Ο γελωτοποιός και ο δράκος της Κρίστυ Όσιμα

Ο γελωτοποιός και ο δράκος

Σε ένα μακρινό βασίλειο, πέρα από τα Βουνά των Χιλίων Χειμώνων και την Κοιλάδα των Άστρων, τα γλέντια και οι γιορτές είχαν σωπάσει. Ο κόσμος  δεν γελούσε, ούτε χόρευε, κι ούτε να τραγουδήσει τολμούσε. Θρηνούσε μαζί με τον γερo-βασιλιά τον χαμό της μικρότερής του κόρης. Είχαν περάσει τρία χρόνια από εκείνη την τρομερή νύχτα που το πλάσμα, με τα πελώρια φτερά και τις φλόγες που ανέβλυζαν από τα ρουθούνια, είχε αρπάξει την νεαρή Νάμια. Ο Βασιλιάς πατέρας της είχε στείλει τους καλύτερους ιππότες και πολεμιστές του για να την σώσουν από τη φρικτή μοίρα που την περίμενε. Κανείς τους όμως δεν είχε γυρίσει.
«Είναι άδικος κόπος. Άνδρες γενναίοι αφήνουν τις οικογένειές τους πίσω για να πεθάνουν» τόλμησε να μιλήσει ο φοβισμένος σύμβουλός του.
«Η κόρη μου βρίσκετε εκεί έξω» απάντησε με βροντερή φωνή ο Βασιλιάς.
«Η κόρη σας ίσως και να μοιράζετε την ίδια τύχη με τα παλικάρια που στείλατε»
Ο Βασιλιάς έριξε ένα άγριο βλέμμα στον σύμβουλό του ο οποίος υποκλίθηκε, τρομοκρατημένος. Δεν κινδύνευε να τον στείλει κι εκείνον στον δράκο, μα εάν τα λόγια του συνέχιζαν να βγαίνουν έτσι αβίαστα, τότε θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του στα μπουντρούμια.
«Βασιλιά και άρχοντά μου. Σεβάσμιε μονάρχη της χώρας αυτής. Θα πάω εγώ να φέρω την Νάμια».
«Μα εσύ είσαι απλά ένας γελωτοποιός. Τι γνωρίζεις από μάχες και δράκους;» γέλασε κοροϊδευτικά, χλευάζοντας την κίνηση αυτή του νεαρού.
«Τίποτα και αυτό είναι που με κάνει δυνατό. Δεν θα πάω με ένα ξίφος μπρος του, ούτε θα του απειλήσω την ζωή. Αυτά τα κάνουν οι ανόητοι και εκείνοι που δεν εκτιμούν τη ζωή τους».
«Επιμένεις, γελωτοποιέ. Πολύ καλά λοιπόν. Εμπρός! Ταξίδεψε ως το Βουνό της Αιώνιας Νύχτας, σκαρφάλωσε στις απότομες πλαγιές του και αν μέχρι τότε έχεις επιζήσει φτάσε ως την κορυφή του. Εκεί, στο Σπήλαιο των Παλαιών, βαθιά στην καρδιά του ίδιου του βουνού, βρίσκεται ο δράκος και ο θησαυρός του. Ευχή για καλή τύχη δεν σου δίνω καθώς είναι γραμμένο από την Μοίρα να χαθείς σε τούτο το ταξίδι. Εμπρός λοιπόν! Φύγε! Και είθε οι θεοί να σου χαρίσουν γαλήνη στον αιώνιό σου ύπνο».
Παρά τα σκληρά λόγια του Βασιλιά, ο Γελωτοποιός κίνησε αμέσως για την φωλιά του τέρατος. Όλοι οι κάτοικοι είχαν βγει στους δρόμους. Άνδρες βαστούσαν στις αγκαλιές τους τις γυναίκες που έτρεμαν από φόβο. Τα παιδιά κρατούσαν σφιχτά τα φουστάνια των μανάδων τους, ενώ κάποια αγόρια γελούσαν περιφρονητικά. Κανένας δεν τον χαιρέτησε. Ο νεαρός Γελωτοποιός δεν έχασε το κουράγιο του ούτε μια στιγμή. Με το κεφάλι ψηλά και σφίγγοντας στο στήθος το τυχερό του μπαστούνι, περπάτησε ως την πύλη. Ύστερα από δύο μόνο βήματα του, οι φρουροί έτρεξαν και την αμπάρωσαν.
Το ταξίδι ήταν μακρύ και ο καιρός δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός. Βροχές και χαλάζι ήταν οι κύριοι εχθροί του μα δεν σταμάτησε ούτε λεπτό για να ξανασκεφτεί την γενναία αυτή του πράξη. Κάλυμμα από τις παγωμένες στάλες της βροχής ήταν οι φυλλωσιές των δένδρων. Για κρεβάτι είχε το δροσερό χορτάρι της γης και για μαξιλάρι το πολύχρωμο καπέλο του. Τροφή δεν κουβαλούσε μαζί αλλά η φύση ήταν γεμάτη από ζουμερούς καρπούς που θα του κρατούσαν γεμάτη την κοιλιά για όλο το ταξίδι.
Διέσχισε απέραντους κάμπους και κοιλάδες. Πέρασε από την καλύβα του Κυνηγού ο οποίος τον φίλεψε λίγο αγριόχοιρο ψητό. Του πρόσφερε μια κούπα ζεστή μπύρα και κάθισαν  να συζητήσουν. Ο Κυνηγός τον προειδοποίησε για το δάσος που απλωνόταν πέρα από το σπίτι του: Το Δάσος της γερο-Ιτιάς. Για καλή του τύχη δεν ήταν αναγκασμένος να περάσει από μέσα του, μα εάν το τολμούσε θα έφτανε πιο γρήγορα στο Βουνό της Αιώνιας Νύχτας. Ο Κυνηγός τον συμβούλεψε να το προσπεράσει. Παρόλο που θα περπατούσε ως το ορμητικό ποτάμι που χώριζε την γη στα δύο, θα ήταν ασφαλείς από τους τρομερούς ιστούς του δάσους. Αν ήταν αρκετά έξυπνος˙ αν εκτιμούσε ιδιαίτερα τα λογικά του θα ακολουθούσε τις οδηγίες του Κυνηγού.
«Όσοι πάτησαν το πόδι τους στο καταραμένο εκείνο χώμα και κατάφεραν να επιζήσουν, επέστρεψαν  τρελαμένοι».
«Μια περιπέτεια για μια άλλη φορά, τότε» συμφώνησε ο Γελωτοποιός και ευθύς σηκώθηκε από την καρέκλα. Ευχαρίστησε τον Κυνηγό για το γεύμα και για τις χρήσιμες συμβουλές του και συνέχισε.
Οι μέρες πέρασαν και προτού καταλάβει είχε βρεθεί μπροστά από το θεόρατο βουνό. Στα πολύ παλιά χρόνια η κορυφή του ήταν γεμάτη από δράκους που πετούσαν και βασίλευαν στα ουράνια για αιώνες. Οι άνθρωποι τους λάτρευαν σαν θεούς. Τους πρόσφεραν τροφή, χρυσό και γλεντούσαν εις το όνομά τους. Μα εκείνες οι εποχές ήταν διαφορετικές. Πλέον ο κόσμος έτρεμε στην ιδέα ενός τέτοιου πλάσματος. Δεν υπήρχε σεβασμός, μόνο φόβος. Με την πάροδο τον χρόνων, οι δράκοι έφυγαν από την χώρα και δεν φάνηκαν ποτέ ξανά. Ένας μονάχα αρνήθηκε να εγκαταλείψει την φωλιά του και δεν ήταν παρά ο Μεγάλος Μαύρος, όπως τον είχαν ονομάσει. Ήταν πελώριος, τόσο που ο κορμός και το άνοιγμα τον φτερών του σκέπαζαν τον ήλιο και βύθιζαν μια ολόκληρη πόλη στο σκοτάδι. Τα μάτια του ήταν χρυσαφιά και στο σκληρό, ατσάλινο δέρμα του αντικατοπτριζόταν ο νυχτερινός ουρανός. Η χώρα τον έτρεμε καθώς έτρωγε πρόβατα και κατσίκια, έκαιγε ανελέητα τους γενναίους ήρωες που στέκονταν μπρος του και έκλεβε νεαρά κορίτσια από τους γονείς τους.
Μα ο Γελωτοποιός ήταν αποφασισμένος. Θα έσωζε την νεαρή Νάμια και θα άφηνε στην ησυχία του το πλάσμα. Δεν ήταν πολεμιστής με μεγάλη δύναμη και ταλέντο στο σπαθί, αλλά είχε μυαλό. Σαν γελωτοποιός  θα έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα: θα του πρόσφερε ένα υπέροχο θέαμα.
Με τούτο το σχέδιο, ακολούθησε το απότομο δρομάκι που ανέβαινε το βουνό μέχρι τις απότομες πλαγιές. Από εκεί με πολύ προσεχτικό βήμα και στηριζόμενος στους βράχους, περπάτησε για αρκετή ώρα. Ο άνεμος βούιζε στα αυτιά του μανιασμένα και το κρύο έγδερνε το δέρμα του. Με μικρά πηδήματα και γρήγορες κινήσεις πιανόταν από στερεές πέτρες και σκαρφάλωνε με επιμονή. Τα χέρια του είχαν γεμίσει πληγές από τα κοφτερά βράχια και τον έτσουζαν. Το σώμα του είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά και η δύναμή του τον εγκατέλειπε, μα ο γενναίος Γελωτοποιός δεν το έβαλε κάτω. Σήκωνε το σώμα του και προχωρούσε πιο ψηλά, εκεί που το έδαφος δεν φαινόταν και σύννεφα λευκά κάλυπταν την γη.
Όταν τα χέρια του άγγιξαν λεία επιφάνεια έσυρε το σώμα του πάνω και χοροπηδώντας πέρα δώθε από χαρά έψαξε το Σπήλαιο. Δεν ήταν διόλου εύκολο να δει καθαρά από την ομίχλη, μα δεν άργησε να εντοπίσει την είσοδο. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, έτρεξε ευθύς μέσα στο παγωμένο σκοτάδι. Φως να καθοδηγηθεί δεν είχε κι όσο επικίνδυνο κι αν ήταν εισχώρησε στα τυφλά. Άγγιζε τους βράχους και βημάτιζε με προσοχή. Δεν ήθελε να καταλήξει στον πάτο κάποιου γκρεμού. Όσο προχωρούσε τόσο περισσότερο η ατμόσφαιρα ζεσταινόταν και δεν άργησε να παρατηρήσει ένα αχνό φως. Η πηγή του άγνωστη, κάτι όμως μέσα του τον έσπρωχνε να τρέξει.
Κι έτσι, με μεγάλες δρασκελιές, έφτασε στο φως και το θέαμα που αντίκρισε ήταν πανέμορφο. Μέσα στα βράχια και στους θλιβερούς σκοτεινούς τείχους, πάνω από ένα λόφο γεμάτο χρυσάφι, πολύτιμους λίθους και κοσμήματα, στεκόταν ένας δράκος˙ αποκοιμισμένος από κάποια γλυκιά μελωδία. Τα μάτια του γελωτοποιού έλαμψαν σχεδόν όσο το χρυσάφι όταν είδε την κοπέλα που έπαιζε τόσο επιδέξια την άρπα. Τα είχε καταφέρει. Η πριγκίπισσα ήταν ακόμα ζωντανή και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Τα μακριά  καστανά μαλλιά της έπεφταν σαν ποτάμι στην πλάτη της και ήταν ντυμένη με ένα ολόλευκο φουστάνι.
«Πριγκίπισσα Νάμια!» φώναξε γεμάτος ευτυχία. Μα η χαρά του ξύπνησε τον δράκο που κοιμόταν.
«Ποιος εισβάλει στην φωλιά μου;!» απαίτησε να μάθει με βροντερή φωνή. Ο Γελωτοποιός ένιωσε την γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του, όμως δεν λύγισε.
«Εγώ, μεγάλε αφέντη».
«Και ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ρουθουνίζοντας και τεντώνοντας το κεφάλι του προς το μέρος του νεαρού.
«Ο Γελωτοποιός που θα σε διασκεδάσει για την νύχτα!» απάντησε με γέλια.
«Γελωτοποιός…» επανέλαβε ο δράκος. «Πολύ καλά! Χρόνια έχει άνθρωπος να με διασκεδάσει. Οι περισσότεροι έρχονται με λεπίδες και κοντάρια!» άνοιξε διάπλατα τα φτερά του από οργή και τα χτύπησε στον αέρα.
«Αφέντη και άρχοντα των ουρανών» υποκλίθηκε βαθιά, «δεν κουβαλώ κανένα όπλο ούτε θέλω να σας πειράξω. Μονάχα αυτό ζητώ: μια παράσταση να σας προσφέρω και εάν μείνετε ευχαριστημένος, ένα δώρο από τον πολύτιμο θησαυρό σας».
«Δύσκολο αυτό που εσύ θες να καταφέρεις.» έπεσε πάλι στο λόφο με το χρυσάφι «Ορίστε, κάνε με να γελάσω και θα σου δώσω ένα μονάχα στολίδι από τη συλλογή μου. Εμπρός γελωτοποιέ, κάνε αυτό που ξέρεις! Διασκέδασε με!» απαίτησε με παγερή φωνή και ο Γελωτοποιός ανταποκρίθηκε αμέσως. Έβγαλε από την φορεσιά του το τυχερό μπαστούνι του και ξεκίνησε την παράσταση. Με χοροπηδητά, αδέξιες φιγούρες ισορροπίας και αστείες μιμήσεις με βασικό ήρωα τον Βασιλιά, ο νεαρός κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να προκαλέσει γέλιο….και προς μεγάλη του έκπληξη τα κατάφερε!
«Σε παραδέχομαι, ανθρωπάκο! Αιώνες είχα να γελάσω έτσι! Λοιπόν πες μου, τι ποθείς πιο πολύ από εδώ μέσα;»
«Μόνο ένα διαμάντι, ένα πετράδι που στολίζει την φωλιά σου θέλω: την πριγκίπισσα»
Ο δράκος συμφώνησε. Ελευθέρωσε από τα δεσμά της την όμορφη Νάμια  και αφού την παρέδωσε στον γελωτοποιό, κίνησαν μαζί για το ταξίδι του γυρισμού.

Διαβάστε επίσης  Ο δράκος που ήθελε να κυνηγά τα σύννεφα της Ελένης Ζοπονίδου

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Σχολική ετοιμότητα παιδιών με χαμηλό βάρος γέννησης

Το παρόν άρθρο Το παρόν άρθρο, με τίτλο Σχολική ετοιμότητα

Ανατροφή παιδιών με ΑΓΔ: Ανταμοιβές και προκλήσεις

Το παρόν άρθρο Περίπου 7,6% των παιδιών (~ δύο παιδιά