Μια φορά και έναν καιρό κάπου εδώ κοντά μας υπήρχε ένα όμορφο χωριό με ένα πανέμορφο παλάτι μες τα λουλούδια και τα χρώματα
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν τόσο καλοί άνθρωποι που όλοι τους λάτρευαν , χωρικοί και αυλικοί αγαπούσαν και θαύμαζαν το ζευγάρι για την καλοσύνη και την γενναιοδωρία τους και εκείνοι όμως αγαπούσαν και προστάτευαν πολύ τους πιστούς υπηκόους τους….
Ένα πρωινό στις αρχές του Καλοκαιριού που τα λουλούδια μόλις είχαν αρχίσει να ανθίζουν ,οι σάλπιγγες του παλατιού ήχησαν χαρμόσυνα η βασίλισσα μόλις έφερε στον κόσμο μια όμορφη πριγκίπισσα την Μυρτιά
Αμέσως στήθηκε μεγάλος χορός στο παλάτι πανηγύρι ολάκερο για τον ερχομό της μικρούλας , ένα τεράστιο τραπέζι με φαγητά και γλυκά τόσα πολλά που εκτώς τους υπηκόους του χωριού θα μπορούσε να ταΐσει και όλα τα γύρω παλάτια
Ο χορός κράτησε μέρες το παλάτι ήταν στολισμένο τα δέντρα και τα λουλούδια είχαν ανθίσει και απ τα δάκρυα χαράς όλων έτσι ξαφνικά ένα ποταμάκι σχηματήστικε μέσα στο παλάτι
Όλοι πέρασαν να ευχηθούν στους βασιλείς για την μικρούλα ,χωρικοί ,αυλικοί μέχρι και τα ζωάκια του δάσους έφτασαν να θαυμάσουν την ομορφιά της
Ο καιρός πέρναγε και η μικρή Μυρτιά μεγάλωνε και ήταν τόσο όμορφη που τους μάγευε όλους στο πέρασμα της. Όπου πήγαινε τα πάντα άνθιζαν ,τα πουλάκια κελαηδούσαν χαρούμενα τραγούδια τίποτα δεν μπορούσε να της αντισταθεί
Την ομορφιά της όμως την σκιάζε ο εγωισμός ότι ζητούσε η Μυρτιά έπρεπε αμέσως να γίνει , ζήτησε μια όμορφη κούκλα με μακριά μαλλιά μοναδική που κανένα άλλο παιδί δεν είχε , η επιθυμία της διαταγή για τον βασιλιά. Έτσι έδωσε εντολή στα πέρατα του κόσμου να φτιάξουν μια και μοναδική κούκλα που όμοια της δεν υπήρχε
Θέλω ένα φόρεμα φτιαγμένο από σύννεφα ζήτησε η πριγκίπισσα και έτρεξε η βασίλισσα να παρακαλέσει τον ουρανό να της δώσει μερικά συννεφάκια για να φτιάξει το φόρεμα που ζήτησε η μικρή της κόρη
Θέλω μια τούρτα τόσο μεγάλη ώστε να φτάνει μέχρι τον ουρανό ζήτησε και όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου δούλευαν μέρα νύχτα για να την ευχαριστήσουν.
Θέλω τον ήλιο για μπαλόνι και έτρεξε ο ήλιος να κατέβει για να μην πληγωθεί η Μυρτιά . Όσο οι απαιτήσεις της όμως μεγάλωναν τόσο η φύση γύρω της στενοχωριόταν. Τα λουλούδια μαραίνονταν ,τα δέντρα δεν έκαναν καρπούς και το ποταμάκι δεν έτρεχε πια , όλοι στο βασίλειο αρρώστησαν ξαφνικά και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί
Θέλω μια αδερφούλα είπε μια μέρα η πριγκίπισσα ,να την ντύνω και να την χτενίζω όπως θέλω εγώ…Θέλω να παίζω μαζί της μ ακούτε;;; φώναξε στους γονείς της..και εκείνοι έπρεπε να υπακούσουν στην διαταγή της
Οι μέρες και οι μήνες πέρναγαν και όσο η τελευταία επιθυμία της δεν πραγματοποιούταν τόσο περισσότερο πείσμωνε εκείνη και τόσο ποιο πολύ δύστροπη γινόταν, κανείς δεν άντεχε την κακία της μικρής πριγκίπισσας όλοι έφευγαν από κοντά της ,παντού θλίψη και πόνος , αρρώστιες και σιωπή….
Ώσπου μια μέρα η μαμά της χάρισε ένα αδελφάκι…. Έτρεξε η πριγκίπισσα σαν τον αγέρα για να δει την αδελφή της… Όμως στην κούνια δεν βρήκε αυτό που περίμενε. Το μωρό δεν ήταν κοριτσάκι αλλά ένα αγόρι…ένα πανέμορφο μικρό αγοράκι.
Τι είναι αυτό ;φώναξε.. τι σας είπα ότι θέλω ; Α – ΔΕΡ – ΦΟΥ- ΛΑ αυτό εδώ δεν το θέλω… Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δυσαρεστηθήκαν με την συμπεριφορά της κόρης τους… μάταια προσπάθησαν να της εξηγήσουν , η Μυρτιά δεν δεχόταν κουβέντα. . .δεν τον θέλω ,δεν είναι αδελφός μου σας λέω…. Εγώ αδερφούλα ήθελα και όχι αυτόν…αυτός είναι…είναι…είναι…είναι αυλικός
Ο καιρός περνούσε ο μικρός πρίγκιπας μεγάλωνε και ήταν τόσο όμορφος και πάντα χαμογελούσε δεν τον ενόχλησε ούτε μια φορά η συμπεριφορά της αδελφής του… ισα ισα που όσο πείσμα και κακία έβγαζε η Μυρτιά αυτός αγάπη και καλοσύνη μοίραζε
Απαιτητική η πριγκίπισσα, ολιγαρκής ο πρίγκιπας , δεν εζήταγε ποτέ τίποτα για τον εαυτό του ,πάντα ότι ζητούσε το ζητούσε για τους άλλους , Όλοι τον λάτρευαν
Ναι ,με την καλοσύνη του και την αγαθή του την καρδιά είχε επισκιάσει την κακία της αδελφής του
Ένα πρωί η πριγκίπισσα θύμωσε που το κέντρο όλων πια δεν ήταν εκείνη αλλά αυτός ο μικρός αυλικός και αποφάσισε να φύγει μακριά από το βασίλειο … μια και δυο πηρέ το δρόμο για το δάσος.
Από πού πέρναγε η φύση μαράζωνε πεφτανε τα φύλλα από τα δέντρα , τα λουλούδια ξερενοντουσαν βροντές αστραπές, βροχή και κρύο παντού, Οι βασιλείς έκλαιγαν για την φυγή της κόρης τους ,η βασίλισσα ήταν απαρηγόρητη και αρρώστησε βαριά, τότε ο μικρός καλοκάγαθος πρίγκιπας άνοιξε τα μικρά χεράκια του ,έκλεισε στην αγκαλιά του την μαμά του και της είπε
-Σταμάτα μανούλα μου να κλαις εγώ θα πάω να φέρω πίσω την πριγκίπισσα μας, είμαι άντρας πια .
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας ξεκίνησε για το ταξίδι του στο δάσος, πήρε το δισάκι του με λίγο ψωμί και τυρί, πήρε το αγαπημένο άλογο της αδελφής του και προχώρησε ….όπου πήγαινε τον συντρόφευαν τα ζωάκια ,του καναν παρέα, μιλούσαν και έπαιζαν μαζί του και το μικρό μας πριγκιπόπουλο για να τα ευχαριστήσει τους έδινε μικρές μπουκιτσες από το κολατσιό του
Το ταξίδι ήταν πολύ μεγάλο μα όχι κουραστικό γιατί από πού πέρναγε ο αυλικός της Μυρτιάς όλα ήταν γαλήνια
…. Ώσπου κάποια στιγμή η σοφή η κουκουβάγια του πρότεινε να φορέσει την βαριά την κάπα του που χε μαζί του γιατί πλησίαζαν στο μέρος που χε κάτσει η Μυρτιά γιατί ο καιρός ήταν άσχημος και ο αγέρας λυσσομανούσε
Δεν τον φοβάμαι τον καιρό, ούτε τον αγέρα είπε ο πρίγκιπας εγώ είμαι άντρας τώρα πια και θα σώσω την αδελφή μου ,η κουκουβάγια του χαμογέλασε και συμφώνησε με τα λεγόμενα του
Φόρεσε ο πρίγκιπας μας την κάπα του και προχώρησε ίσια μπροστά του στην κακοκαιρία αλλά απ όπου περνούσε ο άσχημος καιρός μετατρεπόταν σε λιακάδα ….ώσπου έφτασε σε ένα πολύ μεγάλο δέντρο μάλλον πλάτανος θα ήταν…
Από την μια μεριά του δέντρου επικρατούσε βροχή και κρύο από την άλλη ζεστή και ήλιος
. – Εδώ είναι η αδερφούλα μου σκέφτηκε , κοίταξε δεξιά , κοίταξε αριστερά και
– κου κου είπε πριγκίπισσα μου μπορώ να έρθω να κάτσω διπλά σου;
– ποιος είσαι εσύ; Απάντησε η πριγκίπισσα
– Εγώ Μυρτιά μου ο μικρός σου αυλικός και έμεινε ακίνητη η πριγκίπισσα να κοιτάζει το όμορφο μικρό παιδάκι απέναντι της….
Αν δεν με θέλεις για αδελφό σου δεν πειράζει για πάντα θα μαι ο δικός σου ο αυλικός θα σε υπηρετώ και θα σε φροντίζω όπως κάνει κάθε σωστός υπηρέτης ,της είπε και της χάιδεψε το μουσκεμένο μάγουλο απ ‘τα δάκρυα. Το χεράκι του πρίγκιπα ήταν τόσο ζεστό που ζέστανε αμέσως την ψυχρή καρδιά της αδελφής του.
Τότε η μικρή πριγκίπισσα ξέσπασε σε λυγμούς και έσφιξε στην αγκαλιά της το μικρό αγόρι… Συγγνώμη αδερφούλη μου για τον τρόπο που σου φέρθηκα, είσαι ο πρίγκιπας μου είπε και ένιωσε την καρδιά της να λυγίζει … Σου φέρθηκα απαίσια
– Ει αδερφούλα σταματά να κλαις πρέπει να γυρίσουμε πίσω μας περιμένουν η μαμά και ο μπαμπάς και το ταξίδι μας θα ναι μεγάλο
Έτσι τα δυο αδέλφια πήραν τον δρόμο της επιστροφής κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, .Τότε ήταν που ο καιρός κρύο και ζέστη έγιναν ένα …. ήρθε η Άνοιξη. Όπως και σήμερα μπορεί να βρέχει και αμέσως μετά να χουμε ήλιο και ζέστη
Στο παλάτι όλα έγιναν όπως πριν, στήθηκε μεγάλος χορός για την επιστροφή την Μυρτιάς και του ρωμαλέου πρίγκιπα και ίσως να γιορτάζουν την αγάπη και την καλοσύνη τους μέχρι και σήμερα