“Αμάξια κορνάρουν , κόσμος πηγαινοέρχεται στους δρόμους. Κανείς δεν χαιρετά κανέναν. Άλλη μια μέρα ίδια . Μα πως μπορούν να κοιτάνε τον κόσμο μέσα από μια οθόνη; Τι είναι αυτή η οθόνη; Κανένα νέο παιχνίδι ή μήπως δίνει δωρεάν γλυκά; Δεν μπορώ να καταλάβω..
Ο ήλιος λάμπει , μα δεν έχω ακούσει τόση ώρα ένα γέλιο!! Πως να είναι η ζωή εκεί πάνω; Τόσο μουντή είναι που κανείς δεν χαμογελάει; Άμα είναι έτσι να μου λείπει! Θα μείνω εδώ κάτω μαζί με τα βατράχια. Τουλάχιστον αυτά λένε μια καλημέρα! ”
Αυτά αναρωτιόταν ο μικρός μας ήρωας κάθε πρωί. “Δεν είμαι μικρός! Έχω και όνομα ξέρεις!” Α ναι σωστά. Είχε και όνομα όπως όλα τα πλάσματα στην γη! Το όνομα του ήταν…ας το αφήσουμε για αργότερα αυτό. Ζούσε κάτω από την πόλη , μέσα στον υπόνομο. “Δεν υπάρχουν μόνο κλόουν εδώ κάτω ξέρετε , είμαι και εγώ! ” Ένα μικρό ανθρωπάκι με κοντό παντελονάκι και μεγάλα πράσινα μάτια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί μαζί με τα βατράχια. Καθόταν με τις ώρες και παρατηρούσε τον κόσμο έξω κάθε πρωί. Το βράδυ όμως είχε ειδική αποστολή, η οποία ήταν μυστική και κανείς δεν πρέπει να την μάθει! Γιατί διαφορετικά ο μικρός μας ήρωας θα χαθεί!
” Αρκετά μίλησες μας κούρασες! Άστα να τα πω εγώ. Γεια σας, εγώ είμαι ο μικρός αυτός ήρωας. Είμαι ένα φυσιολογικό παιδί όπως όλοι σας , με μεγάλα πράσινα μάτια και το πιο έξυπνο από όλα! Έτσι μου λέει τουλάχιστον η μαμά βατραχίνα μου! Μα αυτό που ξεχωρίζει στην εμφάνιση μου είναι το αγαπημένο μου καπέλο! Κανέναν δεν τον αφήνω να το αγγίξει! Μένω στον υπόνομο μαζί με τα βατραχάκια μου! Ξέρω νομίζετε πως όλα εδώ μέσα είναι γκρίζα και βρώμικα. Κι όμως κάνετε λάθος! Η μικρή μας πόλη εδώ είναι γεμάτη με φωτεινά χρώματα. Έχουμε γεμίσει τους τοίχους με ζωγραφιές και διάφορα αφηρημένα σχέδια που κανένας μεγάλος δεν καταλαβαίνει! Έχουμε γεμίσει την λίμνη με χάρτινα καραβάκια και νούφαρα. Δεν είμαστε καθόλου βρώμικοι! Αν και τα σκουπίδια που πετούν στο δρόμο καταλήγουν στο σπίτι μας ! Κάθε μέρα τα καθαρίζουμε και φτιάχνουμε διάφορες κατασκευές όπως σπιτάκια , γέφυρες και άλλα πολλά! Αναρωτιέμαι γιατί δεν τα μαζεύετε και εσείς ; Με τα σκουπίδια δημιούργησα την πιο όμορφη πολιτεία και είναι πιο όμορφη από την μουντή σας πόλη! Ανθίζουν τα λουλούδια ελεύθερα και πρασινίζει όλος ο υπόνομος! ”
Εκεί ζει ο μικρός μας ήρωας , μέσα στα απόβλητα της μεγάλης πόλης δημιούργησε έναν πράσινο παιδότοπο. Όμως εκείνος συνεχίζει να βλέπει τα σκυθρωπά και να στεναχωριέται. ” Γιατί να μην χαμογελάει κανείς!” έλεγε κάθε φορά . Έτσι αποφάσισε να ανεβαίνει κρυφά τα βράδια στην πόλη και να προσπαθεί να αλλάξει αυτή την κατάσταση.
Στην αρχή, μάζευε όλα τα σκουπίδια της πόλης και ζωγράφιζε τους τοίχους με φανταχτερά χρώματα και χαμογελαστά πρόσωπα! Όμως κάθε μέρα τα μουτζούρωναν με άσχημα γράμματα και τα έκρυβαν πίσω στο γκρίζο τοπίο των πολυκατοικιών.
Ο μικρός ήρωας όμως δεν τα έβαλε κάτω! ” Αποφάσισα έτσι να φυτέψω μεγάλα δέντρα με ζουμερά φρούτα και καταπράσινα φύλλα!” Στην αρχή οι άνθρωποι ενθουσιάστηκαν , τα χαμόγελα των παιδιών γέμισε με ελπίδα τον μικρό μας ήρωα. Τα έβλεπε να τρώνε τα φρούτα , να χτίζουν ξύλινα σπίτια και να παίζουν πάνω στα δέντρα γεμίζοντας με χαχανητά και φανταστικές ιστορίες την σιωπή της πόλης. Όμως και πάλι κράτησε για λίγο. Τα δέντρα μαράζωσαν από την αδιαφορία των μεγάλων. Έκοψαν τα μεγάλα κλαδιά των δέντρων και τα κατέστησαν επικίνδυνα για την ασφάλεια των παιδιών.
“Μα επικίνδυνα τα δέντρα; Πως γίνεται αυτό; Πως γίνεται να μην τους ξυπνάει το γέλιο των μικρών παιδιών; Πάει τελείωσε, δεν ξανανεβαίνω στην πόλη σας! Καθίστε μέσα στις οθόνες σας και στο μουντό σας τοπίο!”Σίγουρος πια ο μικρός μας ήρωας πως ο κόσμος δεν αλλάζει, αποφάσισε να μείνει μέσα στον υπόνομο του και να μιλάει με τα βατραχάκια του.
Οι μέρες περνούσαν αργά και βασανιστικά. Ο μικρός μας ήρωας συνέχισε να ζει στον υπόνομο του αμέριμνα , παρατηρώντας τις αντιδράσεις των ανθρώπων στην πόλη και έχοντας την ίδια απογοήτευση για αυτή την κατάσταση.
Ώσπου ένα βράδυ…
“Τι είναι αυτός ο περίεργος ήχος; Ακούγεται σαν κλάμα… μου στροβιλίζει το κεφάλι! Πρέπει να πάω . Κάποιος με φωνάζει. Κι άλλος παρόμοιος ήχος! Πρέπει να βιαστώ.” Ο ήχος όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Ντύθηκε γρήγορα και ανέβηκα πάνω στη πόλη. Είχε πολύ καιρό να ανέβει , του φαινόταν κάπως παράξενο. Σαν όλα να έχουν αλλάξει.
Ακολούθησε τον ήχο. Ερχόταν από ένα παράθυρο. Όσο πλησίαζε τόσο δυνάμωνε! Σκαρφαλώνει γρήγορα ένα δέντρο για να είναι πιο κοντά. Και τι να δει ; Ο ήχος ερχόταν από το κρεβάτι. Ένα μικρό παιδάκι έκλαιγε γοερά. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί , τον τρόμαζαν τα δυνατά φώτα της πόλης και οι ήχοι των αυτοκινήτων. Τρόμαζε με τις μεγάλες πινακίδες . Ο μικρός μας ήρωας πλησίασε στο παράθυρο και άρχισε να του μιλάει.
” -Γεια σου, γιατί δεν κοιμάσαι;
– Δεν μπορώ , φοβάμαι.
-Γιατί κλαίς;
-Φοβάμαι σου λέω!
– Τι είναι αυτό που φοβάσαι ;
– Δεν ξέρω, όλους αυτούς τους θορύβους , τα φώτα, τα αυτοκίνητα. ”
Ο μικρός μας ήρωας στην αρχή παραξενεύτηκε. Πως μπορεί να τον κάνει να κοιμηθεί. Όσο όμως η ώρα περνούσα το κλάμα γινόταν όλο και πιο δυνατό! Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι.
“-Λοιπόν , κάνε ό,τι σου πω και θα δεις δεν θα φοβάσαι πια.
– Τι ; “είπε το μικρό παιδάκι.
“-Σκεπάσου με την κουβέρτα και κλείσε τα μάτια σου. ”
Το παιδάκι το έκανε γρήγορα , και τότε έπιασε δράση ο μικρός μας ήρωας. Άρχισε να του εξιστορεί διάφορες φανταστικές ιστορίες με πρωταγωνιστή το μικρό μας φίλο . Φανταχτερά χρώματα, μεγάλη δράκοι με ροζ βούλες να πετούν πάνω από τα πράσινα σύννεφα άρχισαν να ζωντανεύουν κάτω από την κουβέρτα! Το παιδάκι άρχισε αμέσως να γελά, να πετάει μαζί με τους δράκους και να πέφτει πάνω σε φουσκωτά μαξιλάρια! Ο φόβος έφυγε και κοιμήθηκε αμέσως με ένα πλατύ χαμόγελο.
Ο μικρός μας ήρωας εκείνο το βράδυ πήγε σε πολλά παιδάκια και γέμισε την κουβέρτα τους με φανταστικές ιστορίες και πλάσματα! Συνέχισε να το κάνει αυτό και άλλα βράδια. Πολλά βράδια! Γέμιζε την κουβέρτα του κάθε παιδιού με κάτι που ήταν ξεχασμένο από τους μεγάλους. Κάτι που ήταν το μαγικό τους όπλο για τον φόβο. Κάτι που θα τους γέμιζε με θάρρος και τους ακολουθούσε σε όλη τους τη ζωή μέχρι που να το κατακτήσουν.
Τους γέμισε με όνειρα!
Έτσι λοιπόν , ο μικρός μας ήρωας κάθε βράδυ έφευγε από τον υπόνομο του και ερχόταν στις κουβέρτες των μικρών παιδιών , αλλά και των μεγάλων μερικές φορές! και τους ταξίδευε σε μέρη τόσο φανταστικά αλλά και τόσο αληθινά, ικανά να τα κατακτήσουν!
Έτσι η πόλη καθημερινά άρχισε να αλλάζει! Οι άνθρωποι ήταν πιο χαρούμενοι , χαμογελαστοί! Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον , χωρίς να χρησιμοποιούν τις οθόνες τους αλλά το στόμα τους! Το γκρίζο τοπίο είχε αρχίσει σταδιακά να αλλάζει και τον ήχο των αυτοκινήτων άρχισε να τον αντικαθιστά ο ήχος από τα γέλια των παιδιών.
Ο μικρός μας ήρωας παρατηρούσε με ευχαρίστηση την πόλη ενώ το βράδυ συνέχισε να επισκέπτεται τις κουβέρτες τους. Πριν όμως ολοκληρώσουμε την ιστορία μας , θα ήθελε να σας πει κάτι ο μικρός μας ήρωας.
” Πριν σας χαιρετήσω μικροί μου φίλοι , θα πρέπει να σας ποιος είμαι αλλά θα το κρατήσετε μυστικό! Δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν ότι με ξέρετε! Γιατί αλλιώς θα χαθώ… Το όνομα μου λοιπόν είναι… Sueno. Και μην ξεχνάτε! σκεπαστείτε με την κουβέρτα και κλείστε τα μάτια σας. ”
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.