λύκος τα κατάλαβε όλα. Για την παγίδα που του έστησαν, για την κλεμμένη τροφή, για τον φόβο που προκαλεί στους ανθρώπους όταν τον βλέπουν. Τελικά, δεν γνώριζε τόσα πολλά όσα νόμιζε. Μίλησαν όμως και για την αλεπουδίτσα, για τη ζωή της, τα όνειρά της, για τις κότες που έφαγε και την οδήγησαν στην αιχμαλωσία. Έγιναν αχώριστοι φίλοι, πώς θα μπορούσαν να χωριστούν άλλωστε, αφού το κελί τους ήταν καλά κλειδωμένο.
Μια ανοιξιάτικη μέρα που όλα ήταν φωτεινά και καταπράσινα, ο Τζον Λουπ θέλησε να ξυπνήσει την αλεπουδίτσα για να χαζέψουν τα πουλιά που πετούσαν χαρούμενα κι ελεύθερα στον ουρανό. Όμως, η αλεπουδίτσα ένιωθε πολύ κουρασμένη και ψηνόταν στον πυρετό. Ο Τζον ζήτησε τη βοήθεια του φύλακα αλλά εκείνος δεν του έδωσε καμιά σημασία. Λεπτό με το λεπτό, η αλεπουδίτσα γινόταν όλο και πιο αδύναμη, ώσπου στο τέλος δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Ο Τζον στάθηκε στο πλάι της και είδε τα μάτια της να βουρκώνουν. Δάκρυα κύλησαν στα τρυφερά της μάγουλα. Και δυο μικρές σταλίτσες έπεσαν πάνω στο πρόσωπό της από τα μάτια του Τζον-Λουπ, που δεν μπορούσε και ο ίδιος να κρατήσει τα δάκρυά του.
«Κι εκεί που ενώθηκαν τα δάκρυα, ενώθηκαν και οι ψυχές τους, νίκησε η αγάπη τους και βρήκαν τη γαλήνη.» Η αλεπουδίτσα άρχισε να νιώθει καλύτερα και μέχρι την επόμενη μέρα είχε γίνει περδίκι.
Δεν πέρασε μια βδομάδα και ο αρχιφύλακας πήρε την απόφαση να ελευθερώσει τον λύκο. Ο ίδιος, πέταξε από τη χαρά του και πριν αποχαιρετήσει την αλεπουδίτσα της εκμυστηρεύτηκε πως θα κάνει τα πάντα για να τη βγάλει από το κελί. Επειδή όμως, πάντα ήθελε να κρατά τις υποσχέσεις του έπρεπε πρώτα να τρέξει να βρει τους δικούς του που τόσο καιρό είχε να μάθει νέα τους.
Μα, όταν έφτασε στη φωλιά της οικογένειας Λουπ μια κακή είδηση τον περίμενε. Ο πατέρας του είχε αρρωστήσει βαριά και τα αδέρφια του δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά να τον βοηθήσουν. Ένας κυνηγός τον χτύπησε με σφαίρα στο στήθος και ο άλλοτε άγριος και αυταρχικός λύκος είχε χάσει τη δύναμη και την πυγμή του. Η μητέρα του μόλις τον είδε άστραψε από χαρά και έτρεξε κοντά του να τον υποδεχτεί. Για μια στιγμή ο Τζον στράφηκε προς τον πατέρα του.
– Γιε μου, είπε με χαμηλή φωνή. Ίσως είναι η ώρα να πληρώσω για τα λάθη μου. Θέλω όμως να με συγχωρέσεις. Λυπάμαι που φέρθηκα έτσι. Αξίζεις πολλά περισσότερα από αυτά που μπόρεσα να σου προσφέρω.
– Πατέρα μου, σε συγχωρώ. Κι εγώ, δεν κατάφερα να προσφέρω όσα ήθελα στα αδέρφια μου και στη μητέρα. Λυπάμαι που σας άφησα…
Τότε, δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του πατέρα που κατάλαβε το μεγαλείο που είχε στην ψυχή του ο γιος του. Και δυο μικρές σταλίτσες έπεσαν πάνω στο πρόσωπό του από τα μάτια του Τζον-Λουπ, που δεν μπορούσε και ο ίδιος να κρατήσει τα δάκρυά του.
«Κι εκεί που ενώθηκαν τα δάκρυα, ενώθηκαν και οι ψυχές τους, νίκησε η αγάπη τους και βρήκαν τη γαλήνη.»