Κάποτε σε ένα μέρος μακρινό, πίσω από το ψιλό βουνό, βρίσκονταν μια εύφορη πεδιάδα με αγρούς και περιβόλια. Από τα χωράφια και τους λαχανόκηπους, ξεφύτρωναν συνεχώς λογής-λογής λαχανικά και σπόροι. Στάχυα, βαμβάκια, ντοματιές, κολοκυθιές, μελιτζάνες, πιπεριές έστηναν τρελό χορό καθώς ερχόταν το καλοκαιράκι. Πότε έπαιζε μαζί τους ο ήλιος, πότε το αεράκι και άλλες φορές το νεράκι της βροχής. Σε ένα χωραφάκι στο βάθος της πεδιάδας ένας αγρότης είχε στήσει ένα σκιάχτρο, για να τρομάζει τα άτακτα πουλιά που του τρώγανε τη σοδιά. Πράγματι, το σκιάχτρο ήταν τόσο τρομακτικό που κανένα πουλί, ακόμη και ζώο, δεν τολμούσε να περάσει από εκείνο το μέρος. Το είχε φτιάξει πάνω σε ένα σκουπόξυλο που γύρω του είχε δέσει ένα σώμα από άχυρα. Του φόρεσε μερικά παλιόρουχα, του έβαλε κι ένα παλιό ψάθινο καπέλο και το έστησε στη μέση του χωραφιού.
-Ποτέ μην πάτε σε εκείνο το μέρος πέρα στην πεδιάδα, φώναξαν οι καρακάξες στα χελιδόνια, εκεί ζει το πιο τρομακτικό πλάσμα που έχουμε δει ποτέ!
-Ποτέ μην πάτε σε εκείνο το μέρος πέρα στην πεδιάδα, μουρμούρισαν οι αλεπούδες και τις άκουσαν οι λαγοί και το είπαν στις χελώνες.
-Κίνδυνος! Ένα φοβερό πλάσμα ζει σε εκείνο το χωράφι, έτοιμο να κατασπαράξει όποιον βρει μπροστά του και είναι πάντα πολύ πεινασμένο! Ποτέ μην πάτε σε εκείνο το μέρος, σφύριξαν δυο καρδερίνες.
Το σκιάχτρο όμως που καταλάβαινε ότι κανείς δεν το συμπαθούσε στενοχωριόταν πολύ. Τα βράδια κοιτούσε τα αστέρια του ουρανού και τους έλεγε τα παράπονα του.
-Δεν το διάλεξα εγώ να τρομάζω τα ζώα και τα πουλιά! Είμαι καλός, δεν έχω πειράξει ποτέ κανέναν. Όλη μου τη ζωή στέκομαι ακούνητο σε αυτό εδώ το μέρος μέσα στο κρύο και τη ζέστη. Πόσο πολύ κουράστηκα! Μακάρι να μπορούσα να είχα τουλάχιστον έναν φίλο μα μιλάω και να περνάω την ώρα μου.
Μια φθινοπωρινή μέρα, του μίλησε μια κολοκύθα που είχε μεγαλώσει κάτω από τον ίσκιο του.
-Τι έχεις και είσαι τόσο στενοχωρημένο καλό μου σκιάχτρο; Μέρες τώρα σε παρατηρώ και μου μοιάζεις αλλιώτικο. Κάτι βαραίνει την καρδιά σου, είπε η κολοκύθα.
Το σκιάχτρο ξαφνιάστηκε. Κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του είχε μιλήσει με αυτό τον τρόπο. Μόνο ψιθυρίσματα άκουγε πίσω από την πλάτη του για το πόσο άσχημο και πόσο άγριο ήταν.
-Από πού ακούγονται αυτά τα όμορφα λόγια; Εκτός από τους ψίθυρους του ανέμου, και τις σταγόνες της βροχής που αναστενάζουν μόλις πέφτουν στη γη, έχω πολύ καιρό να ακούσω κάποιον να μου μιλάει.
-Αν σκύψεις λιγάκι θα με δεις, εδώ είμαι κάτω από τα πόδια σου, απάντησε η κολοκύθα.
-Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια κολοκύθα μα λύσε μου μια απορία. Εσύ πως και δεν με φοβάσαι; Θα έχεις ακούσει κι εσύ πως κανείς δεν πλησιάζει αυτό το μέρος εξ αιτίας μου.
-Εγώ να σε φοβηθώ καλό μου σκιάχτρο που για χάρη μου μένεις ακίνητο τόσο καιρό σε αυτό εδώ το μέρος; Που για να με προστατέψεις, ξεροψήνεσαι στον ήλιο και δεν κοιμάσαι ποτέ; Χωρίς εσένα, εγώ και οι αδερφές μου, δεν θα είχαμε μεγαλώσει και δεν θα είχαμε γίνει ολοστρόγγυλες, ζουμερές, κατακίτρινες κολοκύθες.
Το σκιάχτρο δεν το είχε σκεφτεί ποτέ αυτό. Στέκονταν στην ίδια θέση, ακούνητο και πρόθυμο να βοηθήσει όποιον ζητούσε τη βοήθεια του αλλά κανείς δεν ερχόταν.
-Χαίρομαι καλή μου κολοκύθα που βοήθησα εσένα και τις αδερφές σου να μεγαλώσετε. Χαίρομαι διπλά και για τη φιλία που μόλις τώρα μου προσφέρεις. Δεν είχα ποτέ κανέναν φίλο, είπε το σκιάχτρο.
-Θέλω να σου κάνω ένα δώρο, είπε η κολοκύθα, για να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου που με βοήθησες να μεγαλώσω και υπέμενες όλα αυτά τα άσχημα σχόλια από τα ζώα και τα πουλιά που πολύ ευχαρίστως αν μπορούσαν θα με έκαναν μια χαψιά.
-Δώρο σε μένα; Με κάνεις πολύ ευτυχισμένο, είπε το σκιάχτρο και δάκρυσε. Δεν ένιωθε μια μόνο. Είχε βρει μια πολύτιμη φίλη.
Και μια και δυο εκείνο το απόγευμα η κολοκύθα μετά τη συζήτηση που είχε με το σκιάχτρο άρχισε να κυλάει αργά στο μεγάλο μονοπάτι που οδηγούσε μέσα στο δάσος κι από πίσω της ακολουθούσε γεμάτο απορία το σκιάχτρο.
-Μα που πάμε; Ρώτησε διστακτικά το σκιάχτρο.
Το σκιάχτρο δεν είχε δει ποτέ ξανά το δάσος. Πόσο πολύ του άρεσαν τα χρώματα, τα δέντρα και ο ίσκιος τους, τα λουλούδια οι μυρωδιές. Στο πέρασμα τους όμως συνέβαινε κάτι παράξενο. Τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν, τα τζιτζίκια σταμάτησαν το τραγούδι τους, τα λουλούδια έκλεισαν τα πέταλά τους και τα δέντρα έκρυψαν τα φύλλα τους. Μια τρομακτική σιωπή κυριαρχούσε παντού.
-Μα τι πάθανε όλοι; Αναρωτήθηκε για μια στιγμή η κολοκύθα, που δεν έχανε όμως το ρυθμό της.
-Τι δουλειά έχει αυτό το τρομακτικό πλάσμα στο δάσος μας; Αναφώνησε η κουκουβάγια.
-Θα μας φάει όλους, δεν γλιτώνουμε, ψιθύρισε ένας σπίνος.
Η κολοκύθα άκουγε τα σχόλια των πουλιών, αλλά δεν την ένοιαζε. Κυλούσε πότε αργά και πότε γρήγορα στο μονοπάτι και δεν άφηνε το σκιάχτρο από τα μάτια της, που την ακολουθούσε σαστισμένο και γεμάτο περιέργεια. Μετά από ώρα πολλή, φτάσανε σε ένα ξέφωτο που στη μέση υπήρχε μια λιμνούλα.
-Τι όμορφο τοπίο! Μονολόγησε το σκιάχτρο.
-Έλα πλησίασε καλό μου σκιάχτρο, του έγνεψε η κολοκύθα. Έλα κοντά μου σε παρακαλώ, έχω κάτι να σου δείξω.
Το σκιάχτρο πήγε κοντά στην κολοκύθα που στέκονταν δίπλα στη λίμνη και κοίταξε μέσα. Για λίγο έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν πραγματικά απαίσιο. Τρόμαξε βλέποντας τον ίδιο του τον εαυτό να καθρεφτίζεται στα κρυστάλλινα νερά της λίμνης και έβγαλε μια δυνατή φωνή.
-Τώρα καταλαβαίνω γιατί όλοι δεν θέλουν να με πλησιάζουν, ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν θα άντεχα τον εαυτό μου, είπε με δάκρυα απογοήτευσης το σκιάχτρο. Πες μου καλή μου κολοκύθα στα αλήθεια είμαι τόσο τρομακτικό;
-Λιγάκι μόνο! Είπε η κολοκύθα. Αυτό όμως είναι κάτι που μπορούμε να το διορθώσουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι μέσα σου έχεις μια πολύ όμορφη και ζεστή καρδιά, να το θυμάσαι για πάντα αυτό αγαπημένο μου σκιάχτρο. Σε έφερα μέχρι εδώ γιατί θέλω να σου κάνω ένα δώρο, το θυμάσαι;
-Ναι αλλά τι δώρο μπορείς να κάνεις εσύ σε μένα;
Η κολοκύθα είχε πάρει την απόφαση της. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Πήρε φόρα και σφήνωσε πάνω στο σκουπόξυλο και στα λιγοστά άχυρα που κρατούσαν το ψάθινο καπέλο του σκιάχτρου, αποκαλύπτοντας ένα όμορφο μουσταρδί κεφάλι, που ταίριαζε τέλεια με το υπόλοιπο σώμα.
-Μα τι έγινε δεν καταλαβαίνω, απόρησε το σκιάχτρο και πήγε να ξανακοιταχτεί στα νερά της λίμνης.
Δεν πίστευε στα μάτια του. Το σκιάχτρο από άσχημο τρομακτικό και κακομούτσουνο που ήταν μέχρι τότε, μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε μια πολύ όμορφη χαμογελαστή φιγούρα, έμοιαζε σωστός πρίγκιπας. Το θέαμα αυτό το είδαν και τα πουλιά και όλα τα ζώα του δάσους, που έπαψαν πια να φοβούνται το σκιάχτρο. Πήγαν κοντά του και άρχισαν να χορεύουν όλα μαζί ενθουσιασμένα. Το σκιάχτρο δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει την κολοκύθα. Ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής του.
-Έλα να παίξουμε, του είπε μια αλεπού.
-Έλα να σου δείξω πως κολυμπάω στη λίμνη, του φώναξε μια αγριόχηνα.
-Έλα να παραβγούμε σε έναν αγώνα, του είπε ένας λαγός.
-Τι ωραία που παίζουμε μαζί σου σκιάχτρο. Συμφώνησαν όλα τα ζώα του δάσους.
-Σας ευχαριστώ πολύ όλους σας, είπε το σκιάχτρο, αλλά η θέση μου είναι στο χωράφι μακριά από εδώ. Πρέπει να στέκομαι εκεί, ακούνητος για πολλές ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο και κάτω από το κρύο του χειμώνα για να προφυλάξω τις φίλες μου τις κολοκύθες που βιάζονται να μεγαλώσουν. Είστε όλοι καλεσμένοι να έρθετε στον τόπο μου, αλλά με μια μόνο συμφωνία. Δεν θα πειράξει κανείς τις φίλες μου τις κολοκύθες κι εγώ θα σας χαρίσω το πιο γλυκό μου χαμόγελο και θα σας λέω τις ιστορίες που συζητάω με τον ήλιο τις ατέλειωτες ώρες του μεσημεριού.
Τα ζώα, από εκείνη τη στιγμή τήρησαν τη συμφωνία τους με το σκιάχτρο και περνούσαν κάθε λίγο και του έκαναν παρέα. Πότε ξάπλωναν στη σκιά του και πότε ξαπόσταιναν στους ώμους του, χωρίς όμως ποτέ να πλησιάσουν τη σοδιά με τις κολοκύθες που μεγάλωναν όμορφα στην όμορφη κοιλάδα.