Κάποτε πολύ παλιά ,ήταν ένα κοριτσάκι ,η Βάντα, που γεννήθηκε στο ένατο
φεγγάρι κάποιου Αυγούστου. Ζούσε από μικρή με τον παππού της ,που ήταν και ο
σοφός γέροντας του χωριού που λεγόταν Μούρ .Λοιπόν ,το μικρό αυτό χωριό ήταν
στην άκρη μιας μεγάλης λίμνης και δίπλα της υπήρχε ένα γιγάντιο δάσος.
Το Μούρ ήταν ένα όμορφο χωριό και οι κάτοικοι του ευτυχισμένοι.
Καλλιεργούσαν τα σπαρτά τους και τα αμπέλια τους , ψάρευαν από τη λίμνη και
μεγάλωναν τα ζωντανά τους με χαρά και σκληρή δουλειά.Έφτιαχναν τόσο νόστιμα
φαγητά και τέτοιο γλυκό κρασί ,που πολλοί άρχοντες έρχονταν για να δειπνήσουν
στις ταβέρνες και το Μούρ έγινε γρήγορα ένα πολύ πλούσιο μέρος. Όλα αυτά όμως
δεν κράτησαν για πάρα πολύ.Σιγά σιγά οι κάτοικοι του χωριού αρρώσταιναν και όλα
πήγαιναν στραβά.Είχαν έρθει οι πιο ξακουστοί γιατροί για να γιατρέψουν το χωριό
αλλά τίποτα δεν άλλαζε .Έτσι , όλοι αποφάσισαν πως πρέπει να γίνει ένα μεγάλο
συμβούλιο.
“Ακούστε συγχωριανοί “ λέει ο παππούς Άντελ ,”μιλήσαμε τόση πολλή ώρα
αλλά άκρη δεν βγάλαμε και οι γιατροί από την πόλη δεν μπορούν να μας βρουν μια
λύση.Η μόνη λύση που έχω σκεφτεί εγώ με όλη την πείρα μου ,είναι να μιλήσουμε
στην κυρία του δάσους για να μας βοηθήσει”.Μια ησυχία έπεσε στην μεγάλη
αίθουσα του δημαρχείου για λίγο.Μετά όλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να
μαλώνουν για το ποιός θα πάει. Πολλοί φοβόντουσαν να πάνε στο δάσος και άλλοι
ήταν άρρωστοι. “Μα σταματήστε επιτέλους , θα βρώ εγώ κάποιον να πάει να μιλήσει
στο δάσος απλά δώστε μου λίγο χρόνο” λέει ο Μπάρμπα Άντελ και αφού είπε
καληνύχτα στους κατοίκους του χωριού ,τράβηξε προς το σπίτι του στην άκρη του
δάσους.
Εκεί τον περίμενε ,λοιπόν, η εγγονή του.Βλέπωντας τον να περνάει την πόρτα
τρέχει και τον αγκαλιάζει.”Έλα παππού κάθισε ,σε λίγο θα είναι έτοιμο το τσάι”.”Όχι
παιδί μου ,πρέπει να στείλω ένα μήνυμα με το ταχυδρομικό μου περιστέρι ,αργότερα.
“ Στενοχωρημένος ,ανεβαίνει στη σοφίτα και πιάνει την πένα του.”Πρός τον αξιότιμο
κύριο Όλαφ”,έγραφε το τυλιγμένο χαρτί που έδεσε στο ποδαράκι του περιστεριού ο
μπάρμπα Άντελ.Μετά από κάποιες μέρες το περιστέρι γύρισε. “Βάντα ,έλα εδώ να
σου πω” Ο παππούς άρχισε να της λέει για την αρρώστια που έχει πέσει στο χωριό,
για την κυρία του δάσους και πως ένας από τους χωριανούς πρέπει να πάει να την
συμβουλευτεί.”Ο φίλος μου ο Όλαφ μου γράφει πως πρέπει να πάει ένας χωριανός
που είναι γεννημένος στο ένατο φεγγάρι του Αυγούστου ,μόνο αυτός μπορεί να
συναντήσει την κυρία του δάσους¨. ¨Μα αυτή είμαι εγώ παππού ,εγώ είμαι
γεννημένη στο ένατο φεγγάρι “ ,αποκρίθηκε η Βάντα .”Είσαι έτοιμη λοιπόν αγαπητή
μου για ένα ταξίδι στο δάσος;” Με έναν κόμπο στο λαιμό το μικρό κορίτσι απάντησε
ναι.”Το δάσος θα στείλει έναν πρέσβη του απόψε κιόλας για να σε συνοδέψει “ λέει
στην εγγονή του ,”Μόνη μου θα πάω παππού; δεν θα έρθεις εσύ;” “Έτσι προστάζουν
οι κάτοικοι του δάσους αλλά ο επισκέπτης που μας έρχεται θα είναι μαζί σου σε όλο
το ταξίδι.“ Δεν πέρασε πολλή ώρα και …τοκ τοκ τοκ .Η Βάντα πάει να ανοίξει την
πόρτα αλλά προς μεγάλη έκπληξη της ,αντί για κάποιον πρέσβη , βλέπει ένα μικρό
αγόρι μούσκεμα από πάνω ως κάτω από την βροχή .”Γεια σας ,είμαι ο Λόκι ,είμαι
παιδί του δάσους” ,είπε το αγόρι σοβαρά. ”Περάστε κύριε“ λέει και η οικοδέσποινα
μας.Ο Μπάρμπα Άντελ φωνάζει χαμογελαστός “ Λόκι παληκάρι μου έλα δίπλα στη
φωτιά να στεγνώσεις.“ Το μικρό αγόρι τρέχει και αγκαλιάζει τον παππού της Βάντα
“Άντελ ,τι χαρά που σε βλέπω” είπε ,και οι δυο τους κάθισαν δίπλα στο τζάκι και
άρχισαν να μιλούν ώρες χασκογελώντας χωρίς να δίνουν σημασία στην Βάντα. “Ε!
Είμαι κ γω εδώ“. “Χαχαχα” γέλούσαν οι δυο τους καθώς η Βάντα τους προσέφερε
τσάι και κέηκ.”Εσύ μην πιείς από το τσάι μας ,φτιάξε για σένα από αυτό εδώ το
μαγικό τσάι” ,”Μπάααα; και γιατί παρακαλώ;” Αυτοί της είπαν πως πρέπει να τους
εμπιστευτεί.Η Βάντα αποφάσισε να κάνει αυτό ακριβώς.
Το πρωί η Βάντα μετά από ένα μακρύ χασμουρητό πετάγεται από το κρεββάτι
για να κατέβει τα σκαλία προς το σαλόνι .Αλλά ,πρίν κατέβει τις σκάλες τι βλέπει!
Μπροστά της ένας όλοζώντανος μαύρος λύκος μέσα στο δωμάτιο της .Η Βάντα
τσιρίζωντας κατέβηκε τις σκάλες “Παππού ,Λόκι! Ένας λύκος στο δωμάτιο μου!” και
πριν προλάβει να κατέβει τις σκάλες βλέπει άλλον ένα ,λευκό λύκο αυτή τη φορά ,να
την περιμένει καθιστός δίπλα στο τζάκι.Η Βάντα απελπίστηκε και πάγωσε καθώς
αυτός ο άσπρος λύκος μιλούσε κιόλας .”Βάντα ηρέμησε λιγάκι ,εγώ ο Λόκι
είμαι”,είπε ο Λύκος .”Αυτό που είδες ήταν μάλλον κάποιος καθρέφτης“ και
κοιτώντας τον καθρέφτη του σαλονιού βλέπει έναν λύκο με κάτι αυτάρες να! “Αααχ
τι μου συνέβη ,είμαι μια μαύρη λύκαινα ,πω!πω! Και τι δοντάρες και αυτάρες είναι
αυτές που έχωωω”κλαψούριζε η Βάντα. “Ε βέβαια ,τόσο γκρινιάρα που είσαι μαύρη
θα γινόσουν ,αν και το λύκαινα ε! είναι κάπως υπερβολικό.Ένα κουτάβι είσαι ακόμη”
είπε ο Λόκι και γελούσε .”Εσύ φταίς και το τσάι σου” γρύλισε η Βάντα.Ξάφνου
μπαίνει στο σαλόνι ο παππούς που πλέον της φαινόταν κάπως πιο ψηλός.”Και συ
παππού ήξερες για όλα αυτά” .Ο μπάρμπα Άντελ χαμογέλασε και τους άνοιξε την
πόρτα .”Μην ανησυχείς εγγονή μου μετά την αποστολή σου θα ξαναγίνεις πάλι
άνθρωπος”. “Φφφφ” ξεφύσηξε η Βάντα “Ωραία ,τότε είναι η ώρα να φύγουμε.
Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να γίνουν πάλι καλά οι κάτοικοι του χωριού”.Με αυτά
τα λόγια τα δυο λυκάκια δίνουν από ένα άλμα και βγαίνουν από την πόρτα του
αγροτόσπιτου και ορμούν μέσα στο δάσος, τρέχωντας το ένα δίπλα στο άλλο,
αφήνωντας πίσω τα λιβάδια και τα σπίτια σαν δυο αστραπές.Το απόγευμα φτάνουν
επιτέλους εκεί όπου τους περίμενε ο Όλαφ ,ένας τεράστιος καφέ Λύκος.
Λαχανιασμένοι πίνουν νερό από μια πηγούλα και κάθονται δίπλα του.
– Γεια σου εγγονή του Άντελ ,εγώ είμαι ο πατέρας του Λόκι
– Γεια σας κύριε Όλαφ
– Λοιπόν! Μικρό κοριτσάκι εκεί πάνω είναι η σπηλιά της αρχόντισσας του
δάσους, αν είναι να σώσεις τους συγχωριανούς σου κάνε γρήγορα.
Η Βάντα αμέσως τρέχει να συναντήσει την αρχόντισσα μέσα στη σπηλιά η
οποία την περίμενε καθισμένη σε μια ρίζα που έμοιαζε σαν μια μεγάλη καρέκλα.Το
φόρεμα της ήταν φτιαγμένο από καταπράσινα και κόκκινα φύλλα πλατανιάς ,τα
μαλλιά της ήταν και αυτά πράσινα και είχε ένα ζεστό χαμόγελο σαν αυτό του
καλοκαιρινού ήλιου.
– Καλώς όρισες μικρή μου ,ξέρω πως ήρθες να με βρείς γιατί θέλεις να σώσεις
το χωριό σου.
– Ναι αρχοντισσά μου ,πρέπει να βιαστούμε
– Λοιπόν σου δίνω αυτό το πετράδι ,την αστερόπετρα .Ρίξε την μέσα στη λίμνη
του χωριού σου για να καλέσεις το αρχαίο ψάρι που την προστατεύει , τον
Μπέν.Αυτός θα σου πει ποια αρρώστια έχει χτυπήσει το χωριό σου.
Αφού η αρχόντισσα της λέει κάτι λόγια στο αυτί ,η Βάντα πετάγεται έξω από
την σπηλιά σαν θύελλα και τραβάει κατευθείαν για το χωριό ,μαζί της άρχισε να
τρέχει και ο Λόκι που την συμπάθησε για την γενναιότητά της.Έτσι οι δυο μαζί
άρχισαν πάλι να τρέχουν και να πηδούν πάνω από ποτάμια και ήταν σαν ένας
δυνατός αέρας που περνούσε μέσα από το δάσος.Μέσα από το σκοτάδι του δάσους
και πολύ κουρασμένοι έφτασαν επιτέλους στις φεγγαροφωτισμένες όχθες της
λίμνης .Η Βάντα αφήνει την αστερόπετρα να πέσει στο νερό και λέει το ξόρκι που
της ψυθίρισε η κυρία του δάσους.
Αστέρι λαμπερό πέφτει στο θολό νερό
το δάσος σε καλεί σε καθήκον ιερό
ψάρι χτύπα την ουρά σου και έλα να με δείς
την απέραντη γνώση της πηγής να μοιραστείς.
Περίμεναν και ένα και δυο και πέντε λεπτά αλλά τίποτα ,σιωπή και το νερό
ήρεμο.Εκεί που κοιτούσαν απόρημένοι για το τι πήγε στραβά ,φρούσσσστ!βγαίνει με
ορμή στην επιφάνεια της λίμνης ο Μπέν που ήταν μεγάλος και βαρύς σαν τρείς
αγελάδες και καταβρέχει τον Λοκι που καθόταν πιο κοντά.“Εγώ πάντως πάλι
μούσκεμα έγινα” παραπονέθηκε.”Ποιοί τολμούν να με ξυπνούν;”,είπε με ψιθυριστή
φωνή το γιγάντιο ψάρι.”Είμαστε η Βάντα και ο Λόκι και μας έστειλε η κυρία του
δάσους να ζητήσουμε από ‘σένα να μας πείς γιατί έχει αρρωστήσει το Μούρ και οι
κάτοικοι του”.Ο Μπέν έσμιξε τα φρύδια του.”Ζητάτε το καλό των ανθρώπων αλλά
θα έπρεπε να ξέρετε πως αυτοί φταίνε για όλα” ,η Βάντα κατέβασε τα μάτια της από
ντροπή και άκουγε τον Μπέν να λέει. ”Αυτοί ρίχνουν τα σκουπίδια τους παντού και
λερώνουν το νερό ,η απληστία τους για τον πλούτο φέρνει την γή στα γόνατά της.
Δεν ήξεραν όμως οι άνθρωποι του Μούρ πως πληγώναν τον εαυτό τους ; πως όσο πιο
πολύ πλούταιναν ,τόσο πιο πολύ αρρώ-σταιναν;Η φύση είναι ο πραγματικός
θησαυρός .Τώρα παιδιά μου πρέπει να πάω πάλι στον βυθό και εσείς να πάτε να πείτε
αυτά που σας είπα στους ανθρώπους”.Ο Μπέν τους φίλησε και τους δυο στο μέτωπο
και εξαφανίστηκε στα βάθη της λίμνης.Έπειτα ο Λόκι και η Βάντα γύρισαν στα
σπίτια τους .Οι κάτοικοι του χωριού ακολουθήσαν τις συμβουλές του ψαριού και το
χωριό έγειανε ,αλλά αυτό δεν έγινε σε όλο τον κόσμο.Από εκείνη τη βραδυά ,σε κάθε
πανσέληνο ,η Βάντα και ο Λόκι μεταμορφώνονται σε λύκους και τρέχουν σε κάθε
χωριό και πόλη για να πούνε τα λόγια του Μπέν σε όλους τους ανθρώπους.Κάπως
έτσι τα έμαθα και εγώ.