Μυστική Πύλη, 1300κάτι μ. Χ 😉
«Συμφορά! Συμφορά!», φώναξε πανικόβλητος ο Μαν Ατζερ, τον οποίο είχε προσλάβει ο αριστερόχειρας Μεγάλος Μόδιστρος ως το δεξί του χέρι.
«Συμφογά! Συμφογά!» λάλησε ο γάλλος παπαγάλος του κάστρου.
«Συμφογά!» ακούστηκε η ηχώ του παπαΓάλλου.
Τα μέλη του Τάγματος των Μονδέλων άκουσαν, αλλά δεν πολυσκοτίστηκαν. Ήταν απορροφημένα από την ομορφιά τους.
«ΑααααΑ!,» τσίριξε το πνεύμα μιας σοπράνο που κοιμόταν μέσα στο σώμα του Μαν Ατζερ. Κι έσπασε τα φιμέ γυάλινα τείχη του κάστρου που προστάτευαν από το κακό το μάτι.
Καμία αντίδραση. Τα μονδέλα κοιτούσαν τα καθρεφτάκια τους.
«Ωιμέ! Με-γά-λο κα-κό μας βρή-κε!», συλλάβισε δραματικά και σωριάστηκε χάμω με έναν γδούπο (γκντουπ), ενώ έτριξαν ταυτόχρονα τα μάρμαρα της Επιδαύρου, τα κόκαλα του Σοφοκλή και τα δόντια της Πέγκυ Καρά.
Καμία αντίδραση. Όμως, έτσι όπως έπεσε, έριξε το επίπεδο.
«Σας έχω κουτσομπολιό…», είπε με ύπουλο ύφος -και η φωνή του ίσα που ακούστηκε.
Το τάγμα συγκεντρώθηκε γύρω του στο πιτς φιτίλι. Στα μάτια όλων άστραψε το ενδιαφέρον.
«Ζωντόβολα! Τώρα πήρατε μπρος, ε;;», ξέσπασε. «Λοιπόν, ακούστε νέα πιπεράτα σαν σος καυτερό τσίλι που πέφτει με μπετονάκι στο στόμα δράκου και βάζει φωτιά στα μπατζάκια μας!»
Ο Μαν Ατζερ έκανε μια παύση που κράτησε ένα μιλισεκόντ για να δώσει έμφαση στην είδηση.
«Ο Μεγάλος Μόδιστρος…..έκλεισε το μάτι!!!»
«ΤΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ; ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΜΑΤΙ;», ρώτησαν εμβρόντητα τα μονδέλα.
«Συμφορά!», ψέλλισε το αρχιμονδέλο.
«Συμφορά! Συμφορά!», ακολούθησαν τα μονδέλα τελείως ασυγχρόνιστα σαν χορωδία οδικών πτηνών που παίζουν μουσική στον δρόμο, αλλά το μόνο που ακούγεται καλά είναι το όνομά τους.
«Ένα θεός ξέρει τι μας περιμένει!» κλαψούρισε ο Μαν Ατζερ.
«Μεσιέ, παρντόν που ρωτάω, αλλά γιατί είναι τόσο τράτζικ που έκλεισε το μάτι ο Μεγάλος Μόδιστρος ντε Βελονί;», ρώτησε αφελώς ο μαθητευόμενος ραφτάκος που σε προηγούμενη ζωή ήταν γενναίος ραφτάκος και στην επόμενη θα είναι μαθητευόμενος μάγος· σε αυτή τη ζωή δεν ξέρει τι είναι, αλλά το ψάχνει κόβοντας πατρόν σε φέτες ζαμπόν, γιατί στο παρελθόν ήταν και σεφ στη Λυόν.
Γελάκια ανωτερότητας ακούστηκαν τριγύρω. Ο Μαν Ατζερ απάντησε:
«Πού ζεις, αγαπημένε μου μικρέ ατάλαντε ραφτάκο που σκέφτομαι να σου κάνω μετεγγραφή από το ατελιέ στο Χόγκουαρτς, γιατί μόνο με μαγικά θα γίνεις σχεδιαστής μόδας; Δεν έχεις ακούσει ότι ο Μεγάλος Μόδιστρος δεν παίζει ποτέ τα μάτια του; Ότι δεν κοιμάται ποτέ; Ότι σχεδιάζει, κόβει και ράβει ακατάπαυστα 25 ώρες το 24ωρο; Δεν ξέρεις πως όταν ο ντε Βελονί κλείνει το μάτι, αυτό είναι πολύ κακό σημάδι;;; Μάθε!
Την τελευταία φορά που μας έκλεισε το μάτι, ξαφνικά έσβησε το μάτι όπου μαγειρεύαμε αβγά μάτια για την πειρατίνα που είχαμε απαγάγει. Κυκλοφόρησε ότι την είχαμε νηστική και κατηγορηθήκαμε για τις συνθήκες κράτησης. Η πειρατίνα, δε φτάνει που μας κούρσεψε, ζητούσε και τα ρέστα-τα ρέστα του ντιλίβερι που δεν ήρθε ποτέ. Τελικά έκανε απεργία πείνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας που δεν είχε να φάει.
Μετά η κιουρία, ενώ είχε ήδη ένα μάτι κλειστό με μαύρο πανί, έκλεισε και το άλλο με νόημα. Ένα μονδέλο από δαύτα της έκλεισε το μάτι ως απάντηση και άρχισαν να φλερτάρουν. Πάει ο ιπποτικός κώδικας αγνότητος! Το θέμα πήρε διαστάσεις. Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Έγινε λόγος για την τιμή του Κάστρου και ο Μεγάλος Μόδιστρος έπαθε κρίση. Έκλεισε το μάτι της βελόνας του και σταμάτησε να ράβει όχι για μία, αλλά για δυο ώρες όλο τον Φεβρουάριο. Εκείνος ο χρόνος ήταν για μας δις εκτός μόδας. Μα τις τρεις και εξήντα βελόνες των βελούδινων επενδύσεων! Τράτζικ!»
«Τράτζικ, τράτζικ…», συμφώνησε ο ραφτάκος.
«Τρααάτζικ…», ακούστηκε Η φωνή από το βάθος του διαδρόμου απ΄ όπου εμφανίστηκε ένας πορφυρός χιτώνας με πόδια. Tα μονδέλα έσκυψαν το κεφάλι με δέος, αλλά btw τσέκαραν και το καθρεφτάκι τους.
Ο ντε Βελονί, προχωρούσε κάτω από τον χιτώνα, αργά προς το μέρος των παρισταμένων. Ο παπαΓάλλος ξεκίνησε:
«Εσύ, ο πιο Μεγαλυτερότερος Μόδιστρος ever, ο Αυτοκράτωρ της κομψότητος, ο Αρθούρος της μόδας με τη βελόνα Εξκάλιμπερ. Εσύ, ο σχεδιαστής που ταξίδεψε από το μέλλον της πασαρέλας στον μεσαίωνα της μόδας[…] ο Μέγας Μάγιστρος της Μόδας που άφησε τις σταυροφορίες και έπιασε τις σταυροβελονιές…ο άρχοντας των δαχτυλιδιών και όλων των φο-μπιζού, ο Σταρ των αξεσουάρ…
Σε προσκυνούμε, μεγάλε γκουρού της μόδας…Τι σε τάραξε περισσότερο και από κιτς αμπέχονο;»
Και απεκρίθη:
«ΕΓΩ…που σχεδίασα πρώτος καμπαρντίνες με φτερά δράκου, ΕΓΩ που έντυσα πριγκίπισσες με μεταξωτές κορδέλες που έπλεξα φύκι-φύκι, ΕΓΩ που έντυσα ιππότες με μεσάτες πανοπλίες και τις συνδύασα με λουστρίν ασπίδες…, ΕΓΩ ο τιτανομέγιστος εκπρόσωπος της πανύψηλης ραπτικής… το fashion icon των εστεμμένων, ΕΓΩ, λοιπόν….ξύπνησα σήμερα μόνος μου! Χωρίς την αιώνια σύντροφό μου, Έμπνευση!
Άνοιξα τις ντουλάπες μου. Φόρεσα αυτό το κλασικό-μοντέρνο κομμάτι που βλέπετε. Έπειτα, όπως κάθε πρωί, άνοιξα τις ντουλάπες του μυαλού μου και τι να δω;;»
-Τι είδες, μεγάλε δάσκαλε του στιλ και της φινέτσας;
-Τίποτα! Αυτό είναι το θέμα. Ήταν άδειες!
-Ωωω, δε μπορεί!
-Και όμως! Μα τα κολάν με τα βολάν! Αλίμονο! Μένει ν’ ανοίξω μια ντουλάπα ακόμη να δω ποιος μου πήρε την Έμπνευση. Και μη μου πει κανείς ότι δεν είναι αυτό που νομίζω. Γιατί αυτό είναι! Ξέρετε τι νομίζω; Ότι τα κάστρα πέφτουν από μέσα! Μα το γαλάζιο στρουμφακί που δεν πέφτει από τη μόδα. Κάποιος από σας μου την πήρε. Κάποιο καταραμένο καραβόπανο που θα γίνει το πρώτο μου σκισμένο τζιν.
Σε αυτό το σημείο χλιμίντρισε σαν περήφανο άλογο που ένιωσε να γίνεται μονόκερως και του πήρε κάποιο χρόνο να συνηθίσει τη νέα πραγματικότητα που φύτρωσε στο κεφάλι του.
«Μεγάλε μόδιστρε…με όλο τον σεβασμό. Έχεις μια κλωστούλα.»
Ένα σούσουρο ξεχύθηκε στην αίθουσα.
Ο ντε Βελονί τρύπησε με βλέμμα-καρφίτσα τον Ίρον Μαν που τόλμησε να κεντήσει ένα τέτοιο σχολιάκι σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή. Ο Ήρων ο Είρων, που οι φίλοι του τον έλεγαν Ίρον Μαν, ήταν ανερχόμενος βοηθός σχεδιαστή και εμπνεύστηκε τη φουτουριστική κολεξιόν της περσινής σεζόν.
«Ράψ’το, γελοίε, αλλιώς θα σου ράψω στα χείλη φερμουάρ βαλίτσας με υποδοχή για κλειδαριά.», φούντωσε ο ντε Βελονί. «Μίλα μόνο αν ξέρεις το άθλιο υποκείμενο που με πρόδωσε, αυτή την πονηρή αλεπού που έχω ράμματα για τη γούνα της η οποία δε θα φορεθεί καθόλου φέτος και ποτέ ξανά και θα μείνει για πάντα απούλητη στο e-bay που μόνο εγώ ξέρω τι είναι γιατί είμαι μπροστά από την εποχή μου. Μα τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο Πόντσο, θα το βρω το κλεφτρόνι και θα το πλύνω στους 90!
Εκτός αν… είσαι εσύ!
Ο Ίρον Μαν απάντησε: «Ναι, σίγουρα», αλλά δεν ήταν καλή στιγμή για ειρωνία.
Τότε, ο ραφτάκος πετάχτηκε σαν από μηχανής κλωστούλα και τον έσωσε από βέβαιο ξήλωμα: «Ξέρω πού μπορεί να είναι η Έμπνευση!», δήλωσε. Και «γρααατς» γύρισε έναν μοχλό που άνοιξε μια καταπακτή που κατάπιε τον ίδιο, τον ντε Βελονί και τον Μαν Ατζερ. Από την πτώση τραυματίστηκαν ελαφρώς τα ρούχα τους, πράγμα που εξόργισε τόσο τον ντε Βελονί, ώστε ξέχασε τον ιπποτικό κώδικα ευγένειας και το σήμα «κατάλληλο για όλους» και είπε «Μπιπ μπιιιιιιιπ, μπιπ[1]. Τσαλακώθηκα!».
»Μα το ροζ βισκόζ! Μα τον πολυεστέρα που φορά η συμπεθέρα! Πού βρίσκομαι; Τι γίνεται κάτω από τη γαλλική μύτη μου; ΑΑΑ! Τι δουλειά έχει η πειρατίνα εδώ;»
«Τι δουλειά έχω;» κάγχασε η πειρατίνα. «Βαδίζω στα χνάρια σου! Απήγαγα την Έμπνευση και φυσικά δε θα σου την επιστρέψω τζάμπα.»
-Πού είναι η αγαπημένη μου;
-Εδώ! Είπε. Και έδειξε εκεί.
-Τι θέλεις από μένα πανούργα;
-Θέλω τρεις χάρες και θα την πάρεις πίσω.
-Ωραίες ιδέες έχεις.
-Από σένα τις πήρα!, είπε και του έκλεισε το μάτι (το δικό της, όχι το δικό του- πάλι καλά).
-Ξεκίνα, αναστέναξε. Ποια είναι τα προαπαιτούμενα;
-Πρώτον! Θα αφήνεις τα μονδέλα σου να τρώνε σαν άνθρωποι. Κάτω οι θερμιδομετρητές!
«Κάτω!», φώναξαν τα μονδέλα σε μια εξέγερση της στιγμής.
Δεύτερον! Θα βάλεις όριο στο πόσο κοιτούν τα καθρεφτάκια τους και θα δίνεις βιβλία για απεξάρτηση. Κάτω η αποβλάκωση!
«Κάτω!», είπαν εν χορώ, αν και λίγο απρόθυμα….
Τρίτον! Θα μου φτιάξεις έναν αόρατο μανδύα που θα τραβάει όλα τα βλέμματα.
Τέταρτον! Θα…
-Εεεε!, τη σταμάτησε ο ντε Βελονί. Πήρες φόρα…
-Τρίτον, θα σταματήσεις να ψωνίζεσαι.
-Τελικά ποιο είναι το τρίτον; Αυτό που είπες πρώτο ή αυτό που είπες δεύτερο;
-Αυτό που είπα τρίτον.
-Μη με τρελαίνεις! Να σου φτιάξω ένα ρούχο που δε βλέπεται (ΕΓΩ;) ή να πάψω να είμαι ο εαυτός μου;
-Ό,τι βρίσκεις πιο εφικτό.
-Φέρε μου πίσω την έμπνευση και θα βρω τρόπο για όλα.
-Οκ, είπε η πειρατίνα και με ένα «τσακ» του έδωσε πίσω την έμπνευση και με ένα «μπαμ» εξαφανίστηκε και πήγε σε άλλο παραμύθι όπου ήταν μάγισσα (καλή) και φόρεσε το ρούχο που οραματίστηκε.
Όσο γι’ αυτούς που έμειναν στο Κάστρο ντε Στιλ…
Ο Μόδιστρος εμπνεύστηκε μια πειρατική κολεξιόν.
Τα μονδέλα έκαναν την πρώτη τους γενική συνέλευση. Με μπουφέ.
Ο ραφτάκος πήγε σε χαρτορίχτρα.
-Νομίζω ότι ερωτεύτηκα την Πειρατίνα. Πιστεύεις ότι ταιριάζουμε;
-Όπως το κόκκινο καρό με το άνιμαλ πριντ.
-Ταιριάζουν αυτά;
-Σε ένα παράλληλο σύμπαν.
-Τι να κάνω να τη γοητεύσω;
-Αλμυρό κρουασάν ή κάνα ξόρκι.
-Λες να γίνει μια μέρα το κορίτσι μου;
-Σε μιαν άλλη ζωή.
-Αλήθεια;
-Παραμύθια.
Παραλία Τσαμπίκας, 2018
Μαμά, σταμάτα να παίζεις με το κάστρο μου και βάλε μου αντηλιακό
[1] Που θα πει “Μπιπ μπιιιιιιιπ, μπιπ” (ΣτΜ)