Μια φορά και έναν καιρό σε μία πόλη κάπου στη Γαλλία ζούσε ένας βασιλιάς, μία βασίλισσα και η πριγκίπισσα Ολιβιάνα. Η πόλη τους ήταν πολύ ιδιαίτερη καθώς όλοι έλεγαν παραμύθια. Οι άνθρωποι εκεί μαζί με τα γνωστά παραμύθια έφτιαχναν και άλλα δικά τους με τέρατα, δράκους και μάγισσες. Η πόλη είχε ένα τυπογραφείο και τα παραμύθια τυπώνονταν και από εκεί ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο.
Όλα άλλαξαν όταν πέθανε η βασίλισσα. Ο βασιλιάς διέταξε να μην πει κανείς παραμύθι ούτε και να τυπωθεί για δύο μέρες.
Οι δύο μέρες πέρασαν δύσκολα για τον λαό. Την επόμενη μέρα όλα ήταν ίδια για όλους εκτός από τον βασιλιά, ο οποίος κλείστηκε στην κάμαρή του.
Η Ολιβιάνα ανησυχούσε και πήγαινε έξω από την πόρτα του πατέρα της και τον άκουγε να μιλάει με κάποιον. Έτσι μία μέρα και όπως είχε το αυτί της κολλημένο στην πόρτα, αυτή άνοιξε και η πριγκίπισσα βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο. Έτρεξε γρήγορα και κρύφτηκε πίσω από μία πολυθρόνα.
– Δεν έχω άλλη επιλογή, πρέπει να βρω μία σύζυγο, είπε ο βασιλιάς.
-Βασιλιά μου, θα πρέπει να είσαι σίγουρος για την επιλογή, είπε μία γυναικεία φωνή.
-Έχεις δίκιο, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς.
-Με όλο τον σεβασμό, πρέπει να φύγω για να ετοιμαστώ για το χορό, είπε η φωνή.
-Φυσικά Σταχτοπούτα, είπε ο Βασιλιάς και τότε ακούστηκε ένα κλικ. Μετά ο βασιλιάς βγήκε από την κάμαρή του.
Η Ολιβιάνα όλη αυτή την ώρα προσπαθούσε να μην γίνει αντιληπτή. Μόλις έφυγε ο βασιλιάς την προσοχή της τράβηξε ένα μικρό βελούδινο κουτί που υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Πήρε το κουτί και το ακούμπησε κοντά στην καρδιά της και τότε συνέβη κάτι πολύ παράξενο.
Το κουτί μετατράπηκε σε μία τεράστια πυξίδα, με γρανάζια και πολύχρωμους δείκτες. Στο πάνω μέρος της πυξίδας υπήρχε μία πεταλούδα με πανέμορφα φτερά, στο κάτω μέρος ένα τεράστιο δέντρο, στα αριστερά ένα μικρό σπίτι και στα δεξιά το τετράγωνο ήταν κενό.
-Διάλεξε ένα τετράγωνο, ακούστηκε μία φωνή.
-Ποιος είναι; ρώτησε η πριγκίπισσα.
-Είμαι το πνεύμα του πυξιδορολογιού, ακούστηκε η φωνή.
-Ορίστε; ψέλλισε η Ολιβιάνα.
– Σκέψου μία ηρωίδα παραμυθιού και διάλεξε ένα τετράγωνο, είπε η φωνή.
Η Ολιβιάνα είπε: «Χιονάτη» και άγγιξε την πεταλούδα.
Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε η Χιονάτη.
-Με ποιόν έχω την τιμή να μιλάω; είπε η Χιονάτη.
-Είμαστε εμείς, απάντησε η φωνή.
-Ποιοι εσείς; ρώτησε η Χιονάτη.
-Η πριγκίπισσα Ολιβιάνα και το πνεύμα του πυξιδορολογιού, είπε η φωνή.
-Ζητώ συγνώμη πριγκίπισσά μου, είπε η Χιονάτη και υποκλίθηκε.
– Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου για την εκλογή βασίλισσας, είπε η φωνή.
Η Χιονάτη σκέφτηκε λίγο.
-Καλύτερα να ζητήσετε την συμβουλή από κάποιον σοφότερο. Πηγαίνετε στον Ευτυχισμένο Πρίγκιπα. Αυτός τα βλέπει όλα και τα ξέρει όλα, είπε η Χιονάτη.
Η φωνή είπε: «Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» και η Ολιβιάνα άγγιξε την πεταλούδα.
Τότε η Ολιβιάνα αντιλήφθηκε ότι δεν πατούσε στην γη.
– Με την δύναμη της ψυχής και της φαντασίας σου μπορείς να κάνεις τα πάντα. Εκεί κάτω είναι ο πρίγκιπας και μας περιμένει, είπε η φωνή.
Φτάνοντας στον πρίγκιπα η Ολιβιάνα εξήγησε γρήγορα τι ακριβώς ήθελε. Εκείνος γύρισε και της είπε:
«Eίσαι η βασίλισσα».
Τότε το μικρό βελούδινο κουτί έπεσε από τα χέρια της πριγκίπισσας.
Η Ολιβιάνα ένιωσε αμέσως να αλλάζει και να στροβιλίζεται πολύ γρήγορα μέσα σ’ ένα τεράστιο μαύρο χωνί. Φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε καθώς πήγαινε πέρα-δώθε με πολύ μεγάλη ταχύτητα ώσπου στο τέλος προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα δεμάτι σανό. Ήταν ξυπόλητη και φορούσε κουρέλια. Έκανε να πιάσει τις μακριές μαύρες μπούκλες της και κατάλαβε ότι τα μαλλιά της ήταν κοντοκουρεμένα.
-Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, είπε η πριγκίπισσα και άρχισε να κλαίει.
Σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν στο δάσος. Άρχισε να περπατάει ώσπου βράδιασε. Βρήκε μία κουφάλα δέντρου και πέρασε το βράδυ της εκεί.
Το δέντρο κάτι της θύμιζε αλλά πάλι δεν ήταν σίγουρη, ώσπου αγκάλιασε τον γέρικο κορμό του και τότε……..
– Επιτέλους! Δεν άντεχα άλλο, είπε το δέντρο.
Η πριγκίπισσα κοιτούσε παραξενεμένη.
Από τον κορμό του δέντρου βγήκαν δύο τεράστια χέρια και έφτιαξαν μία αιώρα.
-΄Ελα, κάθισε πριγκίπισσα, είπε το δέντρο.
-Μα, καλά πως με ξέρεις; ρώτησε η πριγκίπισσα.
– Είμαι ένα μαγεμένο δέντρο και εσύ κατάφερες με την αγάπη σου να διαλύσεις το μαγικό ξόρκι και να μ’ ελευθερώσεις. Με είχε μαγέψει μία θεότρελη μάγισσα και να σου πω στην αλήθεια με είχαν ξεχάσει και δεν με έβαζαν σε κανένα παραμύθι μέχρι που ήρθες εσύ.
-Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; ρώτησε η πριγκίπισσα και κάθισε αναπαυτικά.
-Συνέβησαν πολλά αλλά εσύ να συνεχίσεις να έχεις αγνή ψυχή και να μην ξεχνάς να λες παραμύθια. Θα συναντήσεις ανθρώπους που δεν έχουν ακούσει παραμύθια. Μετάδωσέ τους την αγάπη σου για τα παραμύθια και ύστερα άφησέ τους να δημιουργήσουν δικά τους. Όσο για το πυξιδορολόι, δεν διαλύθηκε αλλά να εκεί στο τέλος του δάσους σε περιμένει μία πεταλούδα, ακολούθησέ την.
Η Ολιβιάνα σηκώθηκε και όταν κοίταξε το δέντρο αυτό είχε εξαφανιστεί.
Στην άκρη του δρόμου την περίμενε μία τεράστια πεταλούδα με πολύχρωμα φτερά. Χωρίς να πει κάτι ανέβηκε πάνω στην πεταλούδα και πέταξαν ψηλά.
Η πεταλούδα που την έλεγαν Ελίνα, είπε:
– Καλή μου πριγκίπισσα θα πρέπει να βοηθήσεις την οικογένεια που μένει σε εκείνο το σπίτι δίπλα στην λιμνούλα.
-Αυτό είναι το σπίτι από το πυξιδορολόι! είπε η Ολιβιάνα.
-Σωστά. Θυμήσου μόνο δεν πρέπει να αποκαλύψεις ποια είσαι, είπε η Ελίνα.
Η πεταλούδα την άφησε στο σπίτι, την χαιρέτησε και χάθηκε ψηλά στον ουρανό.
Στην αυλή του σπιτιού ένα μικρό αγόρι έπαιζε. Μόλις είδε την κοπέλα σταμάτησε και την πλησίασε.
-Καλημέρα, είμαι ο Ζακ. Εσύ ποια είσαι; ρώτησε ο μικρός.
-Είμαι η πριγκίπισσα Ολιβιάνα, είπε η πριγκίπισσα και αμέσως το μετάνιωσε.
Μετά από λίγο ο Ζακ εμφανίστηκε στην πόρτα τραβώντας την μαμά του από την ποδιά.
-Μαμά, η κοπέλα είναι η πριγκίπισσα Ολιβιάνα.
-Δεν μου μοιάζει και πολύ για πριγκίπισσα, είπε η μαμά αστειευόμενη.
Η Ολιβιάνα κοκκίνησε και χαμήλωσε τα μάτια. Δεν της είχε συμβεί να μην την αναγνωρίσουν.
-Καλωσόρισες στο σπίτι μας. Μπορείς να πλυθείς και να φας κάτι. Μπορούμε να σε φωνάζουμε όπως εσύ θέλεις, είπε η κυρία Σαπώ.
Η Ολιβιάνα την κοίταξε στα μάτια. Της θύμισε την μαμά της έτσι γλυκά όπως της μίλησε.
-Με λένε Ολιβιάνα, είπε η πριγκίπισσα.
-Έτσι ονομάζεται η πριγκίπισσα που μένει στη νότια Γαλλία. Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια για αυτήν. Εδώ όμως ζούμε διαφορετικά. Κανείς δεν μας έχει πει ούτε ένα παραμύθι, είπε η κυρία Σαπώ.
-Ούτε ένα παραμύθι; επανέλαβε η Ολιβιάνα.
Ίσως ήρθε η ώρα να σας πω εγώ, σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Το επόμενο διάστημα η ζωή όλων άλλαξε. Η Ολιβιάνα έμαθε να μαγειρεύει, να μπαλώνει κάλτσες, να μαζεύει άγρια μανιτάρια από το δάσος και να καλλιεργεί λαχανικά στον κήπο. Έλεγε κάθε μέρα και διαφορετικό παραμύθι και φυσικά δεν ξέχασε να βάλει σ’αυτά και το μαγεμένο δέντρο. Τα βράδια όλη η οικογένεια μαζεύονταν γύρω από το τζάκι και εκεί κοντά στις φλόγες ξεπηδούσαν αγαπημένοι ήρωες, οι οποίοι έκαναν τον Ζακ και την κυρία Σαπώ να αποκοιμούνται γλυκά και το άλλο πρωί να συζητούν συνέχεια για το παραμύθι που άκουσαν. Πολύ γρήγορα έμαθαν να φτιάχνουν τα δικά τους και να βάζουν πολλούς και αλλόκοτους ήρωες.
Η Ολιβιάνα πήγαινε συχνά στη λίμνη καθώς της άρεσε εκεί. Αναρωτιόταν τι να γινόταν στον τόπο της και δεν πρόσεξε ότι υπήρχε ένα μικρό βελούδινο κουτί δίπλα της.
-Το πυξιδορολόι. Τελικά είχε δίκιο το δέντρο δεν το έχασα, είπε η πριγκίπισσα.
Όταν έκανε να ανοίξει το κουτί εμφανίστηκε η Ελίνα, η πεταλούδα.
-Όχι ακόμη. Πρέπει να σου πω τι συνέβη. Ο βασιλιάς αρρώστησε βαριά.
– Πρέπει να επιστρέψω στο παλάτι, είπε η Ολιβιάνα.
-Φυσικά, αλλά για άκουσε το σχέδιό μου.
Έτσι η Ολιβιάνα και η Ελίνα συμφώνησαν.
Κάθε Τρίτη περνούσε ο κύριος Ζελίν και έπαιρνε τα σακιά με το αλεύρι που πουλούσε η κυρία Σαπώ.
Τα φόρτωσε στο άλογό του και έφυγε για την πόλη. Τα σακιά πήγαιναν στο φούρνο. Ένα σακί πήγαινε στο παλάτι.
Έκπληκτη η μαγείρισσα άνοιξε το σακί και από μέσα ξεπήδησε η πριγκίπισσα.
-Σςς…, έκανε η Ολιβιάνα.
Η μαγείρισσα έμεινε έκπληκτη όταν κατάλαβε ότι το κορίτσι ήταν η χαμένη πριγκίπισσα και αμέσως υποκλίθηκε. Η Ολιβιάνα έτρεξε γρήγορα μέσα στο παλάτι. Οι φρουροί την αντιλήφθηκαν και άρχισαν να τρέχουν ξοπίσω της. Πριν η Ολιβιάνα φτάσει στην κάμαρη του βασιλιά ένας φρουρός την άρπαξε από την μπλούζα.
Η Ολιβιάνα φώναξε δυνατά:
-Αφήστε με, είμαι η πριγκίπισσα Ολιβιάνα.
Αμέσως η πόρτα του βασιλικού δωματίου άνοιξε και ο βασιλιάς δεν πίστευε στα μάτια του. Αγκάλιασε και φίλησε την κόρη του.
Η Ολιβιάνα διηγήθηκε τις περιπέτειές της στον πατέρα της, ο οποίος την άκουσε προσεκτικά και μόλις τελείωσε της πρότεινε να ανοίξει το κουτί.
Το πυξιδορολόι δούλευε κανονικά. Το τελευταίο τετράγωνο δεν ήταν πια λευκό. Υπήρχε η φωτογραφία της Ολιβιάνας με το στέμμα της βασίλισσας.
-Ολιβιάνα, ήρθε η ώρα να γίνεις βασίλισσα, είπε ο βασιλιάς συγκινημένος.
Η Ολιβιάνα ήταν πολύ χαρούμενη. ΄Ολοι ήταν χαρούμενοι όταν επέστρεψε η χαμένη πριγκίπισσα. Έλεγαν και ξαναέλεγαν τις περιπέτειες της και έφτιαχναν και δικές τους.
Στο παλάτι η Ολιβιάνα προσκάλεσε να μείνουν για όσο διάστημα ήθελαν η κυρία Σαπώ και ο Ζακ.
Και ας μην ξεχνάμε ότι αν δεν υπήρχαν και αυτοί, αυτό το παραμύθι μπορεί και να μην γραφόταν.