Ο Ντάνι και ο μικρός δράκος του ο Τσίπο κάθονταν πίσω από τον θάμνο και έριχναν πεταχτές ματιές στην καλύβα μπροστά τους.Έμοιαζε με φωλιά σκαμμένη μέσα στο έδαφος και ήταν μπροστά από ένα μεγάλο βράχο.Μια έντονη μυρωδιά μούχλας αναδυόταν στον αέρα.Οι ρίζες ενός δέντρου ξεκινούσαν από την οροφή της φωλιάς και κόκκινα δηλητηριώδη μανιτάρια ξεφύτρωναν από μέσα τους.Πυκνός καπνός έβγαινε από την καμινάδα.
Είχε περάσει ήδη μια βδομάδα από τότε που οι δύο φίλοι είχαν περάσει την Μαγική Πύλη και μπήκαν στον Σκοτεινό Κόσμο.Ήταν ο μόνος τρόπος για να λύσουν την κατάρα που τους είχε ρίξει η Μάγισσα του Βάλτου.Μια κατάρα που είχε δέσει τις καρδιές τους.Κάθε φορά που ο Ντάνι χτυπούσε τον ίδιο πόνο ένιωθε και ο Τσίπο ,κάθε φορά που ο Τσίπο πληγωνόταν η ίδια πληγή εμφανιζόταν και στο κορμί του Ντάνι.Ακόμα και αν ο ένας από τους δύο πέθαινε τότε θα πέθαινε και ο άλλος.Η κατάρα είχε και τα καλά της βέβαια.Ο Ντάνι μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν ο Τσίπο,χρήσιμη ικανότητα αφού ο νεαρός δράκος δεν μπορούσε να μιλήσει με ανθρώπινη φωνή.Επίσης, ο Τσίπο καταλάβαινε πότε ο Ντάνι αισθανόταν φόβο ή αγώνια και ήξερε πότε να πετάξει κοντά του και να τον σώσει απ’τον κίνδυνο.
Ο γηραιός των Μίκονιντ τους είχε υποσχεθεί ότι θα τους έδινε το κλειδί που θα άνοιγε την είσοδο για το υποβρύχιο παλάτι της Μάγισσας που ζούσε μέσα στο νερό του βάλτου,αν έσωζαν τον μικρό του γιο τον Γκλουκ που τον είχε αρπάξει το τέρας του δάσους.Οι Μίκονιντ ήταν μανιταράνθρωποι που ζούσαν στα γιγαντιαία μανιτάρια γύρω από τα βαλτώδη νερά της λίμνης, στους πρόποδες του βούνου.Ο γηραιός είχε μιλήσει στους δυο φίλους για το πλάσμα Γκόμπλερ, ένα πλάσμα του κακού που ζούσε βαθιά μεσα στο δάσος του βουνού και το φοβόντουσαν όλοι οι μανιταράνθρωποι.Το Γκόμπλερ τρεφόταν με πιο μικρά και αδύναμα πλάσματα.
«Γεια σας μικροί κατάσκοποι….φφςςςς…καλεσμένοι…φφςςς..ναι μικροί καλεσμένοι.», ακούστηκε μια γέρικη, τρεμουλιαστή και απαλή φωνή και οι δύο φίλοι γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους με έκπληξη.
Μια γριά γυναίκα τους κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα.Φορούσε έναν κατάμαυρο μανδύα με μια κουκούλα που κάλυπτε το πρόσωπό της.Το δέρμα της ήταν ρυτιδιασμένο και είχε λέπια που θύμιζαν φίδι.Στον αγκώνα της ήταν περασμένο ένα ψάθινο καλάθι .Το βλέμμα του Ντάνι έπεσε στα δάχτυλά της.Τα νύχια της ήταν σαν νύχια αρπαχτικού.Η γριά βιαστικά και επίμονα έκρυψε τις παλάμες της μέσα στον κουρελιασμένο μανδύα.
«Ελάτε μικρές πουτίγκες…φφςςς….καλεσμένοι…φφςςς..ναι καλοί καλεσμένοι.Μην κάθεστε στο κρύο.Είναι αποπνικτικά…φφςς..ζεστά μέσα στο σπίτι μου.Μάζεψα κόκκαλα…φφςςς…μούρα…φφςςς…ναι μούρα για τη σούπα μου.Ελάτε να σας χοντρύνω…φφςς…να σας βάλω να φάτε…φφςς…ναι να σας βάλω να φάτε, να είστε πλαδαροί…φφςςς..χορτάτοι..φφςς..ναι να είστε χορτάτοι.Ο φυλακισμένος μου…φφςςς…ο καλεσμένος μου…φφςςς…ναι ο καλεσμένος μου δοκίμασε ήδη.», είπε η γριά με μια φωνή γλυκιά σαν μιας καλής γιαγιάκας αλλά και σφυριχτή σαν να ήταν φίδι ή σαν να έβγαινε μέσα από χίλια δόντια.Σ%