Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας νέος, ο Τατιανός, που ήθελε να ζήσει την περιπέτεια. Κάθε βράδυ, προσευχόταν, ώστε να βιώσει στη ζωή του μια μεγάλη αλλαγή, που να τον κάνει να νιώσει διαφορετικά, αλλιώτικα, μεταμορφωτικά. Ήταν ένα καλό και συνετό άτομο, με μεγάλη φαντασία, αλλά σχετικά άτολμο και κάπως ακαλαίσθητο εμφανισιακά, με σταθερή τάση αποτυχίας στις σχέσεις του με το άλλο φύλο.
Κάποιο βράδυ λοιπόν, ένα δυνατό φως έλουσε την κάμαρά του, διαμέσω του παράθυρου. Εμφανίστηκε, μπροστά του, μια οπτασία, που του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει να βιώσει τρεις μεταμορφώσεις, είτε για τον εαυτό του, είτε για κάποιο πρόσωπο, το οποίο θα ήθελε να μεταμορφώσει ο ίδιος.
Ο Τατιανός δεν πίστευε στα αυτιά του και τα μάτια του, όχι τόσο από δυσπιστία, όσο από ενθουσιασμό, που επιτέλους το όνειρό του θα πραγματοποιούνταν. Έτσι, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε δύο όρους, που του τέθηκαν:
Ο πρώτος όρος είχε να κάνει με τα όρια αυτών των τριών μεταμορφώσεων. Θα ήταν και οι τρεις προσωρινές, για οποιοδήποτε πρόσωπο, με τις συνέπειές του να κρατάνε μόνο για μία ώρα η καθεμία, με τα «μάγια» να λύνονται αυτόματα.
Ο δεύτερος όρος ήταν πιο πολύπλοκος. Αν ο Τατιανός ζητούσε τέταρτη μεταμόρφωση, αυτή θα ήταν μόνιμη και οριστική, θα αφορούσε μόνον τον ίδιο, δηλαδή όχι άλλο πρόσωπο, ενώ το σημαντικότερο ήταν πως η τέταρτη μεταμόρφωση θα συνδύαζε και την τρίτη. Το δεύτερο όρο δεν τον κατάλαβε καλά, στο σύνολό του, ο Τατιανός και ήθελε κάποιες διευκρινίσεις, αλλά η οπτασία χάθηκε και δεν υπήρχε συνέχεια.
Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που ζήτησε ο Τατιανός, ήταν να μεταμορφωθεί σε σκυλί. Και πράγματι, πριν καλά-καλά το ψελλίσει, σαν να διάβαζε κάποιος τη σκέψη του, ο Τατιανός έπεσε στα τέσσερα, με αφόρητους πόνους, που ευτυχώς όμως κράτησαν ελάχιστα.
Άρχισε να νιώθει τα κόκαλά του να αλλάζουν, τα ρούχα του να σχίζονται και το σώμα του να ζεσταίνεται απότομα, ενώ ταυτόχρονα ένιωθε φαγούρα σε όλο του το σώμα. Μικροί πόνοι άρχισαν να τον τσιμπάνε στα οπίσθια και στο στόμα.
Τινάχτηκε προς τα πάνω και στάθηκε με δυσκολία στα δύο πόδια. Με τα πρώην χέρια του, που είχαν μεταμορφωθεί σε πόδια, στάθηκε πάνω σε ένα ντουλαπάκι, κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Σαν να τα έβλεπε όλα ασπρόμαυρα, καθώς υπήρχε και σχετικό σκότος.
Είχε αποκτήσει μια μουσούδα, στη θέση του στόματος, από την οποία φαίνονταν τα νέα του δόντια, η γλώσσα του και οι γοργές ανάσες του, που έκαναν τον καθρέφτη να θαμπώνει.
Δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ούτε να βγει έξω, ούτε να ανάψει καν το φως. Το παράθυρο ήταν κλειστό, η πόρτα το ίδιο και ως σκύλος δεν μπορούσε να κάνει καν το αυτονόητο. Να χυθεί στο δρόμο και να τρέξει.
Ο Τατιανός είχε απογοητευτεί. Η βιασύνη του, αναμενόμενη και λογική, ως ένα σημείο, του είχε κάνει ζημιά. Έκαψε τη μια μεταμόρφωση, χωρίς να μπορεί να τη χαρεί. Κούρνιασε στο χαλάκι, στα τέσσερα, γρυλίζοντας ελαφριά και περιμένοντας να περάσει μια ώρα, για να μεταμορφωθεί σε κάτι διαφορετικό. Αυτή τη φορά, θα ήταν πιο προσεκτικός…
Τον είχε πάρει ο ύπνος, όταν ξύπνησε, απότομα, για να διαπιστώσει ότι ήταν γυμνός και ξαπλωμένος στο πάτωμα, σαν άνθρωπος, με σάρκα και οστά. Ντύθηκε γρήγορα και βγήκε έξω. Μήπως ήταν όνειρο; Μήπως είχε δει έναν «καλό» εφιάλτη; Η απορία του λύθηκε γρήγορα, όταν διαπίστωσε ότι στα ρούχα του, υπήρχαν υπολείμματα από τρίχες, που αποδείκνυαν την παρουσία ενός τετράποδου.
Προχωρώντας, κάπως στα τυφλά, έφτασε στο σπίτι μιας φίλης του. Την Έλενα την ήθελε παλιά πολύ, αλλά αυτή τον είχε απορρίψει πολλάκις. Να ήταν άραγε μόνη της; Βάζοντας πρώτα το συναίσθημα και μετά τη λογική, «έκαψε», όπως αποδείχτηκε, τη δεύτερη μεταμόρφωση, ζητώντας να μεταμορφωθεί η νεαρή Έλενα σε γριά γυναίκα.
Η κακία του έλαβε σάρκα και οστά. Το φως από το δωμάτιο της Έλενας άναψε ξαφνικά, αφού ήταν λογικό να κοιμόταν. Κραυγές άρχισαν να ακούγονται από το σπίτι της. Όμως, η Έλενα, από χρόνια, ζούσε μόνη της. Κάποιος έπρεπε να σπεύσει να τη βοηθήσει εκεί στην ερημιά, όπου βρισκόταν το σπίτι της.
Ο Τατιανός, ενστικτωδώς και χωρίς να το πολυσκεφτεί, χτύπησε την πόρτα. Σύντομα, μια γριά γυναίκα, κυρτή και σκυφτή, με άσπρα και αχτένιστα μαλλιά, με ένα μόλις δόντι στο στόμα της, σαν μάγισσα, με τη νυχτικιά της, άνοιξε την πόρτα και έπεσε αμέσως πάνω του, εκλιπαρόντας για βοήθεια.
Ο Τατιανός την αναγνώρισε. Ήταν η Έλενά του. Η γυναίκα που αγάπαγε, είχε μεταμορφωθεί σε ένα αποκρουστικό πλάσμα, σαν δείγμα της δράσης του τιμωρού και αμείλικτου χρόνου.
Την άφησε να κλάψει με αναφιλητά. Ήξερε ότι η Έλενα σύντομα θα επέστρεψε στην παλιά όψη της και θα γινόταν η γυναίκα που ήθελε διακαώς, αλλά ματαίως. Οπότε την αγκάλιαζε, με αγάπη, χωρίς να νιώθει απέχθεια για το πρόσωπό της.
Ήταν ο πεντάμορφος με το τέρας, που σε μια ώρα θα έπαιρνε την παλιά του μορφή. Μια ώρα μέσα στο κλάμα πέρασε, χωρίς να το καταλάβουν. Ξαφνικά, η Έλενα ανασήκωσε το κεφάλι της, νιώθωντας μιαν αλλαγή. Είχε γίνει όπως παλιά, με μια διακριτή άσπρη τρίχα μέσα στα λυτά της καστανόξανθα μαλλιά να της θυμίζει αυτήν την περιπέτεια.
Ο Τατιανός την κοίταξε στα μάτια και ασυναίσθητα έγειρε το στόμα του στα χείλη της. Αυτήν έκανε πίσω, τον απώθησε και κλείστηκε στο σπίτι της.
Ο Τατιανός ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και ζήτησε, εκλιπαρώντας, από την Έλενα να του ανοίξει. Αυτή δεν μιλούσε, μέχρι που μια νέα κραυγή έσπασε τη σιωπή της και διέκοψε το χτύπημα της πόρτας: «Φύγε»…
Ο νευριασμένος Τατιανός ένιωσε την οργή να τον διαπερνάει. Χωρίς να σκεφτεί, για μιαν ακόμα φορά, έκανε και την Τρίτη ευχή, με τέτοια βιασύνη, για την οποία αμέσως μετάνιωσε. Αλλά ήταν ήδη αργά.
Η Έλενα άνοιξε ξανά την πόρτα, αφού πέρασαν λίγα λεπτά, με τον Τατιανό να είναι βέβαιος για την εξέλιξη των γεγονότων. Νιώθοντας πια πως είχε πλήρη επίγνωση της πράξης της, τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει»;
Ο Τατιανός την κοίταξε, σαν να της έλεγε ότι ξέρει. Αυτή έπιασε με τα χέρια της το σώμα της κάτω από το λαιμό και του είπε:
«Έγινα άνδρας». Ήταν όμως το ίδιο όμορφη, όπως παλιά, με τη νυχτικιά της να κρύβει τις συνέπειες αυτής της αλλαγής φύλου. Αυτός δεν μιλούσε. «Θα ξαναγίνω καλά;» τον ρώτησε, χωρίς να λάβει απάντηση. Πήγε να τον αγκαλιάσει ξανά, αυτός κινήθηκε προς τα πίσω, σαν να ήθελε μιαν απόσταση. Καθόντουσαν αντικριστά…
Πέρασε πολλή ώρα, μέχρι που, κατά τη φυσική ροή των γεγονότων, η Έλενα έγινε καλά. Το αντιλήφθηκε εύκολα και σαν να είχε καταλάβει τι γινόταν, κινήθηκε προς τα πίσω, χωρίς να μιλήσει και έκλεισε ξανά την πόρτα.
Ο Τατιανός στάθηκε ακίνητος. Οι τρεις ευχές κάηκαν, χωρίς να τις χαρεί. Μάλλον τον είχαν φορτίσει αρνητικά τελικά, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η αρνητική εικόνα που είχε για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να τον έζωναν τα φίδια ότι έχασε μια μοναδική ευκαιρία για κάτι καλύτερο, με αποτέλεσμα να του μείνει απωθημένο.
Για άλλη μια φορά, απέτυχε να κάνει κάτι καλό και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Τότε, σκέφτηκε ότι υπάρχει και ο τέταρτος όρος. Θυμόταν ότι αυτός θα ήταν οριστικός και αμετάκλητος. Έπρεπε, λοιπόν, να προσέξει τι θα ευχηθεί.
Έκανε την ευχή και τότε ένιωσε, για λίγες στιγμές, την αίσθηση των μεγάλων πόνων, που είχε νιώσει και σαν κυοφορούμενος σκύλος. Είχε ευχηθεί, προσεκτικά, κάτι που θα ήταν μόνιμο. Να γίνει τόσο όμορφος, ώστε να εντυπωσιάσει πραγματικά την Έλενα.
Όμως, ξαφνικά διαπίστωσε ότι η αλλαγή του δεν ήταν αυτή που περίμενε. Ένιωσε ρίγος. Το ρίγος του μετατράπηκε σε πανικό. Έφυγε, τρέχοντας, για το σπίτι του και στάθηκε στον καθρέφτη του. Όντως, ήταν πιο όμορφος εμφανισιακά, μόνο που είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα.
Δεν μπορούσε να καταλάβει, μέχρι που μια οπτασία διέκοψε ξανά τον πανικό του. Ένας ψίθυρος ακούστηκε να του θυμίσει τον πολύπλοκο δεύτερο όρο: «Αν ζητούσε τέταρτη μεταμόρφωση, αυτή θα ήταν μόνιμη και οριστική, θα αφορούσε μόνον τον ίδιο, δηλαδή όχι άλλο πρόσωπο, ενώ το σημαντικότερο ήταν πως η τέταρτη μεταμόρφωση θα ήταν επανάληψη της τρίτης». Ήταν πια αργά. Ο Τατιανός είχε αλλάξει για πάντα. Τατιανός και Τατιανή…