Ο χορτοφάγος λύκος και τα τρία ορφανά γουρουνάκια της Παραμυθογιαγιάς

Ο χορτοφάγος λύκος και τα τρία ορφανά γουρουνάκια

 

– Μια φορά κι ένα καιρό στο κέντρο ενός πυκνού δάσους ζούσε ένας καλοκάγαθος χορτοφάγος λύκος με τα παιδάκια του, τρία λυγερόκορμα λυκόπουλα που μεγάλωσε μόνος του όταν πέθανε η γυναίκα του. Τότε λοιπόν ο λύκος ανασκουμπώθηκε κι όλη τη ζωή του την αφιέρωσε με χαρά αλλά και αυταπάρνηση στα παιδιά του. Δεν ήταν πλούσιος, μα ένα μικρό περιβόλι, ένα χωραφάκι και μερικά οπορωφόρα δέντρα, ήταν αρκετά να τρώει όλη η οικογένεια και το περίσσευμα να το πουλάει στη λαϊκή του δάσους. Και έτσι είχε πάντα χρήματα για τα έξοδα των παιδιών του, που τα μεγάλωσε χωρίς σπατάλες αλλά ούτε ελλείψεις. Έτσι τα σπούδασε σε ότι το καθένα είχε διαλέξει να κάνει στη ζωή του. Η ανεργία όμως ήρθε και χτύπησε το άλλοτε πλούσιο δάσος. Κι έτσι το πρώτο λυκάκι αναγκάστηκε να βρει δουλειά σ ένα άλλο δάσος, πιο μεγάλο και πλούσιο από το δικό τους, αλλά με λιγότερο ήλιο και περισσότερες βροχές. Μετά από τέσσερις μήνες έφυγε και το δεύτερο λυκάκι και σε άλλους δυο μήνες, ήρθε μήνυμα ότι βρέθηκε δουλειά και για το τρίτο λυκάκι. Το προηγούμενο βράδυ που θα έφευγε και το στερνοπούλι του από το σπίτι, ο λύκος έκανε γιορτή μεγάλη. Έστρωσε ένα μεγάλο τραπέζι στη αυλή γεμάτο με φαγητά και φρέσκα γεμιστά ψωμάκια και διάφορες σαλάτες και φρούτα και χυμούς. Όλα τα ζώα του δάσους, ήρθαν να ευχηθούν στο μικρό λυκάκι καλή σταδιοδρομία. Το πρωί ο λύκος, ξεπροβόδισε το στερνοπούλι του ως το σταθμό και μετά, γύρισε να μαζέψει το σπίτι, πράγμα που πρώτη φορά του φάνηκε τόσο πολύ δύσκολο. Έτσι έκατσε στη αυλή μ ένα χυμό να ξεκουραστεί και να θυμηθεί την εποχή που τα λυκάκια του ήταν μικρά… και έπαιζαν εκεί στο κήπο. Δυστυχώς η μια μέρα έγινε δυο, οι δυο τρεις και χωρίς να το καταλάβει κι ο ίδιος το πως, σταμάτησε να ασχολείται με τη δουλειά του. Άλλωστε, μονολογούσε -Μόνος μου είμαι, τι να τα κάνω τα λεφτά, αυτά που έχω φτάνουν… Είπε και στους γείτονες να πάνε να πάρουν ότι θέλουν από το περιβόλι του. Έχετε καταλάβει βέβαια πως ήταν ένας πολύ γλυκός και δοτικός λύκος. Το περιβόλι όμως και το χωράφι, έτσι όπως έμεναν απότιστα, άρχισαν να παίρνουν τη κάτω βόλτα. Τα δέντρα άντεχαν, αλλά τα σπαρτά;… Οι γείτονες ανησυχούσαν για τον λύκο, κι αποφάσισαν να μην τον αφήνουν μόνο του, να πηγαίνουν να του κάνουν παρέα και το έκαναν στη αρχή… αλλά μετά από λίγο… εεεε είχαν κι αυτοί τις δουλειές τους… Και καθώς ο καιρός περνά σα το νερό μέσα από τα δάχτυλα, πέρασαν τρεις μήνες από τότε που έφυγε και το τελευταίο λυκάκι κι ο λύκος δεν είχε πάει ούτε μια φορά στη δουλειά του. Ένα πρωί, έτσι όπως έβγαινε από το σπίτι του, με το χυμό στο χέρι για να πάει να λιαστεί στη αγαπημένη του θέση, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Χύθηκε ο χυμός του κι όλη η αυλή μύρισε πορτοκάλι. Μα που στο καλό σκόνταψα σκέφτηκε όταν άκουσε το πρώτο μουρωδίστικο κλάμα κι αμέσως ένα δεύτερο κι ένα τρίτο. Έσκυψε και τι να δει, έξω από τη πόρτα του μια μεγάλη καλαθούνα και κάτι μικρούτσικα γουρουνίσια χεράκια που τέλειωναν σε μικρές γουρουνίσιες μπουνίτσες να κουνιούνται στο ρυθμό του κλάματος. Σηκώθηκε κουτσαίνοντας και πήγε στο καλάθι , έσκυψε και τι να δει… Τρία πανέμορφα ροδαλά γουρουνάκια να κουνάνε χέρια πόδια και να κλαίνε γοερά, πράγμα που έκανε τα μαγουλάκια τους, να κοκκινίζουν πιο πολύ. Κι όλη αυτή η ομορφιά, πίσω από ένα σεντονάκι με γαλάζια δαντέλλα. Ο λύκος άνοιξε τις ματάρες του διάπλατα πράγμα που έκανε τα γουρουνάκια να τρομάξουν πολύ και να κλαίνε πιο δυνατά. Αυτός όμως ο γλυκός λύκος καθόλου δε δυσαρεστήθηκε, αντίθετα ένα χαμόγελο απλώθηκε σ όλο το πρόσωπο του, δείχνοντας το στόμα του πιο τεράστιο. Εεεε εκεί πια τα γουρουνάκια μεταβλήθηκαν σε σειρήνες έκλαιγαν, φώναζαν, ούρλιαζαν, ο λύκος όμως τα άκουγε χαμογελώντας. Ναι ξαναχαμογελούσε χαρούμενος, μετά από πολύ καιρό… Εντάξει μη φανταστείτε, ένα δυο λεπτά κράτησε όλο αυτό, γρήγορα συνήλθε από το σοκ, έσκυψε και πήρε τη καλαθούνα αγκαλιά. Έκρυψε το τρομακτικό του πρόσωπο πίσω απ αυτή, (γιατί μη νομίζετε πως ήταν χαζός λύκος και δε καταλάβαινε ότι η όψη του ήταν τρομακτική για τρία μωρά γουρουνάκια), κι έτσι αγκαλιά με το καλάθι, άρχισε να κουνά τρυφερά τα γουρουνάκια και να τραγουδά όσο πιο γλυκά μπορούσε. Ξέρετε, αυτός ο λύκος, ενώ όταν μιλούσε είχε βροντερή λυκίσια φωνή, όταν τραγουδούσε η φωνή του ενώνονταν με τη ψύχη του και γινόταν γλυκιά και μελωδική. Έτσι σιγά σιγά τα γουρουνάκια ηρέμισαν, κάναν τις τσιρίδες κλάμα και το κλάμα ύπνο. Αφού τα γουρουνάκια σώπασαν ο λύκος κατέβασε το καλάθι από τη αγκαλιά του και στάθηκε από πάνω τους και τα καμάρωνε. Τα κοίταζε χαζογελώντας και μονολογούσε, σιγά σιγά όμως, για να μη τα ξυπνήσει – Βρε κοίτα τα, κοίτα τα πως κοιμούνται, απα πα πα τι όμορφα ροζουλί μαγουλάκια που έχουν, καλά τα χειλάκια τους, πω πω και τι να πεις για τα παχουλούτσικα χεράκια τους… Αφού τα καμάρωσε λίγο, θυμήθηκε ότι τα γουρουνάκια πρέπει να είναι νηστικά και μπορεί τώρα να κοιμήθηκαν, αλλά γρήγορα θα ξυπνήσουν πεινασμένα και πάλι θα κλαίνε. Τα άφησε λοιπόν κάτω από ένα δέντρο, για να τα νανουρίζουν τα πουλιά κι αυτός μπήκε στο σπίτι. Ετοίμασε τρία μπιμπερό με γάλα και γύρισε. Προσεκτικά τους έβαλε το μπιμπερό στο στόμα, κρατώντας τα δυο μπιμπερό με τα δυο του χέρια και το τρίτο με το πόδι του. Με το άλλο πόδι, κράταγε το ρυθμό στο νανούρισμα. Δυο πουλάκια πάνω στο δέντρο σταμάτησαν το κελαΐδισμα και κοίταξαν κάτω. –Καλά αυτός ο άσχημος λύκος τραγουδά έτσι!!! Μα δε γίνετε αυτό, δεν είναι δυνατόν. Είπε το ένα πουλάκι και τα άλλο απάντησε –Μήπως η ξαφνική χαρά… είναι που βγαίνει στη φωνή του και τη γλυκαίνει; Ένα νεαρό ροζ τριαντάφυλλο που λιαζόταν στο κήπο με τα ματιά κλειστά, ξύπνησε από τη συζήτηση των πουλιών, κούνησε ναζιάρικα τα πέταλα του και μια γλυκιά τριανταφυλλένια μυρουδιά απλώθηκε σ όλο το κήπο. Όμορφη μυρουδιά, γλυκιά και ναζιάρα όπως το τριανταφυλλάκι απλώθηκε παντού και πήγε και τύλιξε απαλά τα πουλιά και τα έκανε να σωπάσουν, να κλείσουν απαλά τα μικρά ματάκια τους και μόνο ν ανασαίνουν αυτό το γλυκό παραμυθένιο άρωμα. Το ροζ τριαντάφυλλο, τεντώθηκε με χάρη προς όλες τις κατευθύνσεις, άνοιξε τα τριανταφυλλένια του ματιά και είπε στα ναρκωμένα από το άρωμα πουλιά, κουνώντας υπέροχα τα πέταλα του. -Καλά εσείς δεν θα είστε απ αυτό το δάσος για να μη ξέρετε γιαυτο τον λύκο; Αυτός ο λύκος εδώ και χρόνια είναι ο αγαπημένος τραγουδιστής μας. Εδώ έρχονται ζώα κι από τα γύρω δάση να τον ακούσουν, κι αυτός κερνά σ όλους σύκα κι αμύγδαλα και σταφύλια ζουμερά και τραγουδά για όλους. Εδώ και τρεις μήνες όμως που έμεινε μόνος, σταμάτησε το τραγούδι… Αλλά τώρα δόξα το θεό των πουλιών και των λουλουδιών, όπως ακούνε τα ροδαυτιά μου ξανάρχισε… Τα πουλιά άκουγαν το ροζ τριαντάφυλλο μισοζαλισμένα , από το άρωμα του αλλά και από το τραγούδι… Ο λύκος εντωμεταξύ είχε τελειώσει το τάισμα. Άφησε πάλι τα γουρουνάκια κάτω από δέντρο, κι αυτός έφυγε τρέχοντας και πήγε στο διπλανό σπίτι, που έμενε μια ελαφίνα. Αυτή η ελαφίνα ζούσε μόνη, αφού τα ελαφάκια της, πήγαν όπως και τα λυκάκια στο διπλανό δάσος για δουλειά. Τότε αποφάσισε να δουλέψει σα μπειμπι σιτερ, όχι μόνο για να αυξήσει τα έσοδα της, αλλά και γιατί η δουλειά κάνει όλα τα πλάσματα, να αισθάνονται πως έχουν σκοπό στη ζωή τους, αισθάνονται χρήσιμα και παίρνουν δύναμη και χαρά απ αυτήν. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στο δάσος δεν είχαν μείνει και πολλά παιδιά κι έτσι αν και είχε γυρίσει όλα τα σπίτια, δουλειά δεν βρήκε. Σ αυτή λοιπόν την ελαφίνα έτρεξε, ο λύκος. Προσπάθησε να της εξηγήσει ότι τη χρειάζεται για τα γουρουνάκια του. Αλλά από την ένταση μιλούσε πολύ γρήγορα και λίγο μπερδεμένα. Η ελαφίνα τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει… αλλά δε καταλάβαινε. –Ποια παιδιά, αφού τα παιδιά σου έχουν φύγει. Τότε αυτός την παίρνει από το χέρι και γρήγορα γρήγορα τη πάει στο σπίτι του, στα γουρουνάκια του!!! Αααχ τι αγαλλίαση ήταν αυτή που ένιωσε η ελαφίνα μόλις τα είδε… Ότι έκανε ο λύκος πριν, το έκανε κι η ελαφίνα τώρα. Τι τα καμάρωνε σα να μη είχε ξαναδεί μωρά στη ζωή της, τι τα τραγούδησε, τι τα χάιδεψε ένα – ένα απαλά στα ροζ μαγουλάκια, στο τέλος γύρισε στο λύκο και του είπε – Πήγαινε όπου θέλεις, εγώ θα μείνω με τα γουρουνάκια, να τα προσέχω σαν παιδιά μου. Ο λύκος αναστέναξε ανακουφισμένος και της έκανε μια αγκαλιά. Μετά μπήκε στο σπίτι έβαλε τα ρούχα της δουλειάς κι έφυγε σφυρίζοντας, για τα σπαρτά του. Εκεί πότισε, σκάλισε, κι έριξε λίπασμα. Μετά έκοψε φρούτα, για τις κρέμες των μωρών, αλλά και για να πουλήσει στη λαϊκή. Βλέπετε τώρα είχε παιδιά να μεγαλώσει, είχε σκοπό στη ζωή του αλλά και έξοδα. Η λυκίσια του κάρδια ήταν πάλι ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι πασπαλισμένο με ζάχαρη που πέταγε στον ουρανό, ελεύθερη από τη πίκρα της μοναξιάς και γεμάτη από τη χαρά της δημιουργίας. Κι έτσι θα συνέχιζε για πολλά χρόνια, μέχρι τα μικρούλια γουρουνάκια γίνουν μεγάλα και σοβαρά γουρούνια !!!!

Διαβάστε επίσης  Η καλόκαρδη πριγκίπισσα ο μικρός Τάκης και το Κάστρο της αδικίας της Θάλειας Λεκκάκου

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Ο Μάρτιν Σκορσέζε ετοιμάζει νέα ταινία!

Ο Μάρτιν Σκορσέζε ετοιμάζει τη νέα του ταινία, ένα μαφιόζικο

Θύελλα Όνυξ: Το τρίτο μέρος της σειράς φαινόμενο

Το τρίτο μέρος της σειράς Empyrean: Θύελλα Όνυξ της Rebecca