Το βασίλειο των γοργόνων της Γιολάντα

Το βασίλειο των γοργόνων

Μια φορά κι έναν καιρό στο βυθό της θάλασσας ήταν ένα βασίλειο γοργόνων … Εκεί ζούσε η
γοργόνα Κοραλλένια που είχε γεννηθεί μέσα από ένα κοράλλι και φορούσε κι ένα στο λαιμό της
και η γοργόνα Μελωδία ή Μέλοντυ που ήξερε πολύ καλά μουσική. Ζούσαν ήσυχα εκεί σε γαλήνη
με τα ψάρια, το πλακτόν, τους αστερίες που ήταν φίλοι τους και τα φύκια που τα φόραγαν στα
μαλλιά τους. Κολυμπούσαν και γνώριζαν κι άλλες θάλασσες, είχαν γυρίσει σε ταξίδια τους όλους
τους ωκεανούς , τον Ατλαντικό, τον Ειρηνικό, τον Ινδικό εκτός από τους δύο παγωμένους γιατί
εκεί δεν θα μπορούσαν να ζήσουν γιατί θα έκανε πολύ κρύο.. Είχαν ζήσει στη Μεσόγειο και είχαν
δει τον ουρανό και τον ήλιο της Ελλάδας, την αλητεία της Μασσαλίας, τα τραγούδια και τις
κιθάρες της Ισπανίας, είχαν ζήσει στον Εύξεινο πόντο και είχαν δει την μαγεία της Ισταμπούλ ή
Κωνσταντινούπολης, είχαν δει τις πυραμίδες της Αιγύπτου και άλλα πολλά. Όλη μέρα παίζαν με το
νερό και τα κύματα σαν μικρά παιδιά στις παραλίες. Η Μελωδία συχνά τραγουδούσε και με το
τραγούδι της μάγευε ψαράδες, πειρατές , ναύτες και καπετάνιους που περνούσαν από εκεί και την
άκουγαν για λίγο. Όλοι πέφταν για βουτιά να ακούσουν το μαγευτικό τραγούδι της αλλά εκείνη το
σκαγε να μην την βρούν και την μεταφέρουν στην επιφάνεια γιατί εκεί δεν θα μπορούσε πια να
ζήσει.. Αλλά υπήρχαν και φορές που μιλούσε με τους ψαράδες όπως η μακρινή της θεία η αδερφή
του Μέγα Αλέξανδρου που τους ρωτούσε αν ζει ο αδερφός της…
Προσπαθούσαν και οι δύο να μην προκαλούν τρικυμία στη θάλασσα έτσι ώστε να ταξιδεύουν με
καλό καιρό και μπουνάτσα οι άνθρωποι φίλοι τους. Γιατί και αυτές μισές άνθρωποι ήταν από τη
μέση και πάνω και από τη μέση και κάτω γοργόνες …
Έβλεπαν κρουαζιερόπλοια με επιβάτες κυρίες με σκυλάκια, κυρίους με ψηλά καπέλα, παιδιά με
μπάλες, μπάτλερ και άλλους… Είχαν δει το καράβι που ταξίδευε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας διότι
οι γοργόνες ζουν πολλά περισσότερα χρόνια από εμάς , γι αυτό είχαν προλάβει να ταξιδέψουν και
σε όλους τους ωκεανούς όπως είπαμε πριν. Είχαν δει επίσης τον Σεβάχ το θαλασσινό , τον πειρατή
Μπαρμπαρόσα, και είχαν συγγένεια και με την μικρή γοργόνα την Άριελ που την είχε γεννήσει ο
κύριος Γουόλτ Ντίσνευ. Είχαν βρει στο βυθό της θάλασσας μπουκάλια με γράμματα από
ερωτευμένους περαστικούς που τα ριχναν στα νερά της. Και ήλπιζαν και αυτές να ερωτευτούν τόσο
πολύ κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Εκτός από όλα αυτά τα ωραία βέβαια είχαν δει και τα άσχημα, ναυάγια, πνιγμούς που τις
στενοχωρούσαν πολύ.
Μια φορά λοιπόν , μετά τον πόλεμο στη Συρία, και την μετανάστευση των κατοίκων της, είχαν
συναντήσει πόσες αυτοσχέδιες βάρκες στις θάλασσες που ταξίδευαν με ανθρώπους που έφευγαν
για μια καλύτερη ζωή , ένα καλύτερο αύριο. Μια μέρα λοιπόν έπεσε από μια τέτοια βάρκα ένα
παιδί ο Μουσταφά και βρέθηκε στη θάλασσα. Οι γοργόνες το έμαθαν και πήγαν κατευθείαν να τον
ψάξουν για να τον σώσουν. Και μια και δυο έτσι έγινε , τον βρήκαν και τον μετέφεραν σε μιαν
ακτή για να μην πνιγεί και αυτός σαν τόσα και τόσα παιδάκια που ξέφυγαν από τον πόλεμο αλλά τα
κατάπιαν οι θάλασσες. Από εδώ και στο εξής η Κοραλλένια και η Μελωδία θα ήταν οι μανάδες του
Μουσταφά αφού εκείνος έχασε τη δική του σε αυτό το μακρύ ταξίδι του. Η Κοραλλένια του
φόρεσε στο λαιμό το κοράλλι της που ήταν μαγικό και θα τον προστάτευε από κάθε κακό από εδώ
και πέρα και η Μελωδία του τραγουδούσε κάθε βράδυ για να αποκοιμηθεί και τα πρωινά του
μάθαινε μουσική. Ο Μουσταφά τις αγάπησε πολύ αυτές τις δύο γοργόνες που του έσωσαν τη ζωή
και κρατούσε το κοράλλι στο λαιμό του σαν θησαυρό που μια μέρα θα το έδινε στην πραγματική
του μητέρα όταν θα την ξανασυναντούσε. Τα μαθήματα μουσικής πήγαιναν πολύ καλά και μια
μέρα θα γινόταν διάσημος από αυτό, αφού είχε διδαχθεί από μια γοργόνα που το χαρακτηριστικό
της ήταν η μουσική . Ήταν το ίδιο με τόσα παιδιά που από μικρά πηγαίνουν στο ωδείο για να
μάθουν αυτήν την τέχνη στις πόλεις όπου ζουν. Ο Μουσταφά έμαθε και κολύμπι έτσι ώστε να
πηγαίνει να βλέπει τις δύο καινούριες του μητέρες. Παίζαν και γελούσαν καθημερινά και ο
Μουσταφά δεν έτρωγε ψάρια γιατί δεν του άρεσαν για φαγητό γιατί τα αγαπούσε σαν φίλους του
και έτρωγε από τα δέντρα που υπήρχαν στην ακτή. Ή του μαγείρευαν οι γοργόνες ένα ζωμό που θα
τον έκανε να μεγαλώσει.
Μια μέρα οι γοργόνες μας βρήκαν και άλλο ένα κοριτσάκι που έπεσε από την βάρκα του την Ακίρ ,
ήταν ένα γλυκό πλάσμα που φορούσε μια μαντήλα στα μαλλιά του και τα μάτια του έλαμπαν στο
σκοτάδι σαν της γάτας. Έγιναν πολύ φίλοι με το Μουσταφά και με τις γοργόνες . Ζούσαν
αγαπημένοι στην χρυσή ακτή και κολυμπούσαν μαζί στις θάλασσες. Η Ακίρ έμαθε και αυτή να
τραγουδά σαν αηδονάκι με μια λύπη στη χροιά της φωνής της που έδειχνε τις κακοτοπιές που είχε
ζήσει και τα περασμένα.
Ένα πρωί οι γοργόνες βρήκαν έναν ψαρά που τον ήξεραν από παλιά και σκέφτηκαν να του δώσουν
τα παιδιά έτσι ώστε να βρουν ένα καλύτερο μέλλον μαζί με άλλους ανθρώπους και όχι με δύο
γοργόνες αφού και αυτά είχαν μεγαλώσει λίγο. Ο ψαράς λοιπόν δέχτηκε και μετέφερε τα παιδιά
στον Πειραιά όπου και έζησαν λίγο μαζί με άλλους πρόσφυγες. Ο Μουσταφά έπαιζε βιολί και η
Ακίρ τραγουδούσε.
Μετά τον Πειραιά τους βρήκαν σπίτι σε ένα ξενοδοχείο στα Εξάρχεια όπου ζούσαν και άλλα
προσφυγόπουλα . Εκεί έπαιζαν μπάλα στους δρόμους, πήγαν σχολείο για να μάθουν και γράμματα
και ζούσαν εναρμονισμένα και ειρηνικά. Ποτέ δεν ξέχασαν την ιστορία τους και τις γοργόνες που
τους είχαν αναθρέψει . Κάθε τόσο πήγαιναν όπου υπήρχε κοντά τους θάλασσα και τις φώναζαν από
μάκρια και αυτές έρχονταν και βλέπαν τα παιδιά που χέρι χέρι ξεκίνησαν μια νέα ζωή. Ο ένας
προστάτευε τον άλλο και ήταν σαν αδέρφια. Ο Μουσταφά έδενε τα κορδόνια της Ακίρ και της
έκλεινε το μπουφάν όταν φυσούσε βοριάς. Έτρωγαν τα μεσημέρια κοτοπουλάκι και όσπρια αφού
από τη χώρα τους δεν έτρωγαν χοιρινό .
Ένα ηλιόλουστο πρωινό προς μεγάλη τους έκπληξη ήρθε στο ξενοδοχείο μια κουρασμένη γυναίκα ,
ήταν η πραγματική μαμά του Μουσταφά . “Μαμά σε ξαναβρήκα “ , φώναξε και λούφαξε στην
αγκαλιά της. “ Πάρε αυτό να το φοράς στο λαιμό σου και να σε προστατεύει “ , και της έδωσε το
μενταγιόν κοράλλι . Της είπαν για τις γοργόνες , όμως κανέις δεν πίστεψε την ιστορία τους ,
νόμιζαν όλοι ότι ήταν μια παιδική τρέλα, ένα όνειρο . Όμως μόνο εκείνοι ήξεραν την αλήθεια και
ότι και να τους έλεγαν κρατούσαν πάντα στην καρδιά τους τις γοργόνες . Ϊσως και οι άλλοι να μην
μπορούσαν να τις δούν ποτέ αλλά μόνο τα παιδικά τους μάτια να τις έβλεπαν που και που . Ήταν
μια μαγική ιστορία που δε θα ξεχνούσαν ποτέ όσο και να μεγάλωναν και πάντα θα ήταν
ευγνώμονες γι αυτές τις δύο γοργόνες που τους έσωσαν από βέβαιο θάνατο. Τώρα μαζί με την
πραγματική του μητέρα αλλά και τη φίλη του την Ακίρ ο Μουσταφά έπαιζε στις ηλιόλουστες
παιδικές χαρές , συνέχιζε το βιολί του στο ωδείο της περιοχής ώσπου έγινε ένας σπουδαίος
βιολονίστας. Οι γοργόνες μας συνέχισαν το έργο τους στις θάλασσες και θα συνεχίσουν για άλλα
τόσα και τόσα χρόνια….

Διαβάστε επίσης  Ο Ξεχωριστός μονόκερος της Παρασκευής Αντωνίου

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Το Πάρκο των Τεράτων

Το Πάρκο των Τεράτων είναι ένας τόπος αναψυχής, ο οποίος

Είναι η δυσλεξία και η ΑΓΔ δύο ξεχωριστές διαταραχές;

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Είναι η δυσλεξία και η