Πάρκο, χαρούμενα πρόσωπα, φωνές, μουσικές, ένας μικρός φωτεινός χαμός. Μέρα του Απρίλη ευτυχής, τίποτα δεν μπορούσε να τη χαλάσει και κανείς. Σε μια άκρη, σε ένα σπίτι μέσα κλεισμένος ήταν ο Μόνος. Ίδιος σε ηλικία με τα άλλα παιδιά, με μία μεγάλη διαφορά: δεν ήθελε να βγει να παίξει, να φωνάξει, να χτυπήσει τα ποδάρια του και να μιλήσει με τα υπόλοιπα παιδιά. Του άρεσε να κλείνεται μέσα, να κλείνει τα παντζούρια του και να αφήνει μονάχα μια μικρή χαραμάδα ανοιχτή, ίσα να μπαίνει λίγο φως να διαβάζει τα αγαπημένα του βιβλία. Πίστευε στη μαγεία, λάτρευε τα παραμύθια και δεν ήθελε τους ανθρώπους: τα μάγια είναι πολύ απολαυστικότερα από το κρυφτό, το κυνηγητό και τις φωνές.
Απορούσαν τα άλλα παιδιά μαζί του, «τι κακό έχει μέσα του αυτό το παιδί;». Απορούσαν κι οι γονείς των άλλων παιδιών: «Ποιος ξέρει τι έχει μέσα στο μυαλό του, θα είναι προβληματικό». Απορούσαν και οι δάσκαλοί του: «Κάτι έχει κακό, ίσως θέλει γιατρό». Μόνο που οι γονείς του, ήξεραν. Ο Μόνος ήταν ένα παιδί γεννημένο για παραμύθια. Δεν ήταν η θέση του εδώ πέρα και δεν είχαν σκοπό να τον πιέσουν για να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον το οποίο ήταν πολύ διαφορετικό από τον κόσμο του. «Ο κόσμος του παιδιού μας είναι διαφορετικός, γιατί να του τον αλλάξουμε;», έλεγαν.
Ο Μόνος δεν φοβόταν τα υπόλοιπα παιδιά. Ήξερε πως τον κοιτούσαν κάπως περίεργα, μερικές φορές τον κορόιδευαν, άκουγε κάτι σχόλια πως είναι αλλόκοτος, περίεργος και πως θα είναι για πάντα χωρίς παρέα. Ήταν τα ιδανικότερα κοπλιμέντα που θα μπορούσε να ακούσει από οποιονδήποτε. Δεν ήταν πως επεδίωκε να είναι αλλόκοτος και περίεργος, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να είναι ο εαυτός του και η ιδανική παρέα του δεν ήταν κανένας από τα παιδιά μέσα στην τάξη: η καλύτερη συντροφιά ήταν η μουσική του στα ακουστικά, ένα βιβλίο αλλιώτικο από αυτά που διάβαζαν κάθε πρωί στο σχολείο και ένας περίπατος. Αυτός ο περίπατος που έκανε μόνος του μέχρι να φτάσει σπίτι του κάθε μεσημέρι ήταν που τον έκανε πραγματικά ευτυχισμένο.
Βέβαια, υπήρχαν φορές που αναρωτιόταν εάν είναι φυσιολογικό αυτό που του συμβαίνει. Εκεί, ευτυχώς είχε τους γονείς του να του λύσουν τις απορίες. «Δεν μας νοιάζει να είσαι φυσιολογικός, μας νοιάζει να είσαι αυτό που θέλεις!». Εκεί πέρα ο Μόνος έπαιρνε τα πάνω του. Σκεφτόταν πως δεν γίνεται όλοι οι άνθρωποι να θέλουν τα ίδια πράγματα, δεν είναι όλοι ίδιοι, άλλωστε ποια θα ήταν η ομορφιά ενός κόσμου που όλα είναι ίδια; Εδώ δυο δέντρα να δεις δίπλα – δίπλα και θα παρατηρήσεις εκατοντάδες διαφορές! Ή μήπως τα τραγούδια που λάτρευε, είχαν καμία ομοιότητα μεταξύ τους; Όλα ήταν όμορφα γιατί ήταν μοναδικά. Λες και τα λουλούδια που μύριζε στην αυλή του σπιτιού του ήταν ίδια. Μέχρι και οι μυρωδιές τους ήταν διαφορετικές, πόσο μάλλον τα χρώματα και τα σχήματά τους.
Βέβαια, ήταν αναγκασμένος να συνομιλεί με τα άλλα παιδιά και τους δασκάλους του συνεχώς. Δεν τρελαινόταν από τη χαρά του όταν συνέβαινε αυτό, μα ήταν κι αυτό μέρος του παιχνιδιού. Ίσως 2-3 φορές να παρακαλούσε να είναι χιλιόμετρα μακριά ή απλώς θα ζητούσε όλα να σώπαιναν τα πάντα – ή να πήγαιναν λίγο πιο αργά. Δεν μπορούσε τους γρήγορους ρυθμούς ούτε τις φωνές. Δεν ήταν πως τα σιχαινόταν! Απλώς το μυαλό του ώρες – ώρες του μιλούσε. «Μόνε, τι κάνουμε εδώ πέρα, πάμε να φύγουμε» και «Μόνε, ρίξε μια φωνή και σήκω φύγε από το σχολείο, δεν αντέχω άλλο!». Ο Μόνος όμως ηρεμούσε, έπαιρνε βαθιές ανάσες και γυρνούσε σπίτι αγωνιώντας να πει στους γονείς του πως πολλές φορές το μυαλό του τού έκανε παρατηρήσεις και του έδινε διαταγές. Οι γονείς του χαίρονταν γιατί τους ανοιγόταν και τους έλεγε ό,τι τον απασχολούσε.
Μια μέρα οργανώθηκε ανταρσία από τα υπόλοιπα παιδιά. Κινήθηκαν απειλητικά προς τον Μόνο. «Απορώ πώς ζεις και δεν βαριέσαι όλα όσα κάνεις. Κάθεσαι μόνος σου κάνοντας τα ίδια πράγματα, δεν μιλάς σε κανέναν, είσαι μόνος σου σε όλο το σχολείο. Δεν ντρέπεσαι για όλα αυτά;», του φώναξαν. Εκείνος ήταν ήρεμος. Περίμενε τη στιγμή από καιρό. Είχε δει στα παραμύθια του πως κάθε τι διαφορετικό, μοιάζει ξένο και κακό στους άλλους ανθρώπους κάποιες φορές. Δεν μπορούν όλοι να καταλάβουν τι έχει ο καθένας μέσα του. Τους μίλησε με μια φωνή μελωδική, ούτε ο ίδιος πίστευε πως έχει τέτοια φωνή μέσα του και τόσο θάρρος στην καρδιά του!
«Αυτά που λες ότι βαριέμαι δεν τα ξέρεις και δεν τα ζεις: Τα κάνω εγώ και μόνος τα ευχαριστιέμαι. Δεν είναι πολλές φορές επιλογή μου να μένω μοναχός αλλά μπορώ εγώ να σε πιάσω από το χέρι και να σου πω να κοιτάξεις κάπου που δεν θέλεις να δεις; Βλέπεις, εσάς σας αρέσει ο ήλιος κι εμένα το σκοτάδι. Να νιώσω άσχημα για αυτό; Δεν πρόκειται. Να σας ζηλέψω; Εάν σας ζηλέψω θα έρθω κι εγώ στον ήλιο δίπλα σας, δίχως να θέλω να σας τρομάξω ή να σας διώξω – σε μια γωνία θα κάτσω. Δεν μιλάω πολύ γιατί δεν ξέρω αν με ακούτε, δεν ξέρω εάν έχετε τη διάθεση να καταλάβετε τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις που ξεστομίζω και δεν πειράζει, δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να το κάνει αυτό. Είμαι μόνος γιατί Μόνος είναι το όνομά μου κι είναι τιμή μου μεγάλη και καμάρι. Και, τέλος, να ντραπώ για αυτό που είμαι; Ντρέπεται ο ήλιος επειδή αν τον κοιτάξουμε στα μάτια θα μας τυφλώσει; Αποκλείεται, διότι είναι αυτός που μας χαρίζει ζωή. Ντρέπεται το δέντρο επειδή έχει ρίζες και δεν μπορεί να φύγει από εκεί που κάθεται; Όχι γιατί χάρη σε αυτό αναπνέουμε. Ντρέπεται η θάλασσα που μερικές φορές είναι βαθιά κι άγρια; Όχι γιατί σαν την κοιτάμε, ξεχνάμε έγνοιες κι ανησυχίες. Και θα ντραπώ εγώ επειδή είμαι ο Μόνος σε έναν κόσμο που πολλοί νιώθουν μόνοι και δεν το παραδέχονται; Δεν είναι κακό να είσαι μόνος, δεν είναι κακό να είσαι διαφορετικός, δεν δέχομαι να με κολλάτε στον τοίχο επειδή σας ταράζει ο αλλιώτικος τρόπος που βλέπω τα πράγματα: κι εγώ κι εσείς στον ίδιο κόσμο ζούμε».
Έμειναν να τον κοιτάζουν τα άλλα παιδιά σκυθρωπά. Κατάλαβαν κάτι πολύ σημαντικό: Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο να είσαι μόνος. Πολλά παιδιά το έκρυβαν μέσα τους και κοιτούσαν τα άλλα παιδιά με ενοχή και στεναχώρια. «Ξέρετε κάτι;», είπε ένα αγόρι. «Κι εγώ νιώθω μόνος και δεν ντρέπομαι πια να το πω. Δεν είναι όλη η ζωή χαρές, παιχνίδια και φωνές και είναι λογικό» την ίδια στιγμή που μια κοπέλα άρχισε να φωνάζει πως «Όλοι είμαστε λίγο ή πολύ μόνοι και πού είναι το κακό;» κι αντάλλασσαν απόψεις μέχρι να τελειώσει το σχολείο, ακόμα και μέσα στην τάξη, στα κρυφά από τη δασκάλα με ραβασάκια. Από εκείνη τη στιγμή ήταν μόνοι τους και όλοι μαζί ταυτόχρονα. Πολλοί κατάλαβαν την ομορφιά του να κλείνεσαι στον κόσμο σου, έχοντας ανάγκη να πάρεις για λίγο απόσταση από τον υπόλοιπο χρόνο. Άλλοι κατάλαβαν πόσο ευεργετικός είναι πού και πού ένας περίπατος δίχως την παρέα του σχολείου, με μόνη συντροφιά τα ακουστικά. Μερικοί άρχισαν να κλείνουν τα παντζούρια κι άλλοι άρχισαν να πιστεύουν πιο πολύ στα παραμύθια.
Ο Μόνος ήταν εκεί για όλους. Είχε δείξει ένα διαφορετικό δρόμο στα παιδιά. Όλοι ήταν μοναδικοί, όλοι κουβαλούσαν μια τρέλα στο κεφάλι τους κι αυτό μονάχα κακό δεν ήταν. Δεν έπρεπε να διστάζουν να μιλήσουν για όσα κουβαλούν στο κεφάλι τους. Ο Μόνος τους έδωσε ένα μάθημα που χρειάστηκε κι ο ίδιος να πάρει κάποτε: μπορείς να είσαι μόνος σου και να νιώθεις υπέροχα με αυτό, δεν υπάρχει καμία ντροπή παρά μονάχα ομορφιά και ζεστασιά στα σεντόνια, στο σκοτάδι, στην ησυχία. Δεν είναι κακό να διαφέρεις, κακό είναι να νιώθεις τύψεις για αυτό. Κι όταν ήρθε σε αρμονία με τον κόσμο του και με τα άλλα παιδιά, ήταν πλέον ένας ευτυχής Μόνος.