Το φαινόμενο των ψευδών ομολογιών. Από τον Βενιόπουλο Αναστάσιο

17 Φεβρουαρίου 2021

Η ομολογία του δράστη αποτελεί ένα από τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στα πλαίσια της Ποινικής Διαδικασίας. Ομολογία συνιστά η παραδοχή από πλευράς του κατηγορουμένου του συνόλου των πραγματικών περιστατικών, που αποδεικνύουν την ενοχή του. Δεδομένης της τάσης αυτοσυντήρησης κάθε ατόμου, είναι λογικό πως η πηγαία ομολογία δεν είναι σύνηθες φαινόμενο, δεν αποκλείεται ωστόσο διάφοροι παράγοντες, όπως η μετάνοια και οι συνειδησιακές τύψεις, να οδηγήσουν σε αυτήν. Η παραδοχή αυτή, όμως, για να διατηρήσει την αποδεικτική της ισχύ θα πρέπει να είναι αυθόρμητη και αβίαστη, απαλλαγμένη από οιαδήποτε πίεση ή παρέμβαση των ανακριτικών υπαλλήλων με σκοπό την απόσπασή της και την παράλληλη ενοχοποίηση, που αυτή συνεπάγεται. Ο ΑΠ έχει κρίνει ότι η αιτιολογία της απόφασης καταδίκης δεν είναι εμπεριστατωμένη όταν η ομολογία απλώς αναφέρεται, χωρίς να συνδυάζεται με την εξακρίβωση των συμβάντων από τα ευρήματα της αποδεικτικής διαδικασίας, θέτοντας έτσι  το γενικότερο πλαίσιο αντιμετώπισης της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου. Η εξονυχιστική εξέτασή της κρίνεται απαραίτητη, όταν εκλείπουν άλλες αποδείξεις και σε κάθε περίπτωση δεν δύναται από μόνη της να οδηγήσει σε καταδικαστική απόφαση χωρίς την συσχέτισή της με το υπόλοιπο συγκεντρωμένο αποδεικτικό υλικό.

Είδη ψευδών ομολογιών και ανακριτικές τεχνικές

Αρκετές φορές αυτοσκοπός των ερευνητών και των αστυνομικών οργάνων είναι η απόσπαση της ομολογίας ενός υπόπτου, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια πολύκροτη υπόθεση, η οποία έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον τόσο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης(ΜΜΜ), όσο και της κοινής γνώμης, πιέζοντας έτσι για την αποκάλυψη και την επιβολή τιμωρίας στον δράστη. Φυσικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου οι ύποπτοι προβαίνουν στην παραδοχή ενός εγκλήματος, το οποίο δεν έχουν διαπράξει, χωρίς την παραμικρή όχληση από τα ανακριτικά όργανα.  Τα ως άνω αναφερόμενα έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του φαινομένου των ψευδών ομολογιών. Ως ψευδής ομολογία ορίζεται η αποδοχή εκ μέρους του υπόπτου μια εγκληματικής ενέργειας, την οποία δεν έχει διαπράξει. Αν και πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο, εν τούτοις δεν είναι ευχερής η εξακρίβωση της συχνότητάς του, δεδομένης της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές ως προς την ανεύρεση  των βασικών αποδεικτικών στοιχείων και εν γένει του συνόλου του αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης,  που, συνδυαζόμενα με την ομολογία , οδήγησαν σε μια λαθεμένη δικαστική κρίση. Υπάρχουν τρία είδη ψευδούς ομολογίας: Η εθελοντική, η εξαναγκασμένη-υποχωρητική και η εξαναγκασμένη– εσωτερικοποιημένη

Η εθελοντική ψευδής ομολογία λαμβάνει χώρα εν απουσία ανάκρισης από τις αστυνομικές αρχές . Η εξήγησή της ανευρίσκεται σε εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις , που βιώνει το άτομο, το οποίο προβαίνει στην ομολογία ή σε εξωτερικές πιέσεις προερχόμενες από κάποιο τρίτο πρόσωπο, πέραν των ανακριτών. Η πλειονότητα των προαναφερόμενων ομολογιών φαίνεται να είναι αποτέλεσμα υποκείμενων ψυχικών ή ψυχολογικών διαταραχών και να γίνονται για διάφορους λόγους, όπως η ανάγκη για φήμη και δημοσιότητα ή η ανύψωση του ηθικού και της αυτοεκτίμησης, που συνεπάγεται η εκτεταμένη προβολή και προσοχή γύρω από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι  υποθέσεις που απολαμβάνουν ιδιαίτερης προβολής, είτε λόγω της βιαιότητας είτε λόγω της επωνυμίας του θύματος, προσελκύουν μεγάλο αριθμό προσώπων, πρόθυμων να ομολογήσουν. Σε γενικές γραμμές τα αίτια μιας τέτοιας ενέργειας θα πρέπει να οδηγούν στην προσπάθεια ανίχνευσης υποκείμενων ψυχολογικών ή ψυχικών ασθενειών.  Ένα άτομο θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να προβεί σε μια εθελούσια ψευδή ομολογία με σκοπό την προστασία του πραγματικού δράστη και την επιθυμία της δημιουργίας ενός άλλοθι γι’ αυτόν. Άλλοι παράγοντες ικανοί να οδηγήσουν σε μια ψευδή παραδοχή ενοχής  είναι η ανάγκη εξιλέωσης για ένα προηγούμενο αδίκημα  ,όπως τονίζει ο  Gudjonsson ή η επιθυμία απόκρυψης, μέσω αυτής, μια άλλης μη εγκληματικής ενέργειας , η οποία όμως θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή του ατόμου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομολογία μιας δολοφονίας από μία γυναίκα προκειμένου να μην αποκαλυφθεί στον σύζυγό της πως εκείνη τη στιγμή βρισκόταν με άλλον σύντροφο. Οι ερευνητές, ωστόσο, τείνουν να είναι επιφυλακτικοί ως προς το παραπάνω φαινόμενο και σπανίως αναγνωρίζουν την ύπαρξη μιας εθελουσίας ψευδούς ομολογίας, βασισμένοι στο σκεπτικό ότι κανένας υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα δεχόταν τόσο επιβαρυντικές συνέπειες, όπως η φυλάκιση, για κάτι που στην πραγματικότητα δεν διέπραξε.

Διαβάστε επίσης  Προσωπική Αναζήτηση & Έκφραση συναισθημάτων. Από την Ελένη Γερακάκη

Οι εξαναγκασμένες-υποχωρητικές ομολογίες λαμβάνουν χώρα όταν το άτομο, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από τις πιέσεις των αστυνομικών οργάνων, ενδίδει στον εξαναγκασμό και ομολογεί το έγκλημα. Η ιδιαιτερότητα αυτού του τύπου έγκειται στο γεγονός πως οι ύποπτοι προβαίνουν σε αυτήν την πράξη εν γνώση του ότι δεν έχουν διαπράξει στην πραγματικότητα το έγκλημα, για το οποίο ανακρίνονται. Εν τούτοις, ζυγίζοντας στο μυαλό τους τις περιστάσεις, φαίνεται πως το κέρδος της πρόωρης ανακούφισης από την ψυχοφθόρα διαδικασία της ανάκρισης υπερισχύει έναντι των μακροπρόθεσμων συνεπειών μια ενδεχόμενης ομολογίας. Αρκετά συχνά, τα άτομα θεωρούν εσφαλμένα ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η αλήθεια θα επικρατήσει ή ότι ο δικηγόρος τους θα είναι σε θέση να ανατρέψει την επιβαρυντική ομολογία. Αξιοσημείωτο ρόλο σε αυτού του είδους τις ομολογίες διαδραματίζουν οι ανακριτικές τεχνικές, που χρησιμοποιούνται από την αστυνομία. Παλαιότερα δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου η χρήση σωματικής βίας εκ μέρους των αρχών οδηγούσε τους υπόπτους στην αποδοχή των πράξεων, που τους επιρρίπτονταν.  Πλέον, ως επί το πλείστον, την θέση της σωματικής κατέλαβε η ψυχολογική βία. Προς αυτήν την κατεύθυνση τείνουν οι τακτικές ανάκρισης που εφαρμόζονται. Ένας επιδέξιος ανακριτικός υπάλληλος είναι σε θέση να πείσει τον ύποπτο περί της ματαιότητας του να προσπαθεί να αποκρύψει την αλήθεια, ενώ ταυτόχρονα του δημιουργεί την πεποίθηση πως ο δρόμος του περιορισμού των επικείμενων συνεπειών περνά μέσα από την ομολογία. Έτσι, παρουσιάζεται αυτή ως η μόνη συμφέρουσα για όλους λύση τη δεδομένη στιγμή. Γίνεται, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό το πώς μια ενορχηστρωμένη ανάκριση, όπου ένα συνονθύλευμα απειλών, υποσχέσεων αλλά και κλασσικών ανακριτικών τεχνικών όπως οι επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις, η εξαπάτηση σχετικά με την ύπαρξη στοιχείων, η πίεση αλλά και η προσπάθεια άρσης των επίμονων αρνήσεων του υπόπτου, μπορεί να καταλήξει σε μια ψευδή ομολογία.

Διαβάστε επίσης  Η ζήλια. Από την Ειρήνη Πυλαρινού

Στις εξαναγκασμένες-εσωτερικοποημένες ομολογίες ένας αθώος ύποπτος σταδιακά αρχίζει να αμφισβητεί την μνήμη του  και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι πιο πιθανό τελικά να είναι ο ένοχος, αλλά να μην μπορεί να ανασύρει μια ξεκάθαρη εικόνα του συμβάντος. Αυτό οφείλεται στο λεγόμενο «Σύνδρομο Δυσπιστίας της Μνήμης», κατά το οποίο το άτομο παύει να εμπιστεύεται την μνήμη του και οι εξωτερικές πηγές αποτελούν την μόνη πλέον βάση πληροφοριών για το εξεταζόμενο συμβάν. Εν προκειμένω υπάρχουν δύο είδη περιπτώσεων: είτε το άτομο δεν έχει καμία πραγματική μνήμη περί των γεγονότων είτε η αρχική του πεποίθηση περί μη εμπλοκής του κλονίζεται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Στην πρώτη περίπτωση η απώλεια μνήμης μπορεί να προέρχεται από αμνησία, από προηγούμενη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή από υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ. Στη δεύτερη, βασικό παράγοντα αποτελεί η μεθοδολογία και οι τακτικές που χρησιμοποιεί ο ανακριτής. οι ύποπτοι προβαίνουν στον παραπάνω τύπο ψευδούς ομολογίας μέσα από μια διαδικασία τριών σταδίων. Αρχικά το άτομο αρχίζει να αμφιβάλει για την μνήμη του. Αυτό επέρχεται ως αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερα έντονης είτε λεκτικά είτε ψυχολογικά ανακριτικής διαδικασίας,  κατά την οποία οι συνεχείς κατηγορίες περί διαπράξεως του εγκλήματος,  συνδυαζόμενες με την επαναλαμβανόμενη απόρριψη των ισχυρισμών του υπόπτου περί αθωότητάς του  ως αβάσιμων και αντίθετων με τα κτηθέντα στοιχεία, αλλά και η προβολή κατασκευασμένων στοιχείων, διαδραματίζουν καίριο ρόλο. Εν συνεχεία, το άτομο αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την αντίφαση μεταξύ της γνώσης περί της αθωότητας του και της ύπαρξης αδιάψευστων ενοχοποιητικών στοιχείων, οδηγείται στην εναπομείνασα για το ίδιο εξήγηση, ότι δηλαδή πράγματι έχει διαπράξει όσα του επιρρίπτονται και απλώς δεν τα θυμάται. Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει την προβολή στον ύποπτο παραγόντων, που δυνητικά μπορεί να συνέδραμαν στο να απωλέσει την πραγματική εικόνα των περιστατικών, όπως το να απέβαλλε από την μνήμη του το γεγονός λόγω διαταραχής μετατραυματικού στρες. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο περιλαμβάνει την ανακατασκευή του συμβάντος. Αφού, δηλαδή, το άτομο ομολογήσει,  ακολουθεί μια πιεστική διαδικασία προκειμένου να αφηγηθεί τις λεπτομέρειες. Απ’ την στιγμή που πραγματική ανάμνηση δεν υπάρχει, αναγκαστικά οδηγείται στο να υποθέσει ή ακόμα και να επινοήσει περιστατικά συνδυάζοντάς τα βέβαια με αυτά, που ήδη του έχουν προβληθεί. Είναι πιθανό να θεωρήσει ότι, αν προσπαθήσει παραπάνω, θα καταφέρει να επαναφέρει την εικόνα, που του έχει δημιουργηθεί.

Διαβάστε επίσης  “Νόμιζα”. Από τη Χαρά Σίνου

Τα λάθη των αστυνομικών οργάνων- ερευνητών- ανακριτών.

Όταν μια ψευδής ομολογία είναι απόρροια πιέσεων εκ μέρους των ανακριτικών οργάνων, τότε η ευθύνη επιρρίπτεται σε τρία, κατά σειρά, λάθη στα πλαίσια της όλης διαδικασίας. Το πρώτο εξ αυτών είναι η εκ προοιμίου βεβαιότητα των ερευνητών περί της ενοχής του υπόπτου, κάτι που καταλήγει σε λανθασμένη κατηγοριοποίηση και εν συνεχεία σε μια εκτεταμένη προσπάθεια απόσπασης ομολογίας από έναν αθώο. Διάφοροι παράγοντες, όπως η ελλιπής εκπαίδευση ή απλώς η ιδιαίτερη ομοιότητα των χαρακτηριστικών του υπόπτου με μια γενική περιγραφή , που δόθηκε από έναν αυτόπτη μάρτυρα, είναι ικανοί να οδηγήσουν τον ερευνητή σε αυτήν την πεποίθηση. Έπειτα, ορμώμενοι εξ αυτής της βεβαιότητας οι υπεύθυνοι για την ανάκριση του υπόπτου, υιοθετούν μια στρατηγική εξαναγκασμού του, η οποία χαρακτηρίζεται από μία ιδιαίτερα επιθετική προσέγγιση, που στόχο έχει να άρει τις όποιες προσπάθειες άρνησης συμμετοχής του στο έγκλημα. Οι υποσχέσεις ελάφρυνσης της ποινής σε περίπτωση ομολογίας ή αντιθέτως οι προειδοποιήσεις περί επιβάρυνσης της θέσης του υπόπτου  αν αυτός συνεχίζει να ψεύδεται και η συχνή παρουσίαση τεχνητών στοιχείων ενοχοποίησης προς εξαπάτησή του διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στην διαδικασία. Το προαναφερθέν αποτελεί  το δεύτερο λάθος, τον εξαναγκασμό. Το τρίτο και τελευταίο σφάλμα, είναι αυτό της μολύνσεως. Αφού, δηλαδή, το άτομο έχει ενδώσει κι έχει δεχθεί την εμπλοκή του σε πρώτη φάση, δέχεται πιέσεις προκειμένου να γίνει αναλυτικότερος και να δώσει εκτενή περιγραφή του συμβάντος με λεπτομέρειες, που φυσικά δεν γνωρίζει. Εδώ, η συνεχής προβολή των στοιχείων και των περιστατικών από τους ανακριτές σε συνδυασμό με μια σειρά από καθοδηγητικές ερωτήσεις, διευκολύνει τον ύποπτο ώστε αυτός να δώσει τις απαντήσεις που του ζητούνται.

Ίσως η βαθύτερη κατανόηση του ζητήματος από την πλευρά των αρχών και η εκτεταμένη εκπαίδευση των οργάνων και συγκεκριμένα των ανακριτικών οργάνων ( που στην Ελλάδα τις περισσότερες φορές, ως γνωστόν, καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου σε περιπτώσεις αυτοφώρου επιτελούν τα αστυνομικά όργανα κι όχι ένας εξειδικευμένος ανακριτής ή εισαγγελέας) να είναι το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.

Η στήλη #egrapsa φιλοξενεί κείμενα όσων νιώθουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν τις σκέψεις, τις απόψεις και τα συναισθήματά τους μέσω του γραπτού λόγου. Οι αναγνώστες μας σχολιάζουν την επικαιρότητα, διατυπώνουν τους προβληματισμούς τους και εκφράζουν τη δημιουργικότητα τους μέσα από μικρές ιστορίες.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Το φαινόμενο doppelgänger

Με το φαινόμενο doppelgänger (ή αλλιώς το φαινόμενου του διπλού
Τσεχία

Η γαλλική τραγωδία του 17ου αι.

Πηγή εικόνας: wikipedia.org Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, σημειώνεται μια