Ήταν κάποτε ένα κοριτσάκι που είχε μια ασυνήθιστη ζωή. Κάθε 3 χρόνια γέμιζε το βαλιτσάκι της και άλλαζε σπίτι, πόλη, ζωή. Οι γονείς της ταξίδευαν στο εξωτερικό συχνά πριν γεννηθεί εκείνη. Στη μαμά της άρεσαν πολύ τα παλιά αντικείμενα. Σε ένα από τα ταξίδια τους στην Αμερική βρέθηκε σε ένα παλαιοπωλείο. Η ξύλινη επιγραφή που έγραφε «Τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν», της τράβηξε την προσοχή. Μπαίνοντας την υποδέχτηκε μια αδύνατη ψηλή γυναίκα που φορούσε ένα μακρύ φόρεμα . Έμοιαζε με νεράιδα χωρίς φτερά.
– Καλώς ήρθες!
– Γεια σας
– Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;
– Ψάχνω να πάρω ένα ξύλινο μπαουλάκι για μένα και ένα ρολόι για τον άντρα μου.
– Και για το κοριτσάκι σας;
– Δεν έχουμε κοριτσάκι!
– Μα φυσικά, της απάντησε, είναι νωρίς ακόμη.
Η μαμά την κοίταξε περίεργα.
– Λοιπόν εδώ έχω μερικά, της είπε δείχνοντας έναν πάγκο γεμάτο σκαλιστά ξύλινα μπαουλάκια. Αφού διάλεξε ένα, η γυναίκα της έδειξε μια βιτρίνα γεμάτη ρολόγια. Η μαμά διάλεξε ένα και έβγαλε το πορτοφόλι της να πληρώσει.
– Θα σε συμβούλευα να πάρεις κάτι και για το κοριτσάκι σου. Έχω κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό για εκείνη. Κάτι που θα της είναι χρήσιμο στη ζωή της.
– Μα… , πήγε να αντιδράσει η μαμά αλλά ένιωσε τόσο οικία με τη γυναίκα που δέχτηκε να δει τι έχει για… το κοριτσάκι της.
– Αυτό εδώ το βαλιτσάκι είναι μαγικό. Θα γίνει ο καλύτερός της φίλος, της είπε και της έδειξε ένα βαλιτσάκι ολόλευκο με κόκκινα χερούλια.
Η μαμά μαγεύτηκε από την ομορφιά του και το πήρε.
Ένα μήνα μετά έμαθε πως είναι έγκυος και 9 μήνες μετά έφερε στον κόσμο το κοριτσάκι τους. Στα χρόνια που πέρασαν, σκεφτόταν πολλές φορές εκείνη τη γυναίκα. Πώς μπορεί να ήξερε ότι θα έμενε έγκυος; Αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ.
Το βαλιτσάκι από την ημέρα που γεννήθηκε η μικρή γέμισε με πραγματάκια που έβαζε η μαμά. Ώσπου η μικρή μεγάλωσε και άρχισε μόνη της να τη γεμίζει κάθε φορά που ταξίδευαν στη γιαγιά της και κάθε φορά που μετακόμιζαν.
Όταν έγινε 6 χρονών η μαμά πρόσεξε ότι η βαλίτσα είχε κάποια σχέδια πάνω της. Το ένα ήταν ίδιο με το σπαθί της Κομοτηνής και το άλλο ο λευκός πύργος της Θεσσαλονίκης. Το βαλιτσάκι, λοιπόν, ήταν μαγικό. Έκρυβε μέσα του κάθε ανάμνηση από τη ζωή του μικρού κοριτσιού. Η μαμά χαμογέλασε και την έβαλε μέσα στη ντουλάπα που φύλαγε τις τσάντες.
Όταν το κοριτσάκι έγινε 12 χρονών και για άλλη μια φορά οι γονείς της της ανακοίνωσαν, ότι θα έπρεπε να αφήσει το σπίτι της και τους φίλους της, για να φύγουν, κάτι μέσα της σκοτείνιασε. Το βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι της και χάζευε τον συννεφιασμένο ουρανό από το παράθυρό της. Ξαφνικά ένα γλυκό αεράκι δρόσισε την ζεστή εκείνη νύχτα του καλοκαιριού. Είχε ήδη βγάλει το βαλιτσάκι της και είχε αρχίσει να μαζεύει κάποια ρούχα.
– Πόσο λυπάμαι που πρέπει πάλι να φύγω. Σκέφτηκε δυνατά. Τη σκέψη της άκουσε το βαλιτσάκι. Το φερμουάρ άνοιξε και ένα φώς πλημμύρησε το δωμάτιο.
– Μη στεναχωριέσαι κοριτσάκι, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
– Ποιος είναι; Ρώτησε τρομαγμένη. Μια γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά της σαν αερικό.
– Μη φοβάσαι. Είδα πως ήσουν στεναχωρημένη που θα φύγεις μακριά από τους φίλους σου.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της με κατεβασμένο το κεφάλι.
-Τους φίλους σου, συνέχισε η γυναίκα, δεν θα τους αφήσεις ποτέ, πάντα θα τους κουβαλάς μέσα σε αυτό το βαλιτσάκι. Έφερε το βαλιτσάκι κοντά της και το άνοιξε. « Κοίτα μέσα», της είπε.
Το κοριτσάκι κοίταξε. Εκεί μέσα ήταν η Ζωή, ο Γιάννης, η Εύα, η Μαρία και τόσοι άλλοι φίλοι της από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Τους έβλεπε να παίζουν και να γελούν. Ήταν όλες οι στιγμές που πέρασε μαζί τους, εκεί, μέσα στο βαλιτσάκι. Λίγο αναθάρρεψε και ρώτησε « Και εκεί που θα πάω θα βρω φίλους;».
– Μα φυσικά και θα βρεις.
– Θα με αγαπάνε όπως και αυτοί που αφήνω εδώ;
– Θα βρεις φίλος που θα σε εκτιμάνε και θα τους εκτιμάς, θα σε σέβονται και θα τους σέβεσαι. Και η αγάπη θα έρθει μέσα από τις στιγμές σας, ο χρόνος είναι εκείνος που θα τη φέρει.
Κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Τα σύννεφα, που μέχρι πριν λίγο σκέπαζαν τον ουρανό, άρχισαν να ταξιδεύουν και σιγα σιγα εμφανίστηκε το φεγγάρι που της έκλεισε το μάτι.
- Μη στεναχωριέσαι κοριτσάκι, είπε η γυναίκα. Να θυμάσαι να είσαι ο εαυτός σου και το αεράκι θα διώξει τα σύννεφα που κρύβουν τη χαρά σου.
Κι όπως εμφανίστηκε, έτσι εξαφανίστηκε μέσα στο βαλιτσάκι. Το κοριτσάκι βυθίστηκε σε έναν γαλήνιο ύπνο, ήρεμη πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Στην πόλη όπου εγκαταστάθηκε με τους γονείς της γνώρισε ένα κορίτσι πολύ θυμωμένο. Κάθε μέρα στο σχολείο προσπαθούσε να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Πότε της έβαζε τρικλοποδιές για να πέφτει και να γελάει, πότε της έριχνε το φαί και πάντα μα πάντα προσπαθούσε να την κάνει να κλάψει. Το κοριτσάκι το είπε στη μαμά της και εκείνη πήγε να μιλήσει με τον διευθυντή. Το βράδυ, το βαλιτσάκι άνοιξε και η μυστήρια νεράιδα εμφανίστηκε πάλι.
– Γνωρίζω πως είσαι λίγο στεναχωρημένη.
– Γιατί αυτό το παιδί μου φέρεται έτσι;
– Άκου. Αυτό το παιδί είναι πληγωμένο. Στο σπίτι του συμβαίνουν διάφορα. Ο μπαμπάς και η μαμά του του φέρονται άσχημα.
– Αποκλείεται. Η μαμά και ο μπαμπάς είναι για να μας προστατεύουν και να μας αγαπάνε.
– Έτσι είναι. Έτσι θα έπρεπε να είναι. Όμως το συγκεκριμένο κορίτσι δεν ζει όπως αξίζει σε ένα παιδί, σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Κοίτα!
Η μικρή κοίταξε μέσα στο βαλιτσάκι και είδε άσχημα πράγματα να συμβαίνουν. Είδε το κοριτσάκι να κλαίει, είδε στο σωματάκι του σημάδια, αλλά το πιο φριχτό από όλα ήταν που η καρδιά της ήταν σκοτεινή.
– Πρέπει να κάνω κάτι για να την βοηθήσω.
– Έχει ανάγκη από αγάπη. Έχει ανάγκη να νιώσει ασφάλεια και αποδοχή.
– Κάτι θα σκεφτώ, είπε το κορίτσι και η γυναίκα εξαφανίστηκε.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο καθώς έτρωγε το σάντουίτς της την πλησίασε και προσπάθησε να την σπρώξει για να της ρίξει το φαί.
- Περίμενε, περίμενε. Θέλεις να το μοιραστούμε;
Το κορίτσι σάστισε, ποτέ κανείς δεν ήθελε να μοιραστεί κάτι μαζί της.
– Και τι αντάλλαγμα θέλεις;
– Τίποτα. Είναι κρίμα να πέσει κάτω το σάντουιτς και να το πετάξουμε στα σκουπίδια. Ας το μοιραστούμε λοιπόν και εάν θέλεις μπορούμε να καθίσουμε στο παγκάκι.
– Θα πάρω το μισό αλλά μαζί σου δεν κάθομαι.
Κόβει το μισό της το δίνει και εκείνη τρέχει μακριά. Κάθε μέρα γινόταν ακριβώς το ίδιο ώσπου μια μέρα το κοριτσάκι της είπε:
- Σήμερα θα ήθελα να κάτσεις να φάμε μαζί. Και το κορίτσι δέχτηκε.
- Γιατί θέλεις να κάνουμε παρέα; Εγώ σου φέρομαι άσχημα και εσύ θέλεις να ήμαστε φίλες;
- Η αλήθεια είναι πως δε μου αρέσει που μου φέρεσαι άσχημα. Όμως εγώ θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Δε θέλω να σε μισήσω, δε θέλω να κάνω τους άλλους να νιώθουν άσχημα, όπως νιώθω εγώ. Σκέφτηκα ότι μέσα σου έχεις ένα βάρος. Και όταν μοιραζόμαστε ένα βάρος αυτό γίνεται κάπως πιο ελαφρύ.
- Σε ζηλεύω, ζηλεύω που έχεις τόση αγάπη μέσα σου και τη μεταδίδεις στους άλλους. Ενώ εγώ…
- Μπορείς να έχεις ότι θέλεις μέσα σου, αρκεί να το πιστέψεις. Μπορείς να γίνεις ότι όμορφο βάζει ο νους σου.
- Ξέρεις χθες, ήρθε μια κυρία στο σπίτι μου. Και μου είπε πως από εδώ και πέρα θα μένω με τη γιαγιά μου. Την αγαπώ πολύ την γιαγιά μου. Το σπίτι της μυρίζει πίτες και τα χέρια της μανταρίνια. Είμαι χαρούμενη που θα ζω μαζί της. Και… συγνώμη, είπε και κατέβασε το κεφάλι της.
- Ξέρεις κάτι, νομίζω πως στην τσάντα μου έχω κάτι για αυτή την περίσταση. Μια γκοφρέτα, ας τη μοιραστούμε!!!! Και άρχισαν να γελάνε.
Από εκείνη την ημέρα τα δυο κορίτσια βρισκόντουσαν κάθε μέρα στο διάλειμμα μοιραζόντουσαν το φαί τους και τα όνειρα τους για το μέλλον. Ο καιρός όμως πέρασε γρήγορα και το κοριτσάκι ετοίμασε το βαλιτσάκι της για άλλη μια φορά. Στην τελευταία τους συνάντηση τα κορίτσια αγκαλιάστηκαν και υποσχέθηκαν να μην ξεχάσει ποτέ η μία την άλλη. Και έτσι και έγινε!
Τα χρόνια πέρναγαν, το κοριτσάκι μεγάλωνε, αλλά ποτέ δεν ξαναφοβήθηκε ότι δεν θα την αποδεχτούν. Κι όσο το κοριτσάκι μεγάλωνε τόσο το βαλιτσάκι γέμιζε με σχέδια. Και όταν κάποια βράδια ένιωθε νοσταλγία το άνοιγε και ξαναέβλεπε τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει με τους φίλους της!!!!