ΑΓΑΠΗ
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα φτωχικό βασίλειο γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, το οποίο έμοιαζε με πριγκίπισσα. Είχε ξανθοκόκκινα μαλλιά, έντονα γαλανά μάτια και κατάλευκο δέρμα. Ήταν ο καρπός της αγάπης του Αρτέμιου και της Ευθαλίας και για αυτό οι γονείς της της έδωσαν το όνομα Αγάπη.
Το ζευγάρι αν και χρόνια προσπαθούσε να ολοκληρώσει την ευτυχία του με ένα παιδί, δεν τα είχε καταφέρει. Η Ευθαλία προσευχόταν καθημερινά να μείνει έγκυος, ώσπου μία μέρα εμφανίστηκε μία νεράιδα και της είπε:
«Θέλεις πραγματικά να γίνεις μητέρα;»
Η γυναίκα ξαφνιάστηκε και γυρνώντας να δει από πού ακούστηκε αυτή η φωνή, βλέπει κοντά στην πόρτα μία πανέμορφη γυναικεία φιγούρα να την κοιτάει, βγάζοντας έντονο φως από τα μάτια της:
«Ποια είσαι εσύ;» είπε τρομαγμένη.
«Είμαι αυτή που μπορεί να εκπληρώσει την επιθυμία σου. Αρκεί να το θέλεις πραγματικά»
«Το θέλω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο!»
«Σε εννέα μήνες τότε, θα έχεις στην αγκαλιά σου το παιδί που θα μεγαλώσεις με αγάπη!», είπε και αμέσως εξαφανίστηκε αφήνοντας για λίγη ώρα ακόμα το έντονο φως της.
Το αγαπημένο ζευγάρι έγινε ακόμα πιο ευτυχισμένο, με τον ερχομό της κόρη τους. Τη στιγμή που αποφάσισαν να της δώσουν το όνομά της ‘Αγάπη’, εμφανίστηκε πάλι η νεράιδα.
«Ευθαλία, η επιθυμία σου εκπληρώθηκε, αλλά το παιδί που θα μεγαλώσεις δεν είναι αυτό που κρατάς στην αγκαλιά σου»
«Τι εννοείς;» είπε απορημένη.
«Ήθελες να γίνεις μητέρα και έγινες. Όμως το καθετί στη ζωή έχει το τίμημά του. Θα γίνετε οι γονείς ενός άλλου παιδιού, του οποίου το όνομα είναι Ελευθέριος. Θα το μεγαλώσετε με αγάπη και η Αγάπη θα επιστρέψει σε εσάς.
Να θυμάσαι Ευθαλία, μητέρα δε θεωρείσαι όταν φέρνεις στον κόσμο ένα παιδί, μητέρα γίνεσαι όταν το φροντίζεις με αγάπη και του παρέχεις ασφάλεια».
Πριν προλάβουν να ρωτήσουν περισσότερα, η νεράιδα εξαφανίστηκε. Ο Αρτέμιος μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, αποφάσισε να σκαλίσει στο μενταγιόν της μητέρα του, το όνομα της κόρης του και να της το φορέσει. Ήθελε να έχει κάτι δικό τους ώστε να τους αισθάνετε.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Σε ένα γειτονικό βασίλειο ζούσε ο βασιλιάς Βίκτωρας, ένας αρκετά μοναχικός άνθρωπος, αλλά δίκαιος απέναντι στο λαό του. Το βασίλειο του ήταν εύφορο και αρκετά πλούσιο. Αρκετά χρόνια ερχόταν σε αντιπαράθεση με το γειτονικό και εξίσου πλούσιο βασίλειο του Φιλίππου, για το ποιος θα επικρατήσει στην γύρω περιοχή.
Όταν ο βασιλιάς Φίλιππος αρρώστησε ξαφνικά, για να προστατεύσει το βασίλειο του, αποφάσισε να δώσει τη μονάκριβη κόρη του ως γυναίκα στον Βίκτωρα. Ο Βίκτωρας δέχτηκε αμέσως, γιατί θα γινόταν πλέον κυρίαρχος δύο πλούσιων βασιλείων. Άλλωστε, είχε μάθει για την πριγκίπισσα Ελβίρα, ότι ήταν μία πανέμορφη και υπάκουη κοπέλα.
Το πρώτο βράδυ του γάμου τους έγινε και η ένωση αυτού του ζευγαριού. Όταν ο Βίκτωρας κοιμήθηκε δίπλα της, η νιόπαντρη γυναίκα έβαλε τα κλάματα. Ήταν μία θυσία που έκανε για τους γονείς της και για τον λαό της, αλλά η θλίψη της ως γυναίκα, δεν μπορούσε να κρυφτεί. Εκείνη την ημέρα έμεινε έγκυος. Η σχέση του ζευγαριού παρέμεινε τυπική όλον αυτόν τον καιρό και η Ελβίρα ήλπιζε ότι θα γινόταν ουσιαστική, όταν γεννιόταν το παιδί τους.
Εννέα μήνες μετά – την ίδια μέρα που γεννήθηκε η Αγάπη – γεννήθηκε και ο γιος τους, ένα ζωηρό μωράκι. Ο Βίκτωρας, όταν μπήκε στο δωμάτιό τους, κράτησε τον απόγονό του στα χέρια του και είπε με βροντερή φωνή:
«Ελπίζω να γίνεις ένας δυνατός και θαρραλέος πολεμιστής! Θα σε ονομάσουμε Ελευθέριο!».
Εκείνη τη στιγμή, το δωμάτιο σκοτείνιασε και εμφανίστηκε μία μάγισσα. Η Ελβίρα ενστικτωδώς, πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και τότε ακούστηκε μία φωνή να λέει:
«Το παιδί αυτό δεν γεννήθηκε από αγάπη, αλλά από όφελος. Θα σας φέρω να μεγαλώσετε άλλο παιδί, το οποίο είναι καρπός αγάπης. Όση αγάπη στερήσατε ο ένας στον άλλον, θα τη δώσετε στο παιδί που θα σας φέρω, αλλιώς ο γιος σας θα πεθάνει. Αν τα καταφέρετε, θα δείτε το παιδί σας πάλι».
Τότε το σκοτάδι έγινε ακόμα πιο βαθύ. Η Ελβίρα έβγαλε μια κραυγή όταν αισθάνθηκε την αγκαλιά της άδεια. Μετά από λίγο επανήλθε το φως, αλλά το σκότος στην καρδιά της παρέμενε. Πρώτη φορά που ο Βίκτωρας πλησίασε την γυναίκα του και την αγκάλιασε. Η Ελβίρα με δακρυσμένα μάτια γονάτισε μπροστά του και λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε ήταν ξαπλωμένη και δίπλα της κοιμόταν ο Βίκτωρας. Μετά την πρώτη νύχτα του γάμου τους, ο άντρας της είχε αλλάξει δωμάτιο αφήνοντάς τη μόνη. Δεν τον αντιπαθούσε, απλά δεν τον γνώριζε. Θαύμαζε που ήταν δίκαιος απέναντι στο λαό του και στον δικό της λαό, αλλά απέναντί της ήταν πάντα απόμακρος. Είχε μείνει να τον κοιτάζει και έβλεπε ότι πίσω από την αυστηρότητα του προσώπου του, υπήρχε μία γλυκύτητα. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και όταν την είδε να τον παρατηρεί της χαμογέλασε:
«Πώς νιώθεις;»
Πριν προλάβει να του απαντήσει, άκουσε το κλάμα ενός μωρού και οι δυο έκπληκτοι σηκώθηκαν από το κρεβάτι. Στην κούνια του γιου τους, τώρα υπήρχε ένα κοριτσάκι με καταγάλανα μάτια. Η Ελβίρα το πήρε στην αγκαλιά της και αφού κάθισε στο κρεβάτι άρχισε να το θηλάζει. Στο λαιμό του φορούσε ένα μενταγιόν με σκαλισμένο το όνομά της. Ο Βίκτωρας την πλησίασε και αφού της φίλησε το κεφάλι είπε:
«Τώρα αυτό είναι το παιδί μας, η Αγάπη. Ας του δώσουμε αγάπη και αν δεν μπορώ, θα σε παρακαλούσα να με μάθεις πώς να το κάνω. Δεν είμαι γεννημένος κακός, απλά δεν ξέρω τον τρόπο να αγαπώ».
Η Ελβίρα σήκωσε το κεφάλι της και ένα δάκρυ κύλησε στο μαγουλάκι του μωρού, το οποίο ανενόχλητο συνέχισε να τρώει.
«Αν είμαστε μαζί μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Από σήμερα σε θέλω δίπλα μου. Το δωμάτιό σου είναι αυτό και η αγκαλιά μου θα είναι ανοιχτή για εσένα. Η Αγάπη θα μας ενώσει».
ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τη γέννηση των δύο παιδιών. Ο Ελευθέριος είχε μεγαλώσει και είχε γίνει ένας αξιοσέβαστος νεαρός στο βασίλειό του. Πάντα βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές, αλλά και όχι μόνο. Όποιος χρειαζόταν βοήθεια ζητούσε την στήριξη του Ελευθέριου, τόσο τη σωματική όσο και την πνευματική.
Κάποια μέρα ο παιδικός φίλος του, ο Λυκούργος – του ζήτησε να τον συνοδεύσει σε ένα ταξίδι του. Ο Ελευθέριος με μεγάλη χαρά δέχτηκε.
Οι δυο φίλοι περνώντας από ένα δάσος σταμάτησαν την πορεία τους, όταν αντίκρισαν μία πεσμένη κοπέλα στο έδαφος να φωνάζει για βοήθεια. Είχε πέσει από το άλογό της και αυτό τρομαγμένο απομακρύνθηκε.
Ο Ελευθέριος έτρεξε κοντά της να δει πώς είναι. Με το που κοίταξε τα καταγάλανα μάτια της για μία στιγμή ο υπόλοιπος κόσμος σταμάτησε να υπάρχει. Υπήρχε μόνο αυτή και αυτός να της κρατάει το χέρι:
«Είσαι καλά;»
«Νομίζω ότι έσπασα το πόδι μου!» του απάντησε με πόνο.
«Μου επιτρέπεις να το δω;»
«Ναι, αλλά πονάει!» είπε και του έσφιξε το χέρι.
«Κλείσε για λίγο τα μάτια σου και μέχρι να τα ανοίξεις, ο πόνος θα περάσει». Είχε αποκτήσει ιατρικές γνώσεις και ήταν σε θέση να αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις. Με μία επιδέξια κίνηση κατάφερε να γυρίσει το πόδι της στη θέση του. Η κοπέλα έβγαλε μία κραυγή και μετά λιποθύμησε.
Όταν ξύπνησε ήταν στο πίσω μέρος μίας άμαξας, στην αγκαλιά αυτού του άνδρα, ο οποίος κοιτούσε το μενταγιόν της.
«Ο πόνος δεν πέρασε ακόμα, με κορόιδεψες» του είπε με παράπονο.
«Σου ζητάω συγνώμη, αλλά τώρα θα πονούσες χειρότερα αν δεν έκανα αυτό που έπρεπε. Σε λίγη ώρα φτάνουμε στο γειτονικό βασίλειο και θα ξεκουραστείς».
«Σε παρακαλώ, μπορείς να με πας στο παλάτι;» είπε και μετά κοιμήθηκε ξανά.
Όταν έφτασαν στο παλάτι την πήρε αγκαλιά και την κατέβασε από την άμαξα. Όταν είδε ο φρουρός ότι ήταν η πριγκίπισσα, αμέσως πρόσταξε να ενημερώσουν τον Βασιλιά. Ο Βίκτωρας απαίτησε να μάθει τι συμβαίνει:
«Πες μου ποιος είσαι και τι έπαθε η κόρη μου!»
«Ονομάζομαι Ελευθέριος και η κόρη σας έπεσε από το άλογό της χτυπώντας το πόδι της»
Εκείνη τη στιγμή έφτασε η Ελβίρα, η οποία όταν άκουσε το όνομα του ευγενικού άνδρα, κατάλαβε ότι ήταν ο γιο της.
«Παιδί μου είσαι καλά;» και τον πλησίασε με λαχτάρα να τον αγκαλιάσει.
«Μην ανησυχείτε, απλά κοιμάται»
«Εσύ, είσαι καλά;»
«Ναι, μια χαρά είμαι» είπε και τοποθέτησε την Αγάπη με μεγάλη προσοχή στο μέρος που του υπέδειξαν. Τότε η Ελβίρα έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
«Παιδί μου μπορεί να μεγάλωσες μακριά μας, αλλά πάντα σε σκεφτόμασταν».
Ο Ελευθέριος δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε μέχρι που οι γονείς του, του εξιστόρησαν τι είχε συμβεί. Ο πατέρας του ήταν στο πλευρό της μητέρας του και της κρατούσε τους ώμους.
Ο Ελευθέριος τους αγκάλιασε και είπε με τρυφερότητα:
«Ότι συνέβη, συνέβη για κάποιο λόγο. Μπορεί να πέρασαν τα χρόνια και να ζήσαμε χωριστά, αλλά θα επανορθώσουμε στα χρόνια που έχουμε μπροστά μας».
Όταν η Αγάπη καλυτέρευσε, ο Ελευθέριος της είπε ότι είχε έρθει η ώρα να γνωρίσει τους γονείς της, να γνωρίσει τους ανθρώπους που τον μεγάλωσαν και του έδωσαν αστείρευτη αγάπη.
Η έλξη των δύο αυτών νεαρών ήταν αναπόφευκτη από την πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε. Άλλωστε όπως η ελευθερία και η αγάπη πορεύονται αχώριστες, έτσι και ο Ελευθέριος με την Αγάπη πορεύτηκαν αχώριστοι!