Αυτό το άρθρο παρουσιάζει πώς η φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ μπορεί να βελτιώσει την καθημερινή λειτουργικότητα του παιδιού με ΔΕΠΥ (π.χ., στο σχολείο ή στις κοινωνικές του σχέσεις), πώς η ψυχοθεραπεία και η ψυχοεκπαίδευση μπορούν να βελτιώσουν την αυτογνωσία του και πώς η εμπλοκή των γονέων του και η διεπιστημονική ομάδα (π.χ., οι ειδικοί παιδαγωγοί, οι σχολικοί ψυχολόγοι ή οι εργοθεραπευτές) συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του παιδιού με ΔΕΠΥ. Το άρθρο παρουσιάζει τα οφέλη και τους προβληματισμούς που εγείρονται από την χρήση των φαρμάκων για τη θεραπεία των συμπτωμάτων σε παιδιά και εφήβους με ΔΕΠΥ. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των παιδιών και εφήβων με ΔΕΠΥ.
Τί είναι η ΔΕΠΥ;
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) επηρεάζει περίπου το 5–7% των παιδιών παγκοσμίως και συχνά επιμένει και στην ενήλικη ζωή (Faraone κ.ά., 2015). Συγκεκριμένα, η ΔΕΠΥ περιλαμβάνει συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και/ή παρορμητικότητας, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τη σχολική, κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα του ατόμου.
Οι επαγγελματίες υγείας, επιλέγουν σε κάποιες περιπτώσεις τη φαρμακευτική παρέμβαση, μία από τις πιο διαδεδομένες θεραπευτικές προσεγγίσεις για τη ΔΕΠΥ. Όμως, κατά πόσο η χρήση φαρμάκων βελτιώνει ουσιαστικά την ποιότητα ζωής των ατόμων με ΔΕΠΥ;
ΔΕΠΥ και φαρμακευτική αγωγή: Τα οφέλη της θεραπείας
Τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ είναι τα διεγερτικά (π.χ., η μεθυλφαινιδάτη και οι αμφεταμίνες) και τα μη διεγερτικά (π.χ., η ατομοξετίνη). Τα φάρμακα για τη θεραπεία των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ ρυθμίζουν τα επίπεδα της ντοπαμίνης και της νορεπινεφρίνης στον εγκέφαλο, επηρεάζοντας άμεσα την προσοχή και τον έλεγχο της παρόρμησης του ατόμου που τα λαμβάνει (Biederman & Faraone, 2005).
Τα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ βελτιώνουν τις βασικές λειτουργίες που σχετίζονται με τη συμπεριφορά. Το παιδί αποκτά περισσότερη αυτορρύθμιση και ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του. Επιπλέον, τα φάρμακα μειώνουν την παρορμητικότητα των παιδιών και αυξάνουν τη συγκέντρωσή τους. Όταν οι ειδικοί χορηγούν τη φαρμακευτική αγωγή στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος βελτίωσης των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ, το παιδί μπορεί να βελτιώσει σταδιακά τις μαθησιακές και κοινωνικές του δεξιότητες.
Ποιότητα ζωής και φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ: Οφέλη και προβληματισμοί
Οι μελέτες δείχνουν ότι η φαρμακοθεραπεία για τη ΔΕΠΥ μπορεί να βελτιώσει σημαντικά:
- τη σχολική απόδοση
- την αυτοεκτίμηση
- τις κοινωνικές σχέσεις &
- τη λειτουργικότητα στην καθημερινή ζωή του ατόμου με ΔΕΠΥ (Coghill κ.ά. 2017).
Παράλληλα, έχει φανεί ότι σε παιδιά και εφήβους η φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ μειώνει την παρορμητική τους συμπεριφορά και αυξάνει τη συγκέντρωσή τους, γεγονός που ενισχύει την ανεξαρτησία και την προσωπική τους ικανοποίηση (Ramos-Quiroga κ.α. 2020).
Συνεπώς, η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή μπορεί να αλλάξει άρδην τη συμπεριφορά του ατόμου με ΔΕΠΥ, αλλά και την ψυχοκοινωνική του πορεία στο σχολικό περιβάλλον (κοινωνικές σχέσεις).
Advertising
Ωστόσο, η φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ δεν προσφέρει από μόνη της μια καθολική λύση. Πράγματι, κάποια παιδιά και κάποιοι ενήλικες βιώνουν τις ανεπιθύμητες επιδράσεις από τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής για τη ΔΕΠΥ. Κάποιες από τις αναφερόμενες αρνητικές επιδράσεις είναι οι ακόλουθες:
- Απώλεια της όρεξης
- Διαταραχές του ύπνου
- Συναισθηματικό μούδιασμα (στα Αγγλικά: emotional blunting)
- Κοινωνική απομόνωση λόγω του τρόπου με τον οποίο το περιβάλλον στιγματίζει τη χρήση της ψυχιατρικής αγωγής (Shaw κ.ά. 2012).
Συγκεκριμένα, κάποια παιδιά με ΔΕΠΥ αναφέρουν ότι “δεν είναι ο εαυτός τους” όταν λαμβάνουν τη φαρμακευτική αγωγή. Αυτό δε σημαίνει ότι η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι χρήσιμη για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ, αλλά ότι χρειάζεται μία προσεκτική συζήτηση με το παιδί και σεβασμός στο πώς βιώνει το ίδιο τη ΔΕΠΥ.
Η αποδοχή της ΔΕΠΥ ως μέρος της ποικιλομορφίας του ανθρώπινου εγκεφάλου και όχι ως ένα «πρόβλημα προς εξάλειψη», συμβάλλει ουσιαστικά στη μακροπρόθεσμη ευημερία του παιδιού και της οικογένειάς του. Επιπλέον, η αναγνώριση της μοναδικότητας του κάθε παιδιού με ΔΕΠΥ και ο περιορισμός των πιεστικών προσδοκιών, συμβάλλουν σε ένα σταθερό και ασφαλές ψυχολογικό περιβάλλον για το παιδί με ΔΕΠΥ.
Τελικά, ποιο είναι το κλειδί για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των παιδιών με ΔΕΠΥ;
1. Φαρμακευτική αγωγή συνδυαστικά με ψυχοεκπαίδευση ή ψυχοθεραπεία
Οι ιατροί προσαρμόζουν τη δόση της φαρμακευτικής αγωγής και παρατηρούν προσεκτικά την ανταπόκριση του παιδιού. Ωστόσο, η συνδυαστική παρέμβαση, δηλαδή η χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής συνδυαστικά με τη συνταγογράφηση ψυχοθεραπείας ή/και ψυχοεκπαίδευσης, μπορεί να ενισχύει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής.
Πράγματι, στην ψυχοθεραπεία, το παιδί με ΔΕΠΥ ενημερώνεται με κατάλληλο τρόπο για τον σκοπό και τη διάρκεια της αγωγής που λαμβάνει. Έτσι, λαμβάνει με μεγαλύτερη προθυμία την αγωγή.
2. Η στάση των γονέων: Αντιμέτωποι με τη διάγνωση της ΔΕΠΥ και σύμμαχοι στο ταξίδι με το παιδί τους
Οι γονείς συχνά νιώθουν φόβο, αβεβαιότητα ή/και ενοχή όταν ενημερώνονται για τη διάγνωση της ΔΕΠΥ στο παιδί τους. Πολλοί γονείς αναρωτιούνται αν «έκαναν κάτι λάθος» ή φοβούνται ότι το περιβάλλον θα στιγματίσει το παιδί τους για τη διαφορετικότητά του. Ωστόσο, η έγκαιρη κατανόηση της διαταραχής είναι το πρώτο βήμα για την ενδυνάμωση του παιδιού.
Οι γονείς του παιδιού με ΔΕΠΥ δε θα πρέπει να είναι απλοί παρατηρητές της διαταραχής του παιδιού τους. Οι γονείς είναι οι πιο σταθεροί υποστηρικτές του παιδιού τους. Η θετική, ανοιχτή στάση απέναντι στη φαρμακοθεραπεία, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική αποδοχή του παιδιού τους και την καθημερινή τους επικοινωνία, ενισχύει την αποτελεσματικότητα κάθε θεραπευτικού πλάνου.
Το να ακούς το παιδί σου χωρίς να προσπαθείς πάντα να το «διορθώσεις», αλλά να το κατανοήσεις, είναι ίσως η πιο θεραπευτική πράξη.
Επιπλέον, οι γονείς οι οποίοι συνεργάζονται με τους εκπαιδευτικούς και τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας γίνονται πολύτιμοι σύμμαχοι στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του παιδιού τους — όχι επειδή «αντιμετώπισαν» τη ΔΕΠΥ, αλλά επειδή επιλέγουν να συμπορευτούν μαζί της. Πράγματι, η ενεργή συμμετοχή των γονέων στη λήψη αποφάσεων αυξάνει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας και ενισχύει τη σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί τους.
3. Ο ρόλος της διεπιστημονικής ομάδας
Οι ειδικοί δεν μπορούν να βασίζονται αποκλειστικά στη φαρμακευτική αγωγή ως μια καθολική λύση. Και αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιείται η ολιστική προσέγγιση η οποία συνδυάζει τη φαρμακευτική παρέμβαση με την εκπαιδευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη. Η ολιστική προσέγγιση προσφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα για την ποιότητα ζωής των ατόμων με ΔΕΠΥ (National Institute for Health and Care Excellence, 2018).
Οι επαγγελματίες οι οποίοι αντιμετωπίζουν τη θεραπεία της ΔΕΠΥ ολιστικά, δεν περιορίζονται μόνο σε έναν τομέα. Για τον λόγο αυτό, η διεπιστημονική συνεργασία ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς, παιδοψυχιάτρους, λογοθεραπευτές και κοινωνικούς λειτουργούς αποδεικνύεται καθοριστική.
Για παράδειγμα, ο λογοθεραπευτής μπορεί να εντοπίσει τις δυσκολίες στην κατανόηση των σύνθετων οδηγιών. Ο εκπαιδευτικός εφαρμόζει στη σχολική τάξη τις στρατηγικές ενίσχυσης των τομέων όπου το παιδί με ΔΕΠΥ εμφανίζει δυσκολίες. Από την πλευρά του, ο σχολικός ψυχολόγος συμβάλλει στην υποστήριξη της συναισθηματικής σταθερότητας του παιδιού.
Η διεπιστημονική ομάδα πετυχαίνει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα όταν οι ειδικοί ορίζουν κοινούς στόχους και επικοινωνούν τακτικά μεταξύ τους. Οι συναντήσεις της διεπιστημονικής ομάδας δεν είναι μόνο διαγνωστικές. Εστιάζουν επίσης στις προσαρμογές οι οποίες είναι αναγκαίες και βασίζονται στις ανάγκες του παιδιού και της οικογένειάς του. Πράγματι, η διεπιστημονική ομάδα αξιολογεί διαρκώς τις ανάγκες των παιδιών και διασφαλίζει ότι η φαρμακευτική αγωγή παραμένει ένα υποστηρικτικό εργαλείο και όχι αυτοσκοπός.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, όταν οι ειδικοί λειτουργούν συντονισμένα και με σεβασμό στην ταυτότητα του παιδιού, η παρέμβαση γίνεται πιο αποτελεσματική και περισσότερο ενδυναμωτική για το παιδί με ΔΕΠΥ. Στο ίδιο πνεύμα, όταν οι ενήλικες αντιμετωπίζουν το παιδί με ΔΕΠΥ ως συμμέτοχο και όχι ως πρόβλημα, τότε η φαρμακευτική παρέμβαση λειτουργεί ενδυναμωτικά και όχι περιοριστικά.
Η συνεργασία των εκπαιδευτικών με τους ειδικούς ψυχικής υγείας, η ενίσχυση της αυτογνωσίας του παιδιού με ΔΕΠΥ, μέσω της ψυχοθεραπείας και της ψυχοεκπαίδευσής του και η εμπλοκή των γονέων στη θεραπευτική διαδικασία καθορίζουν αν το παιδί με ΔΕΠΥ θα ζήσει μια ποιοτική ζωή, με νόημα, και όχι απλώς μία ζωή «φιλτραρισμένη» από τη χημεία.
Βιβλιογραφία
Biederman, J., & Faraone, S. V. (2005). Attention-deficit hyperactivity disorder. The Lancet, 366(9481), 237–248. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(05)66915-2
Coghill, D., Seth, S., & Matthews, K. (2017). A comprehensive assessment of quality of life in children with ADHD: A population-based study. European Child & Adolescent Psychiatry, 26, 281–289. https://doi.org/10.1007/s00787-016-0884-8
Faraone, S. V., Sergeant, J., Gillberg, C., & Biederman, J. (2003). The worldwide prevalence of ADHD: is it an American condition? World Psychiatry, 2(2), 104–113.
National Institute for Health and Care Excellence (NICE). (2018). Attention deficit hyperactivity disorder: Diagnosis and management. Ανακτήθηκε 29 Μαίου 2025 από https://www.nice.org.uk/guidance/ng87
Ramos-Quiroga, J. A., Montoya, A., Kutzelnigg, A., & Corrales, M. (2020). Efficacy and safety of pharmacotherapy for adult ADHD: A meta-analysis. Journal of Psychopharmacology, 34(5), 473–491.
Shaw, P., Stringaris, A., Nigg, J., & Leibenluft, E. (2012). Emotion dysregulation in attention deficit hyperactivity disorder. American Journal of Psychiatry, 169(3), 276–293.
Singh, I. (2013). Not robots: Children’s perspectives on authenticity, moral agency and stimulant drug treatments. Journal of Medical Ethics, 39(6), 359–366. https://doi.org/10.1136/medethics-2011-100224