Ο Πέτρινος Δράκος της Σμαραγδή

Ο Πέτρινος Δράκος

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πόλη μακρινή ζούσε ένας πέτρινος δράκος. Στεκόταν ψηλά, γερά στερεωμένος στο βάθρο του. Ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια έφεγγε μια μαγική σφαίρα. Οι κάτοικοι της πόλης αγαπούσαν τον πέτρινο δράκο πάρα πολύ. Γιατί μόνο με τη ματιά του μπορούσε να διώξει κάθε απειλή, όσο μεγάλη κι αν ήταν. Κι έτσι όλοι ζούσαν πάντα ευτυχισμένοι.

Μια μέρα όμως η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι πυκνό που δεν έφευγε όσο κι αν αγρίευε τη ματιά του ο δράκος. Την ίδια μέρα που χάθηκε το φως χάθηκε και η μαγική σφαίρα. Ποιος κατόρθωσε να πλησιάσει τον πέτρινο δράκο τόσο, χωρίς εκείνος να τον αντιληφθεί;

Έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί. Και όσο θυμόταν τόσο πιο πολύ αγρίευε η ματιά του. Προκάλεσε ανέμους, καταιγίδες, βροντές μα το φως δεν κατάφερε να το φέρει πίσω. Θυμήθηκε έναν μαυροφορεμένο άντρα που τον πλησίασε λέγοντας του χίλιες δυο κολακείες. Το τσιριχτό του γέλιο και η γκρίζα του όψη τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Κι εκεί που του μιλούσε, με κίνηση δεξιοτέχνη ο παράξενος εκείνος άντρας έβγαλε από το πίσω μέρος της μαύρης του μπέρτας ένα φλάουτο. «Με λένε Σκοτεινό», συστήθηκε κι έφερε το φλάουτο στα χείλη του. Ναι, τώρα θυμόταν ξεκάθαρα. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν. Ο Σκοτεινός με την αλλόκοτη μουσική, που μόνο φλάουτο δεν θύμιζε, κατάφερε να τον αποκοιμίσει! Έτσι τού έκλεψε την πολύτιμη σφαίρα, που κρατούσε μέσα της όλη την αγάπη και την ευτυχία της πόλης του. Η σφαίρα αυτή ήταν πανίσχυρη. Ακολουθούσε τις επιθυμίες του αφέντη της. Και τα σχέδια του Σκοτεινού ήταν καταστροφικά. Θα βύθιζε τον κόσμο στο σκοτάδι. Θα σκορπούσε το μίσος και τη δυστυχία παντού. Έτσι θα βασίλευε για πάντα. Ο πέτρινος δράκος ανησυχούσε πολύ. Κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να βοηθήσει την πόλη του, αλλά ποιος;. Αχ και να μπορούσε να μετακινηθεί από αυτό το βάθρο, να πολεμήσει τον Σκοτεινό και να φέρει πίσω τη σφαίρα μαζί και το φως.

Διαβάστε επίσης  Ο βάτραχος νούμερο 21 της Πούκι
Advertising

Advertisements
Ad 14

Οι άνθρωποι της πόλης του γρήγορα τον εγκατέλειψαν. Πίστευαν ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για το κακό που τους βρήκε. Με τον καιρό έγιναν δύστροποι και θλιμμένοι. Το σκοτάδι σιγά σιγά φώλιασε και στις καρδιές τους.

Κάποια μέρα στάθηκε κάτω από τον πέτρινο δράκο μια γυναίκα με το κοριτσάκι της. Έκλαιγε και τον καταριόταν. Η σοδειά τους είχε καταστραφεί, η οικογένεια της πεινούσε. Τότε ένα πέτρινο δάκρυ κύλησε από τα μάτια του δράκου αγγίζοντας τα πόδια του κοριτσιού. Η μικρή έσκυψε γρήγορα, το μάζεψε και το έκρυψε μέσα στην τσέπη της. Καθώς ξεμάκραιναν το κορίτσι όλο και γύριζε πίσω το κεφάλι της. Η ματιά του δράκου τους ήταν πιο θλιμμένη από ποτέ. Εκείνο το βράδυ η μικρή Ασημένια έμεινε ξάγρυπνη. Συλλογιόταν συνεχώς το δράκο και τη θλιμμένη του έκφραση. Αποφάσισε να ξαναπάει, να τον επισκεφτεί, αλλά μόνη της αυτή τη φορά.

Πράγματι ο πέτρινος δράκος μόλις την είδε να πλησιάζει την αναγνώρισε. Της φάνηκε μάλιστα σαν να τής χαμογέλασε. Τα μάτια του κοριτσιού ήταν ακόμη φωτεινά κι έκαναν το δράκο ν’ αναθαρρήσει. Της αποκάλυψε την ιστορία του Σκοτεινού και ζήτησε τη βοήθεια της, καθώς εκείνος ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Η Ασημένια στην αρχή τα ‘χασε. Ο πέτρινος δράκος δεν την κοίταζε μόνο, αλλά της μίλησε στ’ αλήθεια. Της ανέθεσε μια πολύ δύσκολη αποστολή. Μια αποστολή γεμάτη κινδύνους για ένα τόσο μικρό κορίτσι.

«Χάιδεψε το πέτρινο δάκρυ μου και γίνε χελιδόνι, βρες που κρύβει τη σφαίρα μου ο Σκοτεινός», της είπε στο τέλος.

Advertising

Η Ασημένια με καρδιά που έτρεμε στην αρχή έγινε χελιδόνι κι έφερε ένα γύρω τα πέρατα του κόσμου. Το σκοτάδι απλωνόταν πολύ πέρα από τη δική τους πόλη. Στον κόσμο βασίλευε ο πόλεμος, το μίσος, η φτώχεια. Ο άσχημος άντρας κρατούσε την μαγική σφαίρα στην κορυφή ενός κάστρου. Είχε για φύλακες τρία εξαγριωμένα τέρατα έτοιμα να κατασπαράξουν όποιον πλησίαζε. Αδύνατο να τα βάλει κάποιος μαζί τους. Αυτά διηγήθηκε η Ασημένια στον δράκο μόλις γύρισε από το ταξίδι της αποκαρδιωμένη.

Διαβάστε επίσης  Η Ευχή του πρίγκιπα του Νίκου Κατέχη

«Είσαι η μόνη μας ελπίδα, Ασημένια. Έχεις γενναία καρδιά και μάτια φωτεινά. Μπορείς να τα βάλεις μαζί τους», την παρακάλεσε ο πέτρινος δράκος.

«Δεν θα τα καταφέρω, δράκε μου, όχι, αυτό μη μου το ζητάς. Εκείνα τα τέρατα είναι τόσο φοβερά».

«Άκουσε καλή μου. Γίνε πάλι χελιδόνι και πέταξε. Με το πέτρινο δάκρυ μου μεταμόρφωσε τα τέρατα σε βάτραχους και τρέξε να πάρεις τη σφαίρα».

Advertising

«Φοβάμαι. Εκεί όλα είναι βουτηγμένα στο σκοτάδι. Αν με ανακαλύψει αυτός ο μοχθηρός άνθρωπος; Πώς θα του ξεφύγω»;

«Ασημένια, πιστεύω στη δύναμη της καρδιάς σου. Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να ξεγελάσεις το Σκοτεινό. Τα φωτεινά σου μάτια θα τον τρομάξουν. Μόνο έχε το νου σου στο φλάουτο. Θαρρώ πως είναι κι αυτό μαγεμένο. Η μουσική του είναι αλλόκοτη και μεμιάς σ’ αποκοιμίζει. Αν τον δεις να το φέρνει στα χείλη του κλείσε τ’ αυτιά σου και φύγε».

Η Ασημένια συλλογιζόταν τα λόγια του δράκου. Θα πολεμούσε για την πόλη της, για εκείνον που θλιβόταν τόσο καθηλωμένος στο βάθρο του, ανήμπορος να διώξει το γκρίζο από τον τόπο του. Ναι, το αποφάσισε. Θα έπαιρνε τη μαγική σφαίρα. Θα έφερνε πάλι το φως στον κόσμο.

Έτσι, μια και δυο η Ασημένια έγινε πάλι χελιδόνι και πέταξε μες τη νύχτα. Μόλις έφτασε στο κάστρο τα τέρατα την οσμίστηκαν και όρμησαν να την κατασπαράξουν. Μια μικρή σπίθα από το πέτρινο δάκρυ ήταν αρκετή για να τα μεταμορφώσει σε τρία φωνακλάδικα βατράχια. Φτερούγιζε ήδη γύρω από την κορυφή του κάστρου. Από τον φεγγίτη μπήκε μέσα σε μια μικρή κατασκότεινη καμαρούλα. Μόλις που διέκρινε την αχνή φλόγα της μαγικής σφαίρας. Τότε έγινε και πάλι κορίτσι και άπλωσε το χέρι της να πάρει τη σφαίρα. Ξάφνου ένα κοράκι πετάχτηκε κρώζοντας, ξεσηκώνοντας όλο το κάστρο στο ποδάρι. Η Ασημένια τρόμαξε. Έψαξε το μαγικό δάκρυ για να ξαναγίνει χελιδόνι, αλλά δεν το έβρισκε πουθενά. Αμέσως όρμισε μέσα ο Σκοτεινός ουρλιάζοντας. Στο σκοτάδι ίσα που διακρινόταν η μακριά του μύτη και το στόμα του που στράβωνε από οργή καθώς αντιλήφθηκε την Ασημένια. Το κορίτσι πάγωσε από φόβο. Ήταν χαμένη, το ήξερε πια, όταν είδε κάτι ν’ αχνοφέγγει κατάχαμα. Το πέτρινο δάκρυ! Ο δράκος της, που ανησυχούσε γι’ αυτή.

Διαβάστε επίσης  Η ζωή είναι αγάπη της Κων/νας Δουβόγιαννη
Advertising

Ο Σκοτεινός δεν άργησε να την ανακαλύψει και με μιας την γράπωσε από τους ώμους. Έβαλε τα δυνατά της να μην κλάψει. Είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Μια κοιτούσε τον Σκοτεινό και μια το πέτρινο δάκρυ. Τόσο δα ήθελε για να το φτάσει και να σωθεί. Εκείνο κάθε τόσο έστελνε μικρές, δειλές λάμψεις. Ώσπου τα μάτια της Ασημένιας κατάφεραν να διακρίνουν το φλάουτο του μοχθηρού άντρα. Κρεμόταν από τη φαρδιά του μπέρτα. Θυμήθηκε μεμιάς τα λόγια του δράκου, τσίριξε τότε με όλη της τη δύναμη στο πρόσωπο του άντρα. Εκείνος ξαφνιάστηκε βλέποντας το φως στα μάτια του κοριτσιού. Αμέσως του άρπαξε το φλάουτο. Αυτός μες στο πηχτό σκοτάδι άρχισε να την κυνηγά, αλλά η Ασημένια τρύπωσε πίσω από ένα χαμηλό ερμάρι, έφερε στο στόμα της το φλάουτο κι άρχισε να φυσά με αγωνία. Πράγματι η μελωδία του ήταν παράξενη. Σαν να μην έβγαινε από φλάουτο. «Θα είναι κι αυτό μαγεμένο», συλλογίστηκε. Σε λίγο στο κάστρο βασίλευε σιωπή. Όλοι είχαν αποκοιμηθεί. Η Ασημένια δεν έχασε χρόνο, πήρε τη μαγική σφαίρα, το πέτρινο δάκρυ και το φλάουτο, έγινε χελιδόνι και πέταξε πίσω στην πόλη της.

Τα μάτια του δράκου μόλις την αντίκρισαν έλαμψαν από χαρά. Η πόλη πλημμύρησε από φως. Ένας λαμπρός ήλιος ανέτειλε σ’ όλο τον κόσμο και ζέστανε τις καρδιές των ανθρώπων.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Σπίτι, ο τόπος που μεγαλώσαμε...

Σπίτι, ο τόπος που μεγαλώσαμε…

Σπίτι, ο τόπος που πάντοτε με κάποιο τρόπο, μεταφορικά ή

Προβιοτικά: Τα οφέλη στη νόσο Alzheimer

Προβιοτικά: Τα οφέλη στη νόσο Alzheimer Ποιες είναι οι επιδράσεις