Μικροί παραμυθάδες
-Μα είναι περίεργο, σου λέω, να αναφέρεσαι σε εσένα ενώ μιλάς εσύ η ίδια, Αθηνά.
-Εσύ δεν ξέρεις, Ρένο. Έτσι γράφουν οι συγγραφείς.
-Και για ποιον χάρτη λες; Δεν υπάρχει κανένας χάρτης.
-Μα ο Xάρτης του Παππού. Θα τον κλέψω μαζί με τον Γιώτη από το συρτάρι που τον έχει αποθηκευμένο.
-Ο Γιώτης, δηλαδή, είναι σύμφωνος με το σχέδιο;
-Μην είσαι φοβητσιάρης, Ρένο. Εδώ και καιρό σκεφτόμασταν πως πρέπει επιτέλους να φτάσει στα χέρια μας αυτός ο χάρτης. Ο Γιώτης πιστεύει πως η κατάλληλη στιγμή είναι την Κυριακή μετά την εκκλησία που ο παππούς και η γιαγιά θα πάνε επίσκεψη στην πόλη.
Τα δυο παιδιά βάλθηκαν να γίνουν μικροί παραμυθάδες και με το γράψε-σβήσε- μάλωσε τους πήρε βράδυ να τελειώσουν την πρώτη τους προσπάθεια. Η φωνή της γιαγιάς προς την μικρή Αθηνούλα, όπως την αποκαλούσε, για να την βοηθήσει με τα πιάτα ήταν η αιτία να αποχαιρετιστούν οι δύο καλοί φίλοι.. Την πόναγε η μέση της την κακομοίρα και δεν έφτανε να τα τοποθετήσει στα πάνω ντουλάπια της κουζίνας.
-Γιαγιά, να σε ρωτήσω κάτι;
-Ό,τι θες κοκόνα μου μονάχα μην σταματάς με τα πιάτα.
– Πιστεύεις στους κρυμμένους θησαυρούς;
-Όσο υπήρχαν λυρίτσες, Αθηνούλα, πίστευα και σε δαύτους, τώρα μονάχα στους ανθρώπους θαρρώ. Πού και πού κάποιοι ζαν και σα θησαυροί. Χασκογέλασε η γιαγιά μόνη της.
-Δηλαδή, γιαγιά;
-Δηλαδίς, κοκόνα μου, να όπως ο κυρ Δημήτρης ο γιατρός. Άγιος άνθρωπος. Τόσες φορές έχει βοηθήσει χωριανούς και ακούω και στην Αθήνα τα ίδια θαύματα κάμει. Ή η κόρη του κυρ Θωμά που είναι καθηγήτρια και βοηθάει τα ορφανά. Αυτοί είναι πραγματικοί θησαυροί!
-Μα, όμως…. κρατς! Ακούστηκε ξαφνικά να γλιστράει από τα μικρά χεράκια της Αθηνούλας ένα πιάτο χρώματος πράσινου και να σκορπίζει τα κομμάτια του στο ψηφιδωτό πλακάκι της κουζίνας.
-Αχ γιαγιούλα μου μη με μαλώσεις δεν το ήθελα. Άρχιζε να κλαίει η μικρή Αθηνούλα.
-Σώπα σώπα. Εμ θησαυρούς έχεις στο μυαλό σου και πάει το σερβίτσιο. Άρχισε να χασκογελάει πάλι η γιαγιά Αθανασία.
-Μπρος σύρε φέρε την σκούπα και μην κλαις, κοτούλα μου.
Όταν πια τελείωσε τα καθήκοντα Σταχτοπούτας η Αθηνούλα πήγε κουρασμένη να πλύνει τα δόντια της και να τρέξει στο δωμάτιο για να ακούσει τα νέα του αγαπημένου της αδερφού, που πριν λίγο είχε μπουκάρει σαν σίφουνας στο δωμάτιο. Ήταν, ωστόσο, πολύ αργά για τον μικρό αρχηγό, ο οποίος βρισκόταν στο όγδοο όνειρο ροχαλίζοντας και σιγοπαραμιλώντας.
Μόλις το κατάλαβε αυτό η μικρή μας φίλη έσφιξε στην αγκαλιά της το καφέ αρκουδάκι της και κουκουλώθηκε με την λεπτή κουβερτούλα της
Ο Φανταστικός Λόφος |
Όλα ήταν περίεργα αλλά ωραία. Σαν να υπήρχε μια νεφελώδης ατμόσφαιρα συνεχώς τριγύρω. Η Αθηνά φορούσε το αγαπημένο της καρό φορεματάκι και τα all star παπούτσια της που δεν τα αποχωριζόταν ποτέ. Όμως ήταν λερωμένα και τα γόνατά της ματωμένα.
-Λίγο ακόμα, Αθηνά. Έλα μπορείς. Αν σκαρφαλώσουμε αυτά τα βραχάκια, θα συναντήσουμε την πεδιάδα. Ακούστηκε δυνατά η φωνή του Ρένου.
-Μα πως θα τα καταφέρουμε; Μας τελειώνει και το νερό. Πληροφόρησε απελπισμένα η Αθηνά ενώ έκανε να κοιτάξει το παγούρι με το νερό.
-Να σκέφτεσαι πως ο Γιώτης και τα παιδιά μας χρειάζονται. Πρέπει να φτάσουμε στον Φανταστικό Λόφο και να ελευθερώσουμε τους φίλους μας.
-Είμαστε μόνο οι δυο μας κι εκείνοι έχουν ολόκληρο στρατό από αυτά τα ανθρωποφάγα φυτά που θα μας κατασπαράξουν με την μία. Συνειδητοποίησε οριακά έντρομη η Αθηνούλα.
-Μην το βάζεις κάτω. Έχουμε τον Χάρτη του Παππού και θα ακολουθήσουμε το μυστικό μονοπάτι που θα μας οδηγήσει ακριβώς στο μπουντρούμι που βρίσκονται φυλακισμένα τα παιδιά.
Μα τι συμβαίνει, άραγε; Ο Ρένος δεν πίστευε ποτέ στον χάρτη και τον Φανταστικό Λόφο και τώρα προσπαθεί να εμψυχώσει εμένα; Σκέφτηκε από μέσα της η μικρή Αθηνά. Και ο Γιώτης; Πώς κατάφερε να πιαστεί όμηρος από τον Βασιλιά του Φανταστικού Λόφου; Γιατί πήγε χωρίς εμένα εκεί πέρα και τώρα μόνη μου με τον φοβητσιάρη τον Ρένο πρέπει να τα βάλουμε με ολόκληρο στρατό; Όσο προσπαθούσε η Αθηνά να συγκεντρώσει τις σκέψεις της, τα τοπία που συναντούσε και οι εικόνες που έρχονταν τόσο κοντά στο οπτικό της πεδίο ήταν μαγικές. Τα βράχια που έπρεπε να σκαρφαλώνει ήταν τραχιά και δύσβατα, αλλά τα δέντρα που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά της ήταν καταπράσινα και πανύψηλα. Έμοιαζαν σαν κάτι εικόνες του Αμαζονίου που έβλεπε στην τηλεόραση ή σαν κάτι ταινίες επιστημονικής φαντασίας με δεινόσαυρους και φανταστικά πλάσματα. Αυτό έλειπε και η καρδιά της κουνήθηκε για λίγο από την θέση της στην σκέψη ότι μπορεί να της επιτεθεί κάποιος δράκος ή δεινόσαυρος. Και ποιος θα την βοηθήσει; Ο Ρένος;
-Πρόσεχε, Αθηνά; Φώναξε ο Ρένος και με μιας άπλωσε το χέρι του και ψιθύρισε κάτι λόγια που ακούστηκαν σαν Λατινικά.
Ω Θέε μου! Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ξανασκέφτηκε από μέσα της η μικρή Αθηνά. Ο Ρένος μόλις εξαφάνισε ένα πλάσμα με φτερά ιπτάμενου δράκου και πόδια πάπιας! Και το έκανε μόνο με τα λόγια του. Ω, μα τους πέντε ωκεανούς! που λέει και ο Θείος ο Πειρατής. Είμαι πράγματι μέσα στον Χάρτη του Παππού, ο Γιώτης είναι αιχμάλωτος στον Φανταστικό Λόφο και ο Ρένος αντί για φοβητσιάρης και μαμάκιας είναι ένας σοφός Μάγος με γυαλιά και μια τσάντα με βιβλία και φίλτρα.
-Αθηνά, έλα δώσε μου το χέρι σου. Φτάσαμε στην κορυφή. Άπλωσε το χέρι του ο μικρός Μάγος και τράβηξε την καλή του φίλη προς το μέρος του.
Οι δυο φίλοι έμειναν άναυδοι μπροστά στο θέαμα που αντίκριζαν. Ένα ελαφρύ αεράκι κυμάτιζε τα μαλλιά τους και δρόσιζε τα προσωπάκια τους ενώ μια απέραντη πεδιάδα απλωνόταν κάτω τους.
-Βλέπεις; Αυτή είναι η πεδιάδα των 7 ημερών. Λένε πως χρειάζεται κανείς από μία ημέρα για να διασχίσει κάθε στάδιό της. Το πρώτο είναι ο Βάλτος των Αναμνήσεων, ο οποίος παίζει με το μυαλό σου και τα αδύναμα κομμάτια της μνήμης σου. Το δεύτερο είναι Η Έρημος. Λένε πως φαινομενικά δεν έχει κανέναν κίνδυνο αλλά κάποιοι άλλοι θεωρούν πως αυτό που σου κάνει η Έρημος είναι να ξεχνάς για ποιον λόγο θέλεις να φύγεις από αυτήν και χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Το τρίτο είναι η Βρύση της Αλήθειας ως πέρασμα για το τέταρτο που είναι το Σπήλαιο. Αν περάσεις το Σπήλαιο, βγαίνεις στο πέμπτο στάδιο, την Πυξίδα της Φωτιάς. Λένε πως η Φωτιά θα σου δείξει τον δρόμο. Το έκτο στάδιο είναι το πιο δύσκολο. Λέγεται Αόρατο Λιβάδι και κρύβει ένα σωρό κινδύνους που δεν τους βλέπεις. Το έβδομο στάδιο πριν τον Φανταστικό Λόφο είναι….
-Ο Παράδεισος. Διέκοψε την φλυαρία του φίλου της η μικρή Αθηνά.
-Πολύ σωστά. Την επιβράβευσε ο μικρός μάγος διπλώνοντας τον Χάρτη του Παππού.
-Δεν έχουμε τόσο χρόνο μπροστά μας, Ρένο. Εφτά ημέρες είναι πολλές.
-Πολλές; Μα κανείς δεν έχει διασχίσει την πεδιάδα σε λιγότερο από τόσο; Απόρησε έντονα ο μικρός Μάγος σαν να του διαφεύγει κάτι.
-Δεν μπορείς να κοιμάσαι για εφτά ημέρες, Αθηνούλα. Τι παραμιλάς; Ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς Αθανασίας χασκογελώντας.
-Γιαγιά;
-Α κοτούλαμ. Η Μόρα σ’ έπιασε βραδιάτικο και κοιμάσαι του καλού καιρού;
-Η Μόρα; Ο Ρένος; Ο Γιώτης είναι καλά;
– Μη χειρότερα. Ο αδερφός σου τράβηξε νωρίς νωρίς με τον παππού του στο ρέμα. Ο φίλος σου ο Ρένος πέρασε και είπε πως το απόγεμα θα είναι στην βιβλιοθήκη. Όταν λέω πως δαύτο το παιδί δεν είναι στα καλά του. Διακοπές και αυτό σέρνει να διαβάσει;
-Ο Ρένος, γιαγιά, θα γίνει Μάγος κάποια μέρα.
– Δεν είμαστε με τα καλά μας. Το χαζοκούτι σας βάζει τέτοια χαμπέρια στο κεφάλι μέσα; Σήκω κι έχει έρθει μεσημέρι. Χασκογέλασε για άλλη μια φορά η γιαγιά Αθανασία κουνώντας το κεφάλι
Ο πραγματικός Φανταστικός Λόφος |
Αυτή η ημέρα ήταν η πιο περίεργη ημέρα της Αθηνάς. Τα έβλεπε όλα με άλλο μάτι και είχε για όλα μια διαφορετική εξήγηση. Περίμενε πώς και πώς να συναντήσει τον Ρένο και να του πει όσα είδε. Να του πει πως θα γίνει ένας μεγάλος Μάγος. Το ίδιο και στον Γιώτη. Να του πει πως δεν πρέπει να πάνε στον Φανταστικό Λόφο. Πάνω στην ανυπομονησία της κίνησε να πάει να βρει τον Ρένο και στον δρόμο συνάντησε τον παππού και τον Γιώτη.
-Στον φίλο σου τον Ρενάκο; Πάμε να τον πάρουμε και δαύτον και να σας πάω στο Βραχοτόπι. Πληροφόρησε ευδιάθετος ο παππούς.
Έτσι κι έγινε. Οι τέσσερεις τους έμοιαζαν σαν τρελοί επιστήμονες ηφαιστειολόγοι ή κάτι τέτοιο που έπαιρναν τα όρη και τα βουνά για να ερευνήσουν τα φαινόμενα της φύσης.
-Έχω να σας πω και στους δύο κάτι σημαντικό για τον Φανταστικό Λόφο. Μουρμούρισε στα γρήγορα η Αθηνά.
-Τι είπες κοτούλαμ;
-Τίποτα τίποτα, παππού. Χαμογέλασε η Αθηνά.
– Θα σας πω μια ιστορία που μου ήρθε τώρα ευθύς από τον πόλεμο. Πρόσθεσε ξαφνικά ο παππούς Ηρακλής.
-Τότε, που λέτε, δεν είχαμε τις τεχνολογίες και τα κάναμε όλα στα χαρτιά. Θυμάμαι έναν που ήμασταν μαζί κι ήταν αυτός που σχεδίαζε τις επιθέσεις και χαρτογραφούσε τις τοποθεσίες. Να δείτε που κάπου έχω φυλάξει κάτι χάρτες του…..
Σε αυτό το σημείο τα παιδιά παράτησαν ό,τι αμήχανο έκαναν και κοιτάχτηκαν σαν να είχαν ακούσει την είδηση του αιώνα.
-….Μια φορά λοιπόν αποφάσισε να κάνουμε επίθεση σε έναν λόφο…
-Τον Φανταστικό Λόφο; Ακούστηκαν και οι τρεις μαζί να απορούν φωναχτά.