Η νεράιδα της άνοιξης της Φωτεινής Ντούρα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ήρεμη, μικρή πόλη, ζούσε η Χαριτίνη. Ήταν ένα ευγενικό και γλυκό κορίτσι. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, κυματιστά και πυρόξανθα. Τα μάτια της ήταν καστανά και μεγάλα. Ζούσε μόνη της σε ένα σπιτάκι με αυλή και είχε για συντροφιά ένα μικρό σπουργίτι, τον Πίκι.
Η Χαριτίνη ήθελε να ταξιδέψει για να γνωρίσει τον κόσμο, όμως φοβόταν. Φοβόταν τους άγνωστους κινδύνους.
Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, είπε η Χαριτίνη στον Πίκι, «Αχ πώς θα ‘θελα να ‘χα φτερά σαν τα δικά σου και να πετάω όπου θέλω…».
«Ίσως να υπάρχει τρόπος. Υπάρχει ένα ξωτικό στο παγωμένο δάσος, που λένε ότι ξέρει τα πάντα! Ίσως να μπορεί να σου πει τι να κάνεις.», της απάντησε ο Πίκι.
«Όμως οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στο παγωμένο δάσος. Κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει εκεί. Μπορεί να είναι επικίνδυνο.», είπε εκείνη και σταμάτησαν τη συζήτηση.
Το ίδιο βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι για να κοιμηθεί, συλλογιζόταν: «Κανείς δεν πηγαίνει στο παγωμένο δάσος, δε μπορώ να πάω εγώ μόνη μου. Κι αφού κανείς δεν πάει, πώς ξέρουν ότι είναι επικίνδυνο; Μπορεί να είναι σαν όλα τα συνηθισμένα δάση, χωρίς κάποια φοβερή απειλή. Εφόσον όμως, όλοι φοβούνται, μήπως εγώ είμαι ανόητη που σκέφτομαι να πάω;». Το βράδυ κοιμήθηκε τυλιγμένη με αυτό το δίλημμα.
Την επόμενη μέρα, αφού καλημέρισε τον Πίκι, του είπε, «Καλέ μου φίλε, το αποφάσισα. Θέλω να πάω στο παγωμένο δάσος να βρω το ξωτικό. Θα με ακολουθήσεις;». Ο Πίκι απάντησε θετικά και έκανε πολύ χαρούμενη τη φίλη του. Αφού λοιπόν, πήρε μερικά πράγματα μαζί της η Χαριτίνη, ξεκίνησαν για την πρώτη τους μεγάλη περιπέτεια.
Πήραν το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, διέσχισαν μερικά χωράφια, προχωρούσαν για ώρα, μέχρι που άρχισαν να βλέπουν τα πρώτα δέντρα του δάσους. Είχε δέντρα ψηλά με κορμούς χοντρούς και τεράστια κλαδιά. Το έδαφος ήταν γεμάτο άγριες πέτρες και τα πόδια της Χαριτίνης πονούσαν. Τα παπούτσια της δεν ήταν κατάλληλα για περπάτημα σε δάσος. Κανείς τους δε μιλούσε. Είχαν μαγευτεί από το θέαμα, από την παγωμένη ομορφιά του δάσους. Τα κλαδιά που χτυπούσαν μεταξύ τους και τα ξερά φύλλα που πατούσε, έκαναν τη Χαριτίνη να φοβάται. Πού θα την έβγαζε άραγε αυτή η αναζήτηση, αναρωτιόταν. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως κάτι κακό θα συνέβαινε σ’ αυτό το άγνωστο μέρος;  Όσο έμπαιναν πιο βαθιά στο δάσος, τόσο πιο σκοτεινά ήταν. Όσο πιο σκοτεινά γινόταν, τόσο περισσότερο ένιωθε το στομάχι της να πονάει. Τα κλαδιά απλώνονταν πάνω απ’ το κεφάλι της και ελάχιστες αχτίδες φωτός περνούσαν ανάμεσά τους.
Μετά από λίγο, είδαν το ξωτικό. Ήταν ένα μικροκαμωμένο πλασματάκι, με καστανά μαλλιά και μακριά γένια. Δεν φαινόταν τρομακτικό, αλλά ούτε ιδιαίτερα φιλικό. Το πλησίασαν και η Χαριτίνη του είπε, «Γεια σου ξωτικό. Ο φίλος μου ο Πίκι, το σπουργίτι, μου είπε ότι ξέρεις τα πάντα. Μήπως ξέρεις πώς θα μπορούσα να αποκτήσω φτερά;»
«Και τι τα θέλεις τα φτερά;», τη ρώτησε.
«Για να πηγαίνω όπου θέλω. Θα μου πεις τον τρόπο;», του απάντησε αυτή.
«Λίγο πιο κάτω, θα βρεις έναν ποταμό. Μπες μέσα να κολυμπήσεις. Πρέπει να μείνεις ένα βράδυ μέσα στη σπηλιά που βρίσκεται εκεί δίπλα. Θα φύγεις μόνο αφού φέξει, αλλά πρέπει να αφήσεις εκεί κάτι δικό σου.». Η Χαριτίνη ευχαρίστησε το ξωτικό και συνέχισαν το δρόμο τους, ώσπου έφτασαν.
Ήταν ο ποταμός και ένας καταρράκτης. Η Χαριτίνη χαμογέλασε μόλις αντίκρισε το θέαμα. Και επειδή δεν της είχε πει ψέματα το ξωτικό και επειδή ήταν το ομορφότερο μέρος που είχε δει μέχρι τότε. Ο ποταμός ήταν πεντακάθαρος με έντονο γαλαζοπράσινο χρώμα. Ήταν τόσο διαυγής, που μπορούσες να δεις τα χρώματα από όλες τις πέτρες που βρισκόταν στον πάτο του. Η Χαριτίνη έβαλε μέσα τα πόδια της και διαπίστωσε πως το νερό ήταν παγωμένο. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και τελικά βούτηξε μέσα και κολύμπησε. Στην αρχή, ένιωσε να υποφέρει από το κρύο, μετά από μερικά λεπτά όμως, συνήθισε τη θερμοκρασία και δεν της ήταν τόσο δυσάρεστο.
Όταν βγήκε απ’ το νερό και κάθισε να στεγνώσει, ήρθε δίπλα της ένα όμορφο, μικρό ελάφι. «Γεια σου κοριτσάκι! Ζεστάθηκες και μπήκες στον ποταμό;», τη ρώτησε. «Όχι», του απάντησε εκείνη, «το κάνω γιατί θέλω να αποκτήσω φτερά». «Φτερά; Τι να τα κάνεις τα φτερά;», την ξαναρώτησε το ελαφάκι. «Θέλω πολύ να πετάω σαν τα πουλιά.», είπε η Χαριτίνη. «Να πετάς σαν τα πουλιά; Χαχαχα! Τι ανόητο!», είπε αυτό γελώντας.
Αρχικά, της φάνηκε γλυκό αυτό το ελαφάκι, αλλά μετά από αυτά τα λόγια, ένιωσε να το αντιπαθεί. Της φάνηκε σα να την κοροϊδεύει. «Μα γιατί να το κάνει αυτό;», αναρωτήθηκε. Η Χαριτίνη δεν του απάντησε κάτι, απλά απομακρύνθηκε. Δε μπόρεσε όμως να απομακρύνει τα λόγια του από τη σκέψη της. Τα συλλογιζόταν και ένιωθε μια ενόχληση.
Όταν βράδιασε, πήγαν με τον Πίκι να κοιμηθούν στη σπηλιά που ήταν πίσω από τον καταρράκτη. Τότε, ρώτησε τον φίλο της, «Πίκι, νομίζεις ότι είναι ανόητο που θέλω να αποκτήσω φτερά;». Ο Πίκι, που είχε ακούσει τη συζήτησή της με το ελαφάκι, είπε «Όχι Χαριτίνη μου. Δεν το θεωρώ ανόητο. Είναι η επιθυμία σου και αφού ξέρεις ότι θα σε κάνει χαρούμενη, καλά κάνεις και το προσπαθείς. Ανόητο θα ήταν αν σταματούσες να προσπαθείς, μόνο και μόνο επειδή σε κορόιδεψε κάποιος». Η Χαριτίνη κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να αμφιβάλει. Ένιωσε πολύ τυχερή που είχε ένα φίλο τόσο καλό. Τα λόγια του Πίκι της έδωσαν πίσω τη δύναμη της θέλησής της, που είχαν κλέψει τα λόγια του ελαφιού.
Μετά τη μικρή τους συζήτηση, συνειδητοποίησαν πως είχε πολύ κρύο μέσα στη σπηλιά. Η Χαριτίνη και ο Πίκι άρχισαν να τρέμουν. Τον πήρε στις χούφτες της, κοντά στο πρόσωπό της και τον ζέσταινε με την ανάσα της. Απ’ τα βάθη της σπηλιάς όμως, ακουγόταν ήχοι φοβεροί και τρομεροί! Η Χαριτίνη παρόλα αυτά, δε σηκώθηκε να φύγει. Ό, τι κι αν έβγαινε από τη σπηλιά, ήταν έτοιμη να το αντιμετωπίσει. Είχε φτάσει πολύ κοντά στο όνειρό της και δεν ήθελε να το παρατήσει. Βήματα βαριά ακουγόταν, βροντερές φωνές, θυμωμένες και εξαγριωμένες! Και κάπου κάπου ουρλιαχτά! Οι δύο φίλοι φοβόντουσαν πολύ! «Τι λες να είναι εκεί μέσα Πίκι;», ρώτησε η Χαριτίνη, περιμένοντας να ακούσει λόγια παρηγορητικά. Ο Πίκι όμως απάντησε απλά «δεν ξέρω», κάτι που δεν την καθησύχασε καθόλου. Τα βήματα και οι φωνές όμως, δεν τους πλησίαζαν, έμεναν μακριά. Ήταν τόσο τρομακτικά όλα αυτά όμως, που δε μπόρεσαν να κοιμηθούν μέχρι να ξημερώσει.
Σαν είδε η Χαριτίνη δυο αχτίδες ήλιου το πρωί, σηκώθηκε και βγήκε γρήγορα απ’ τη σπηλιά. Είχε επιτέλους ξημερώσει. Η δοκιμασία της είχε φτάσει στο τέλος. Μπορούσε πια να φύγει από αυτή τη σπηλιά που την είχε δημιουργήσει τόση ταραχή. Έβαλε τον Πίκι στον ώμο της και άφησε δίπλα στον καταρράκτη ένα κλαδί με μυρωδάτα άνθη αμυγδαλιάς. Το είχε κόψει απ’ την αυλή του σπιτιού της και το κουβαλούσε μαζί της από την αρχή του ταξιδιού. Λίγο πριν απομακρυνθούν εντελώς από τον ποταμό, ακούστηκε μια φωνή από τη σπηλιά «Σαν της αμυγδαλιάς τα άνθη να ‘ναι και τα φτερά σου. Την ίδια εποχή να βγαίνουν και να ‘ναι όμορφα πολύ. Θα ‘σαι μια νεράιδα της άνοιξης.»
Μια λάμψη βγήκε από μέσα της κι ο Πίκι κατατρόμαξε και φτερούγισε μακριά της. Το φόρεμά της σκίστηκε σε δύο σημεία στην πλάτη. Εκεί άρχισαν να μεγαλώνουν δύο μεγάλα όμορφα φτερά, σαν πέταλα αμυγδαλιάς. Η Χαριτίνη γυρνούσε γύρω γύρω και προσπαθούσε να τα δει! Η έκπληξή της ήταν μεγάλη! «Έβγαλα φτερά!», φώναξε ενθουσιασμένη, «Έβγαλα φτερά!». Και τότε, πέταξε από τη χαρά της! Πέταξε πάνω από τα δέντρα και τον καταρράκτη. Είδε τη θέα από ψηλά και ένιωσε μια απίστευτη ευτυχία. Ο Πίκι την έφτασε, άρχισαν μαζί να πετάνε προς το σπίτι και δε σταμάτησαν να χαμογελούν στη διαδρομή. Η Χαριτίνη έγινε μια νεράιδα της άνοιξης και με το που άνθιζε το πρώτο μπουμπούκι αμυγδαλιάς στο δέντρο της αυλής της, έβγαιναν τα φτερά της. Γνώρισε νέες πόλεις και ταξίδεψε σε μέρη ξεχωριστά. Πετούσε ευτυχισμένη όπου ήθελε με τον Πίκι συντροφιά. Κι έζησαν οι δυο φίλοι καλά, κι εμείς καλύτερα.

Διαβάστε επίσης  Η Πηγή του βουνού της Σιαρβαλή

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Προβλεπτικοί παράγοντες της ανάγνωσης και της ορθογραφίας

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προβλεπτικοί παράγοντες της ανάγνωσης και της

Προγεννητική έκθεση στον καπνό: Δυσμενείς επιπτώσεις στα παιδιά

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προγεννητική έκθεση στον καπνό: Δυσμενείς