Μια φορά και έναν καιρό, σε μία μακρινή πολιτεία τη Χωραφούπολη (την έλεγαν έτσι διότι είχε πάρα πολλά χωράφια), ζούσε ένα μικρό παιδάκι ο Γιώργος μαζί με τη μαμά του. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς του, τα ‘βγάζαν δύσκολα πέρα. Ώσπου μία μέρα ο Γιώργος είπε στη μαμά του ότι δεν αντέχει άλλο να ζούνε τόσο φτωχικά και πήρε την απόφαση να φύγει μακριά στα ξένα, για να βρει να κάνει δουλειές και μια μέρα να γυρίσει με πολλά χρήματα για να ζήσουν καλύτερα.
Την άλλη μέρα το πρωί, αποχαιρέτησε τη μαμά του και ξεκίνησε το ταξίδι του. Πέρασε λόφους και βουνά, διέσχισε κοιλάδες και ποτάμια, περπάτησε σε κάμπους και ερημιές και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ώσπου ξαφνικά στον ορίζοντα είδε ένα μεγάλο βουνό γεμάτο όλο ασήμι. Του πέρασε από το νου, να πάει ως εκεί και να πάρει λίγο από το πολύτιμο μέταλλο! Αλλά αμέσως σκέφτηκε πως «όσο ασήμι και αν πάρω πως θα το κουβαλήσω πίσω» και έτσι συνέχισε το δρόμο του.
Κάποιες μέρες μετά είδε ένα άλλο τεράστιο βουνό, από πάνω μέχρι κάτω καλυμμένο με χρυσάφι. Κοντοστάθηκε για λίγο, σκέφτηκε να πάει, αλλά είπε από μέσα του «όσο χρυσάφι και αν πάρω πως θα το κουβαλήσω πίσω» και χωρίς να χάσει χρόνο συνέχισε το δρόμο του.
Κάμποσο καιρό μετά, είδε μπροστά του ένα άλλο πελώριο βουνό καλυμμένο όλο με διαμάντια, πήγε να το επισκεφτεί και να πάρει μερικά αλλά και πάλι είπε «όσα διαμάντια και αν πάρω πως θα τα κουβαλήσω πίσω». Έτσι πάλι συνέχισε το δρόμο του.
Πέρασαν μέρες, εβδομάδες, πέρασε κι άλλους μακρινούς τόπους με περπάτημα χωρίς σταματημό ωσότου έλιωσαν τα παπούτσια του και η πείνα και η κούραση τον βασάνιζαν μέχρι που είδε ένα μεγάλο σπίτι. Το σπίτι είχε έξι μεγάλες πόρτες και μία μικρή πόρτα, έξι μεγάλα παράθυρα και ένα μικρό παράθυρο και έξι μεγάλες καμινάδες και μία μικρή καμινάδα. Δεν ήταν κανείς μέσα και έτσι μπήκε από το ορθάνοιχτο μικρό παράθυρο.
Μόλις μπήκε, είδε ένα μεγάλο τραπέζι με έξι μεγάλες καρέκλες και με μικρή, άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια για να γεμίσει το στομάχι του με κάτι αλλά όλα ήταν άδεια. Έτσι κατάκοπος πήγε να κοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού. Όταν μπήκε μέσα είδε έξι μεγάλα κρεβάτια και ένα μικρό και έξι μικρά κομοδίνα και ένα μικρό, τελικά ανέβηκε στο μικρό κρεβάτι και έκανε έναν ευχάριστο ύπνο.
Ξαφνικά λίγο μετά που αποκοιμήθηκε, ξύπνησε μόλις άκουσε πολλές και δυνατές φωνές να έρχονται έξω από το σπίτι. Όταν σηκώθηκε από το κρεβατάκι είδε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας να έρχονται στο σπίτι έξι μεγάλοι γίγαντες, ένας μικρός γίγαντας και ένα όμορφο, άσπρο, μικρό σκυλάκι. Γρήγορα έτρεξε και κρύφτηκε μέσα σε ένα ντουλάπι με μία μικρή τρύπα για να βλέπει και να ακούει τι γίνεται έξω.
Μόλις μπήκαν οι γίγαντες, φώναξε δυνατά αμέσως ο ένας από αυτούς:
«Μου μυρίζει ανθρώπινο κρέας».
Ο Γιώργος φοβήθηκε μην τον βρουν αλλά οι υπόλοιποι γίγαντες αδιαφόρησαν και ένας του είπε: «από τη μεγάλη σου πείνα δεν καταλαβαίνεις τι μυρίζεις». Έπειτα κάθισαν όλοι μαζί στο άδειο τραπέζι από φαγητά και ο Γιώργος αναρωτήθηκε τι θα φάνε άραγε. Ξαφνικά ένας γίγαντας είπε δυνατά στο σκυλάκι:
«Σκυλάκι, σκυλάκι στρώσε μας το τραπέζι με όλα τα καλά φαγητά και ποτά του κόσμου».
Μετά από αυτό το τραπέζι γέμισε με όλων των ειδών φαγητά και ποτά του κόσμου: κρέατα, τυριά, λαχανικά, ψάρια, φρούτα, ζυμαρικά, γλυκά και ότι άλλο τραβούσε η όρεξή τους. Και μαζί με αυτά μπουκάλες γεμάτες με τσίπουρο, κρασί και μπίρα. Αφού καλόφαγαν και ήπιαν μέχρι σκασμού, οι γίγαντες έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Μαζί τους κοιμήθηκε αμέσως και το μικρό σκυλάκι.
Τότε ο Γιώργος αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν τον ακούνε, βγήκε σιγά – σιγά και αθόρυβα από το ντουλάπι, πήρε το σκυλάκι μαζί του, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ενώ έτρεχε, το σκυλάκι ξύπνησε, άρχισε να γαβγίζει και τότε οι γίγαντες το άκουσαν, αμέσως ξύπνησαν και όταν κατάλαβαν τι έχει συμβεί, πήραν τον Γιώργο στο κυνήγι.
Ο Γιώργος έτρεχε μέρα και νύχτα, με όλη τη δύναμή του για να μην τον προλάβουν και τον πιάσουν. Καθώς τον κυνηγούσαν οι γίγαντες χωρίς σταματημό, άρχισαν να φαίνονται στον ορίζοντα κάτι μεγάλες βουνοκορφές και τότε ένας από αυτούς φώναξε δυνατά έτσι που ακούστηκε πέρα για πέρα:
«Εεε…ε, εσύ βουνό με τα διαμάντια, πιάσε αυτό το παιδάκι που μας έκλεψε το σκυλάκι».
Αλλά το βουνό ευθύς απάντησε:
«Γιατί να το πιάσω, αυτό το παιδάκι πέρασε από δίπλα μου και δε με πείραξε, ούτε και εγώ θα το πειράξω.
Λίγο πιο μετά ένας άλλος γίγαντας είπε δυνατά:
«Εεε…ε, εσύ βουνό με το χρυσάφι, πιάσε εκείνο το παιδάκι που περνάει δίπλα σου».
Αλλά το βουνό του απάντησε:
«Γιατί να το πιάσω, αυτό το παιδάκι πέρασε από δίπλα μου και δεν πήρε από μένα ούτε μία χούφτα χρυσάφι, ούτε και εγώ θα το πειράξω.
Αργότερα και όταν όλοι πια είχαν αρχίσει να κουράζονται, ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του μικρού γίγαντα:
«Εεε…ε, εσύ βουνό με το ασήμι, πιάσε αυτό το παιδάκι που φεύγει από τα μέρη μας και μας παίρνει το σκυλάκι.»
Αλλά και αυτό το βουνό απάντησε:
«Γιατί να το πιάσω, αυτό το παιδάκι πέρασε από δίπλα μου και δεν πήρε από μένα ούτε έναν κόκκο από ασήμι, ούτε και εγώ θα το πειράξω.
Μετά από λίγο καιρό ο Γιώργος πέρασε τα σύνορα που οι γίγαντες δεν τολμούσαν να διαβούν και σταμάτησαν πια να τον ακολουθούν. Κοιτούσαν έτσι τον Γιώργο, μέχρι που πλέον χάθηκε από τα μάτια τους και επέστρεψαν πίσω στο σπίτι τους κατάκοποι και απογοητευμένοι που δε μπόρεσαν να πάρουν πίσω το σκυλάκι.
Η μαμά του Γιώργου, όταν τον είδε να επιστρέφει στο σπίτι τους, τρελάθηκε από τη χαρά της, τον αγκάλιασε, τον χιλιοφίλησε και τον έβαλε να τις υποσχεθεί ότι δεν θα ξαναφύγει. Έτσι που τον είδε κουρασμένο, ταλαιπωρημένο, με σκισμένα ρούχα και με ξυπόλητα τα πόδια του, του είπε να μην στεναχωριέται που δεν κατάφερε να κάνει τίποτα τόσο καιρό στην ξενιτιά.
Ο Γιώργος τότε γέλασε και της έδειξε με χαρά το σκυλάκι του λέγοντας σ΄ αυτό: «Σκυλάκι, σκυλάκι στρώσε μας το τραπέζι με όλα τα καλά φαγητά και ποτά του κόσμου».
Αμέσως η μαμά χαμογέλασε και αγκάλιασε το γιό της.
Μετά από αυτό, με τη μαμά του άνοιξαν ένα μεγάλο παντοπωλείο που μοίραζε σ΄ όλους τους φτωχούς φαγητό και ότι άλλο ήθελαν για να ευχαριστηθούν.
Κάποια χρόνια μετά στην Χωραφούπολη, έπεσε βαρύς χειμώνας, το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, τα πάντα πάγωσαν και το φαγητό που απέμενε ήταν λιγοστό.
Μια μέρα ο βασιλιάς της Χωραφούπολης για να ξεπεράσει το πρόβλημα ανακοίνωσε ότι οποίος βρει μία λύση για την πείνα, θα παντρευτεί την κόρη του και θα πάρει το μισό βασίλειό του.
Την άλλη κιόλας μέρα ο Γιώργος πήγε στο βασιλιά και του έδειξε το σκυλάκι του και αυτά που μπορεί να κάνει αυτό, με μία εντολή του και ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε. Μετά από αυτά ο Γιώργος παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά και όταν πέθανε ο βασιλιάς έγινε αυτός ο βασιλιάς όλης της Χωραφούπολης, έκανε πολλά παιδιά και κυβέρνησε δίκαια χωρίς να αφήσει κανέναν υπήκοό του να πεινάσει.
Ο λαός του τον αγαπούσε πάρα πολύ και περίμενε πάντα με ανυπομονησία και χαρά το βασιλιά, τη βασίλισσα, τα παιδιά τους αλλά και το μικρό άσπρο σκυλάκι τους να κάνουν τη βόλτα τους στους δρόμους της Χωραφούπολης.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και ζήσαν αυτοί και το σκυλάκι τους καλά και εμείς καλύτερα!!!
Δημήτρης 12 χρονών