Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό σε μια παράξενη χώρα, την Παραμυθοχώρα, ένα μικρό, γλυκό, λούτρινο αρκουδάκι.
Ζούσε εφτά ολόκληρα χρόνια!
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι δεν είχε ζήσει όμορφα τη ζωή του.
Ήταν, βλέπεις, γκρίζο και όχι καθαρό λευκό ή ζεστό καφέ.
Είχε αλλάξει ήδη τρεις οικογένειες και εκείνη τη μέρα θα πήγαινε στην τέταρτη.
Όσα και αν είχε περάσει όμως, πάντα χαμογελούσε!
Μόνο που τα ματάκια του πια είχαν γίνει πιο θλιμμένα.
Συνήθως τα αρκουδάκια τα στριμώχνουμε κάτω-κάτω σε κούτες ή βαθιά μέσα σε τσάντες.
Λες και επειδή δεν είναι βαριά ή με κόκκαλα, δεν νιώθουν!
Όταν το είδε έτσι στριμωγμένο και τσαλακωμένο η μικρή Μελωδία, το αγκάλιασε και το φίλησε!
– Τι κρίμα που σε έφεραν έτσι! Είμαι η Μελωδία.
– Είσαι πολύ καλή! Είναι η τέταρτη φορά που μετακομίζω και όλες με τον ίδιο τρόπο. Πόσο χρονών είσαι;
– Είμαι εννιά χρονών. Εσύ;
– Εγώ είμαι εφτά.
Έπαιξαν πολλές ώρες μαζί.
Το αρκουδάκι μας είχε συμπαθήσει τη μικρή Μελωδία!
Και η Μελωδία όμως το είχε αγαπήσει από την αρχή!
Ξημέρωνε πλέον η πέμπτη ημέρα που ζούσαν οι δυο μαζί.
Κοιμόταν, που λέτε, του καλού καιρού το αρκουδάκι μας, όταν ξύπνησε από κάτι περίεργες φωνές.
– Καλέ Μελωδία! Τι φωνάζεις έτσι και δεν μπορώ να καταλάβω τι λες;
– Λέω ότι πρέπει να ξυπνήσεις αμέσως!!
– Και γιατί να ξυπνήσω, παρακαλώ;
– Μα καλά, ακόμα δεν έχεις καταλάβει τίποτα;
– Τι θα έπρεπε να καταλάβω;
Μπα, ιδέα μου θα είναι, σκέφτηκε η Μελωδία και άλλαξε κουβέντα.
Καλά-καλά το κοιτούσε όλη την ημέρα, αλλά μην βγάζοντας άκρη, τα παράτησε.
Το επόμενο πρωί είχε αργήσει για το σχολείο και έφυγε χωρίς να δώσει σημασία στο μικρό της φίλο.
Έτσι, γυρνώντας από το σχολείο δεν μπόρεσε να αποφύγει την τσιρίδα που ανέβηκε στο στόμα της.
– Ααααα!!!
– Τι ουρλιάζεις έτσι; Φάντασμα είδες;
– Η φωνή είναι ίδια, οπότε είσαι εσύ!
– Ποιος θα ήθελες να ήταν; Στραβώθηκες; Δεν με βλέπεις;
– Εγώ σε βλέπω, εσύ μάλλον δεν σε έχεις δει!
– ….. (το αρκουδάκι απορημένο δεν απάντησε)
– Καλέ τι αυτιά είναι αυτά; Τι δόντια; Τι νεά σχέδια στη γούνα σου;
– Μελωδία είσαι καλά; Τι λες;
– Πάμε τώρα στον καθρέφτη να δεις και μόνο σου!
Πάνε στον καθρέφτη και κοιτάζεται το αναστατωμένο αρκουδάκι μας και τι να δει;
Τα αυτιά του είχαν γίνει μικρά και γλυκούλικα!
Τα δόντια του λευκά και μεγάλα!
Και η πιο μεγάλη έκπληξη…
Η γούνα του είχε γίνει λευκότερη!
Όχι εντελώς λευκή, αλλά σίγουρα λευκότερη!
– Ώπα! Τι έγινε, ρε παιδιά;;;
– Ομόρφυνες, μικρούλι! Και πριν ήσουν όμορφο, αλλά τώρα είσαι πεντάμορφο!
– Πώς έγινε αυτό; Μήπως αρρώστησα;
– Όταν αρρωσταίνουμε, δεν γινόμαστε όμορφοι!
– Σωστά.
– Ας αφήσουμε να δούμε πώς θα είσαι αύριο και βλέπουμε.
– Δίκιο έχεις, αν και ανησυχώ!
– Να μην ανησυχείς καθόλου! Να σου πω ένα όμορφο τραγουδάκι να χαλαρώσεις;
– Αχ, ναι! Από χθες που μου τραγούδησες για πρώτη φορά, όλα μοιάζουν πιο χαρούμενα!
– Σιγά βρε μικρούλι! Άσε τα κομπλιμέντα!
– Αλήθεια σου λέω! Καλά, μην με πιστεύεις. Τραγούδησέ μου λίγο τώρα, σε παρακαλώ!
Ξεκίνησε η Μελωδία να τραγουδά και η φωνούλα της ήταν τόσο όμορφη, γλυκιά και μελωδική όσο και το όνομά της!
Το επόμενο πρωί, πάλι ξημέρωσε ημέρα εκπλήξεων!
Το λευκότερο χρώμα της γούνας του αρκουδιού είχε γίνει πια πεντακάθαρα λευκό!
Η αντίδρασή των δυο μικρών μας φίλων ήταν κάτι ανάμεσα σε πανηγυρισμό και ανησυχία.
Την ίδια στιγμή αποφάσισαν να επισκεφθούν έναν παιχνιδογιατρό, δηλαδή έναν γιατρό που φροντίζει να γίνονται καλά τα άρρωστα παιχνίδια.
Ξεκίνησαν, λοιπόν, να πάνε στο γιατρό.
Όση ώρα περπατούσαν, η Μελωδία τραγουδούσε και όλο το αρκουδάκι ένιωθε να του φεύγει το άγχος και να χαμογελά!
Ευτυχώς δεν περίμενε πολύς κόσμος τον γιατρό και τους δέχτηκε σχεδόν αμέσως.
– Καλησπέρα σας!
– Καλησπέρα, γιατρέ! είπαν το αρκουδάκι και η Μελωδία.
– Τι έγινε μικρό μου; Για ποιό λόγο είσαι εδώ; Μήπως σε δάγκωσε κανένα σκυλάκι; Μήπως ξηλώθηκε καμία ραφή;
– Όχι, όχι! Να… Εχμ… Εγώ…
– Άσε, θα τα πω εγώ, είπε η Μελωδία. Γιατρέ μου, το αρκουδάκι αυτό, ήταν γκρίζο με ξεφτισμένα αυτάκια και κιτρινισμένα δόντια! Αυτό που βλέπετε έγινε ξαφνικά σε δύο νύχτες! Ξυπνήσαμε και ήταν κατάλευκο και σουλουπωμένο!
– Χμμ… Μάλιστα… Έχει ξανασυμβεί αυτό, αρκουδάκι;
– Όχι! Ποτέ!
– Μήπως συνέβη κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα στο σπίτι, Μελωδία;
– Όχι, γιατρέ μου. Όχι!
– Μελωδία! Τώρα που το θυμάμαι, όλο αυτό ξεκίνησε από τη μέρα που μου τραγούδησες για πρώτη φορά!
– Αυτό είναι εντελώς άσχετο!
– Κι όμως, είπε ο γιατρός, ίσως να μην είναι! Για να σε ακούσω λίγο να τραγουδάς…
Και τραγούδησε η Μελωδία ένα αγαπημένο της τραγούδι.
Ο γιατρός τότε χαμογέλασε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις στη Μελωδία, αντί για το αρκούδι.
– Για πες μου, δεσποινίς μου, σου έχει τύχει ποτέ τίποτα περίεργο όταν τραγουδάς; Σε έχουν ακούσει άλλοι να τραγουδάς;
– Χμμ.. Δεν νομίζω να έχει συμβεί κάτι περίεργο. Με έχουν ακούσει να τραγουδώ μόνο οι γονείς μου.
– Μελωδία, μίλησε το αρκουδάκι, θυμάσαι τότε που καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι και τραγουδούσες; Τότε δεν ήταν που είχε πυρετό ο μπαμπάς σου για τρεις μέρες και το επόμενο πρωί έγινε καλά; Δεν ήταν την ίδια μέρα που η μαμά σου είχε λυπηθεί επειδή δεν είχε φτιάξει όμορφα τα μαλλιά της η κομμώτρια και το επόμενο πρωί ήταν τα πιο όμορφα μαλλιά του κόσμου;
Η Μελωδία ακούγοντας τα λόγια του μικρού της φίλου, κατάλαβε ότι είχε δίκιο!
Και είναι αλήθεια ότι τρόμαξε λίγο.
Τότε άρχισε να μιλά ο γιατρός και να εξηγεί τι ακριβώς είχε συμβεί.
– Μια φορά στα χίλια χρόνια, συμβαίνει να γεννηθούν κάποια παιδάκια, που δεν είναι συνηθισμένα. Συγκεκριμένα, η Μελωδία μας είναι μια πολύ ξεχωριστή νεράιδα! Μια νεράιδα που μπορεί να φέρνει χαρά και ομορφιά όταν τραγουδά!
Τα δόλια και τα δυό τους είχαν απομείνει με το στόμα ανοιχτό, σαν βάτραχοι που περιμένουν να κάτσει καμία μύγα για να τη φάνε!
– Εεε… Είναι σίγουρο αυτό γιατρέ; Ρώτησε με δισταγμό η Μελωδία.
– Φυσικά και είναι σίγουρο!
– Ακούς, Μελωδία;; Είναι σίγουρο! Και φανταστικό! Και εκπληκτικό! Και τέλειο!!!
Σαστισμένη η Μελωδία από τα νέα που είχε ακούσει, ευχαρίστησε το γιατρό και κίνησε για το σπίτι παρέα με το ενθουσιασμένο φιλαράκι της.
Έφτασαν, λοιπόν, στο σπίτι και αμέσως έτρεξαν να πουν τα νέα στους γονείς της.
Εκείνοι τους αποκάλυψαν ότι το γνώριζαν από όταν γεννήθηκε!
Τους είχε ενημερώσει ο παιδίατρος ότι κάτι ιδιαίτερο συνέβαινε με την κόρη τους.
Εκείνοι είχαν επιλέξει να μην της το πουν και να μεγαλώσει φυσιολογικά, ώσπου να ανακαλύψει μόνη της τι ακριβώς συμβαίνει.
Εκείνη τη νύχτα η Μελωδία δεν κοιμήθηκε, μόνο έκλαιγε κρυμμένη κάτω από το μαξιλάρι της.
Αφού την άφησε λίγο να ξεσπάσει, το αρκουδάκι πήγε και την αγκάλιασε.
– Μελωδία μου γλυκιά, καλή μου νεραϊδούλα, γιατί κλαις;
– Γιατί κλαίω;; Φοβάμαι. Δεν ξέρω πώς θα ζω από εδώ και πέρα. Δεν είμαι όπως πριν. Είμαι άλλο.
– Κι όμως! Δεν είσαι άλλο, είσαι το ίδιο!
– Ε;; Τι εννοείς;
– Εννοώ ότι είσαι το ίδιο με πριν. Απλά πριν δεν το ήξερες και τώρα το ξέρεις! Και κανένας άλλος δεν το ξέρει! Δηλαδή μπορείς να είσαι όπως πριν και να χρησιμοποιείς το όμορφο χάρισμά σου όποτε εσύ θέλεις και χωρίς κανείς να ξέρει τι κάνεις!
Σκέφτηκε για λίγο η Μελωδία και ύστερα από λίγο φώναξε:
– Έχεις δίκιο! Έτσι ακριβώς είναι!
Και χαμογέλασε πλατιά, ενώ τα μάτια της ήταν ακόμα γεμάτα δάκρυα.
Το αρκουδάκι της σκούπισε τα δάκρυα και της είπε:
– Σε κάποια από τις οικογένειες που ήμουν πριν, είχα ακούσει μια ιστορία για μια σταγονίτσα και ένα δάκρυ, σαν αυτά τα δικά σου. Θέλεις να σου την πω;
Η Μελωδία κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας και το αρκουδάκι ξεκίνησε την ιστορία του.
– Ήταν κάποτε μια μικρή σταγονίτσα. Ήταν πολύ στενοχωρημένη γιατί η ζωή της διαρκεί μόνο μια στιγμή. Γεννιέται στο κλάμα του ουρανού και ζει μόνο πέφτοντας στη γη.
Καθώς πέφτει, νιώθει μοναξιά και παρακαλά με όλη της τη δύναμη να γίνει κάτι και να μην φτάσει στη γη μόνη της. Γιατί όταν φτάνει στη γη, χτυπά στο χώμα και πεθαίνει.
Έτσι όπως πέφτει, κλείνει τα μάτια της και νιώθει να έχει πέσει πάνω σε κάτι. Όχι σκληρό και αφιλόξενο, όπως συνήθως.
Έχει πέσει πάνω στα μάγουλα ενός μικρού κοριτσιού, που κλαίει.
Ενώνεται με ένα όμορφο και καθαρό δάκρυ κι έτσι η ευχή της έγινε αλήθεια! Δεν ήταν μόνη!
Συνέχισε τη διαδρομή ως τη γη ευτυχισμένη, παρέα με το φιλαράκι της το δάκρυ!
Γι’ αυτό πάντα όταν κλαις μην λυπάσαι.
Να χαίρεσαι και να σκέφτεσαι ότι κάποιο δάκρυ σου μπορεί να έκανε μια σταγονίτσα ευτυχισμένη!
Τότε η Μελωδία το αγκάλιασε σφιχτά και είπε:
– Αρκουδάκι μου, σ’ αγαπάω πάρα πολύ! Χαίρομαι που σε βρήκα! Είσαι ένα αγγελάκι!
Και του έδωσε ένα μεγάλο, γλυκό φιλάκι!
Έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι συνέχισαν τη ζωή τους.
Δυο πολύ καλοί, αγαπημένοι φίλοι!
Όταν βρεθείς σε κάποιο παιχνιδάδικο και δεις κάποιο αρκουδάκι, κοίταξε γύρω του.
Μπορεί να δεις τη δική του νεράιδα να το περιμένει!