Βόλτα σε ένα όνειρο της Γεωργίας Μπουρίκα

 

Βόλτα σε ένα όνειροΚαι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Έτσι δε τελειώνουν όλα τα παραμύθια;
Αλλά σε κάθε τέλος κάτι νέο ξεκινάει, σχηματίζεται και παίρνει μορφή…
Ο μικρός δεν τον άκουγε πια, το κλάμα τον είχε εξαντλήσει και είχε αποκοιμηθεί.
Έκλεισε το αγαπημένο παραμύθι του γιού του και σηκώθηκε από το κρεβάτι όσο πιο
αθόρυβα μπορούσε. Πριν ακόμα βγει από το δωμάτιο ήξερε ότι θα ερχόταν
αντιμέτωπος με το αγαπημένο αλλά αυστηρό βλέμμα της γυναίκας του.
«Αύριο πρωί θα μιλήσω στο διευθυντή του σχολείου, δεν πάει άλλο αυτή η
κατάσταση, ξεπέρασε κάθε όριο».
Άφησε το βιβλίο του παιδιού στο τραπεζάκι που υπήρχε στον απέναντι τοίχο και
αγκάλιασε τρυφερά τη γυναίκα του από τους ώμους.
«Πρέπει να τη δώσει μόνος του αυτή τη μάχη, φαντάσου, φαντάσου μόνο πόσο θα
χειροτερέψουν τα πράγματα για αυτόν αν βγουν μπροστά οι γονείς του».
Μπορούσε να διακρίνει στα μάτια της, τη μάχη που δινόταν μέσα της, από τη μια η
αγάπη της προστατευτικής μάνας και από την άλλη η συνειδητοποίηση ότι ο άντρας
της είχε δίκιο.
«Για λίγο, θα κάνω υπομονή, θα περιμένω, αλλά να θυμάσαι ότι υπάρχουν και όρια
και τότε θα πρέπει να δείξουμε ότι υπάρχουν γονείς και το παιδί δεν είναι μόνο του
στο κόσμο».
Της χάρισε ένα χαμόγελο και τη φίλησε απαλά στο κούτελο τη στιγμή που άκουσαν
ένα γέλιο μέσα από το δωμάτιο, πλησίασαν, άνοιξαν την πόρτα και ο επτάχρονος
καρπός της αγάπης τους κοιμόταν χαμογελώντας.
«Τι να ονειρεύεται άραγε;» αναρωτήθηκε η μητέρα του…

Δυνατά γέλια τον έκαναν να ξυπνήσει από το βαθύ ύπνο του, έτριψε τα μάτια του
καθώς από κάπου το δυνατό φως τον ενοχλούσε και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί.
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε κάτι να τον τσιμπάει στο πόδι και τον έκανε να
πεταχτεί όρθιος και να ανοίξει τα μάτια του.
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό και η όψη του άλλαξε αφού τρόμαξε με αυτό που είδε.
Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να προσπαθεί να δει τον μπαμπά του μέσα
από κλαμένα μάτια ενώ εκείνος προσπαθούσε να τον ηρεμήσει διαβάζοντας του το
αγαπημένο του παραμύθι.
Και τώρα; Που ήταν τώρα; Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του αλλά μέχρι
εκεί που έφτανε η ματιά του έβλεπε μόνο δέντρα. Για λίγο του πέρασε η αβάσταχτη
σκέψη ότι και οι γονείς του ακόμα δεν άντεξαν και τον άφησαν μόνο του, αλλά πριν
προλάβει να συνειδητοποιήσει τι σκεφτόταν, να πάλι το τσίμπημα στο πόδι.
«Άουτς!» φώναξε και άκουσε τη φωνή του να περνά ανάμεσα από τα δέντρα, ενώ
ασυναίσθητα σήκωσε το πόδι του και το μάζεψε με τέτοιο τρόπο ώστε να πιάσει το
πέλμα του. Κοίταξε κάτω και είδε ένα περιστέρι έτοιμο να τσιμπήσει τις τρίχες και
του αριστερού του ποδιού. Μισό λεπτό…, τις ποιες; Πώς είναι δυνατόν να έχει
τρίχες; Ο μπαμπάς του είχε, αυτός όχι, ήταν μικρός ακόμα. Και όμως τις έβλεπε
πεντακάθαρα, τις τράβηξε κιόλας για να βεβαιωθεί νιώθοντας τον πόνο μέσα του και
τότε παρατήρησε τις τρίχες και στα χέρια του. Να, είχε και στο στήθος! Μα καλά,
ποια μαγεία είχε εξαφανίσει το μπλουζάκι του; και τελευταία στάση τα μάγουλα του,
τα οποία τα έπιασε ταυτόχρονα και με τα δυο χέρια. Το ελαφρύ αξύριστο δέρμα, του
τρύπησε τα χέρια και τον έκανε να βάλει τα γέλια από την έκπληξη.
«Μα τι συνέβη;» άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει χωρίς όμως να αναγνωρίζει αυτή
τη βαθιά αντρική φωνή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άκουσε βήματα από κάπου πίσω
του και ξύλα να σπάνε στο διάβα ενός άγνωστου. Η καρδιά του σκίρτησε, τι να
έκανε; να έμενε εκεί; Να κρυβόταν; Η σωστή απάντηση δεν ήρθε ποτέ, αντίθετα κάτι
τον παρέσυρε και τον έκανε να βρεθεί ανάσκελα στο έδαφος, σφράγισε σφιχτά τα
μάτια του από φόβο, κυρίως για το πόδι του, και άκουσε το κρώξιμο του περιστεριού
που πέταξε μακριά. Κάτι τον κρατούσε ακίνητο και δεν τον άφηνε να κουνηθεί!
«Ποιος είσαι εσύ;» η ανάσα της του γαργάλησε το πρόσωπο και άνοιξε τα μάτια του
για να δει το πιο όμορφο γαλάζιο βλέμμα.
«Εεεεε…» απάντησε, ενώ το κορίτσι με τα ωραία μάτια σηκώθηκε από πάνω του.
«Κοίτα, δεν έχω χρόνο για χάσιμο, σε διατάζω να βοηθήσεις τη πριγκίπισσά σου. Αν
σε δουν θα βρουν και εμένα» είπε καθαρίζοντας το φόρεμα της από τα χώματα.
Τέντωσε το χέρι της για να πιάσει το δικό του. «…και έρχονται για μένα!» του τόνισε
και τον τράβηξε απότομα να τρέξουν μακριά σε δυτική κατεύθυνση πίσω από τα
δέντρα.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μια στρατιά από μαυροφορεμένους ιππότες, πέρασαν
ελάχιστα μέτρα μακριά τους και παρόλο που έμοιαζαν να ψάχνουν τριγύρω, δεν τους
πρόσεξε κανείς. Παρέμεναν κρυμμένοι στην ασφάλεια των δέντρων για λίγη ώρα
αφού οι διώκτες τους προχώρησαν όταν η αυτοαποκαλούμενη πριγκίπισσα έσπασε τη
σιωπή και ξεφυσώντας μονολόγησε «Έφυγαν, αυτό ήταν! Μα πόσο αφελείς είναι;»

Διαβάστε επίσης  Ο Μόνος του Ιωάννη Κυράπογλου

σα να θυμήθηκε την παρουσία του ξένου στράφηκε προς το μέρος του, τον κοίταξε
από πάνω ως κάτω και υποτιμητικά είπε:
«Όχι ότι έκανες πολλά για να με βοηθήσεις, αλλά οι ευγενικοί τρόποι δε μου
επιτρέπουν να σε αφήσω μέσα στο δάσος. Ακολούθησε με στο κάστρο και οι γονείς
μου θα σε ευχαριστήσουν όπως αρμόζει για την -μάλλον- τυπική παρουσία σου».
Αυτός πάλι, δεν άκουσε σχεδόν τίποτα από ότι του έλεγε, ένιωθε να έχει τυφλωθεί
από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα χρυσά μαλλιά που απλώνονταν γύρω από τους
ώμους της. Μα καλά, τι είχε πάθει; Μέχρι εχθές τέτοια μαλλιά θα ήθελε να τα
τραβήξει για παιχνίδι, όχι να τα χαϊδέψει.
Καθάρισε το λαιμό του, «Ποιοι ήταν αυτοί και βασικά… εσύ, ποια είσαι;»
Αν του φύτρωνε ουρά ξαφνικά, σίγουρα θα τον κοιτούσε λιγότερο παράξενα.
«Αστείος είσαι, τι εννοείς ποια είμαι; Η πριγκίπισσα αυτής της χώρας, ξέρεις τώρα, η
κόρη του βασιλιά;! και αυτοί» είπε δείχνοντας προς τη κατεύθυνση που κινήθηκαν οι
ιππότες «Εχθροί μας». Σήκωσε με τα δύο χέρια το φόρεμα της και συνέχισε «Πάντως
εγώ δε σε ρώτησα γιατί δε φοράς ούτε τα απαραίτητα, λοιπόν ακολούθησε με, έχουμε
δρόμο μέχρι το κάστρο αλλά σε λίγο θα το δούμε». Γύρισε να τον κοιτάξει και τον
είδε ακίνητο.
Ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια της «Τι θα γίνει, θα μας κάνεις τη τιμή;»
ειρωνεύτηκε.
Πρώτα κοίταξε τα πόδια του, μετά εκείνη «Δε μπορώ, τα πόδια μου, κουτσαίνω,
περπατάω αργά, χρειάζομαι στήριγμα» είπε κομπιάζοντας. Δεν απέστρεψε το βλέμμα
της όπως έκαναν οι περισσότεροι.
«Λες ψέματα» του είπε.
«Τι; Γιατί να το κάνω αυτό;»
«Γιατί προηγουμένως τρέξαμε, θυμάσαι;»
Άκαρδη πριγκίπισσα, σκέφτηκε πρώτα, αλήθεια, που είναι η πατερίτσα μου σκέφτηκε
μετά… Δειλά, έκανε ένα βήμα μπροστά, και μετά ένα δεύτερο και όχι δε κούτσαινε!
Είχε γίνει το θαύμα! Δεν τον ενδιέφερε πως! Πλέον κανείς δε θα τον ξαναέλεγε
κουτσό, κανείς δε θα τον κορόιδευε ποτέ ξανά. Ξαφνικά πρόσεξε πίσω από την
πριγκίπισσά του έναν μαυροφορεμένο, που έβγαζε το ξίφος από τη θήκη του και την
πλησίαζε απειλητικά. Δε δίστασε λεπτό και έτρεξε προς το μέρος του τόσο ξαφνικά
που ο εχθρός τρόμαξε και κάνοντας μια λαβή που του είχαν κάνει παλιότερα οι
συμμαθητές του, αλλά χωρίς να τον χτυπήσει, όπως είχαν κάνει εκείνοι, τον
ακινητοποίησε.
«Με έσωσες! Το έκανες!» είπε η κοπέλα με ενθουσιασμό. Του έγνεψε με
ευγνωμοσύνη «Έλα, πάμε».
Λίγο αργότερα η θέα του κάστρου που φαινόταν να αιωρείται πάνω από τα γαλάζια
κύματα τον έκανε να χάσει το βηματισμό του, και όταν ήταν ένας ντυμένος και
καθαρός νεαρός και ήρθε ο βασιλιάς να του σφίξει το χέρι, έχασε και κάποιους

Διαβάστε επίσης  Η μοναχούλα, η Ζωή της Ειρήνης Φραγκάκη

χτύπους της καρδιάς του. Η πριγκίπισσα που είχε κλέψει όλη τη καρδιά του, του
ζήτησε να την ακολουθήσει στο μπαλκόνι. Ενώ ο ήλιος έδυε λούζοντας τη θάλασσα
με βαθύ κόκκινο χρώμα, τον σκούντησε απαλά στον ώμο.
«Ευχαριστώ» είπε ντροπαλά.
«Εγώ σε ευχαριστώ, χάρη σε σένα είμαι ελεύθερος από την αρρώστια».
Του χαμογέλασε γλυκά και είπε…
«Θα σου πω κάτι και προσπάθησε να το θυμάσαι για όλη σου τη ζωή. Κανείς μα
κανείς, ούτε καν ο ίδιος σου ο εαυτός δε μπορεί να σου πει τι μπορείς να κάνεις και
μέχρι που μπορείς να φτάσεις».
Αυτό ήταν, τώρα θα τη φιλούσε…
«Αγαπούλα μου, το πρωινό είναι έτοιμο!» φώναξε η μαμά του από τη κουζίνα.
Άνοιξε τα μάτια του και αναγνώρισε το δωμάτιό του, ασυναίσθητα έφερε τα δυο του
χέρια στα μαλακά μαγουλάκια του.
Όλα ήταν όνειρο…
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και επηρεασμένος προσπάθησε να περπατήσει χωρίς την
πατερίτσα του, αλλά δεν τα κατάφερε και έπεσε στο πάτωμα, μαζί με τα δάκρυα που
κυλούσαν ανεξέλεγκτα.
Στηρίχτηκε στο κρεβάτι και σηκώθηκε, σκουπίζοντας τα μάτια του.
Δεν πειράζει, μικρός, μεγάλος μια μέρα θα τα κατάφερνε και δε θα τη χρειαζόταν πια
την πατερίτσα…αυτά σκέφτηκε βγαίνοντας από το δωμάτιο.
Είκοσι χρόνια αργότερα απολάμβανε το καφέ του δουλεύοντας στο αγαπημένο του
στέκι. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και μια λάμψη τράβηξε το βλέμμα του. Αυτά τα
χρυσαφένια μαλλιά τα ήξερε, και όταν έστρεψε το κεφάλι της αναγνώρισε και το
πρόσωπό της. Χάρη στα λόγια της, είχε αντιμετωπίσει κάθε κακόβουλο σχόλιο, κάθε
εμπόδιο και είχε βοηθήσει και αυτός άλλους ανθρώπους με δυσκολίες. Τα είχε
καταφέρει, είχε φτάσει πιο ψηλά από ότι πίστευε.
Είχε περπατήσει μόνος, ελεύθερος. Είχε τρέξει…
Ναι, τα είχε καταφέρει. Και τώρα θα κέρδιζε και την πριγκίπισσά του.
Σηκώθηκε και την πλησίασε…
Και έζησαν αυτοί καλά…

Διαβάστε επίσης  Μια μπάλα φωτιάς της Demmynell
Advertising

Advertisements
Ad 14

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Σπίτι, ο τόπος που μεγαλώσαμε...

Σπίτι, ο τόπος που μεγαλώσαμε…

Σπίτι, ο τόπος που πάντοτε με κάποιο τρόπο, μεταφορικά ή

Προβιοτικά: Τα οφέλη στη νόσο Alzheimer

Προβιοτικά: Τα οφέλη στη νόσο Alzheimer Ποιες είναι οι επιδράσεις