
Σε αυτό το άρθρο, με τίτλο Πολλαπλή νοημοσύνη: Από τη θεωρία στην εκπαιδευτική πράξη, περιγράφω τη σημασία της πολλαπλής νοημοσύνης στη συμπεριληπτική πράξη και τη μαθησιακή ταυτότητα των παιδιών. Δεύτερον, αναλύω πώς η αναγνώριση των διαφορετικών μορφών μάθησης ενισχύει την αυτοεκτίμηση των μαθητών και τη δημιουργία πιο δημοκρατικών τάξεων. Τρίτον, παρουσιάζω τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης στη διαφοροποίηση της διδασκαλίας.
Θεωρητικό πλαίσιο
«Η μάθηση ανθίζει όταν το παιδί νιώθει ότι το βλέπουν, όχι ότι το συγκρίνουν».
Η θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη σκέψη εκδηλώνεται μέσα από πολλές μορφές και όχι μόνο μέσω της λογικής και της γλώσσας. Η οπτικο-χωρική, η κιναισθητική, μουσική, η διαπροσωπική, η ενδοπροσωπική νατουραλιστική, η αθλητική, η λόγικο-μαθηματική, η γλωσσικο-λεκτική, η συναισθηματική και η φυσιογνωστική νοημοσύνη αποτελούν μέρη του ανθρώπινου δυναμικού. Το μοντέλο αυτό προσφέρει πλουραλισμό, αποδοχή και χώρο για διαφορετικούς τρόπους σκέψης (Armstrong, 2018).
Η θεωρία υπογραμμίζει ότι η νοημοσύνη δεν είναι στατική, αλλά διαμορφώνεται μέσα από τις εμπειρίες. Τα παιδιά αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους όταν εκτίθενται σε ποικιλία ερεθισμάτων. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο δεν χρειάζεται να αναζητά μια «προκαθορισμένη» ικανότητα, αλλά ένα εύρος δυνατοτήτων. Έτσι, η μάθηση γίνεται μια διαδικασία ανακάλυψης και όχι συμμόρφωσης.
Η διεθνής βιβλιογραφία επιβεβαιώνει ότι η πολλαπλή νοημοσύνη βοηθά τους μαθητές να χτίσουν τη μεταγνώση. Όταν τα παιδιά κατανοούν πώς μαθαίνουν, οργανώνουν καλύτερα τη σκέψη τους και αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία. Η γνώση του δικού τους μαθησιακού τρόπου μειώνει το άγχος και ενισχύει την ικανότητα συγκέντρωσης (Armstrong, 2018).
Tα «μίγματα» δυνατοτήτων κάθε ατόμου
Kάθε άνθρωπος διαθέτει περισσότερες από μία νοημοσύνες, σε διαφορετικό βαθμό, και τις ενεργοποιεί ανάλογα με το πλαίσιο. Ένα παιδί μπορεί να γράφει μέτρια, αλλά να αφηγείται υπέροχα προφορικά. Μπορεί να δυσκολεύεται στην αποστήθιση, αλλά να κατασκευάζει, να σχεδιάζει και να οργανώνει τoν χώρο του με ακρίβεια. Αυτό το “μίγμα” δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας (Armstrong, 2018).
Η πιο πρόσφατη οπτική είναι να βλέπουμε την πολλαπλή νοημοσύνη ως μια δυναμική συνεργασία των ικανοτήτων, όχι ως έναν κατάλογο. Όταν ένα παιδί λύνει ένα πρόβλημα, συνήθως συνδυάζει τη λογικομαθηματική σκέψη, τη γλωσσική επεξεργασία, την χωρική απεικόνιση, αλλά και την ενδοπροσωπική ρύθμιση (π.χ., επιμονή, έλεγχος απογοήτευσης). Η επιτυχία δεν “ανήκει” σε μία νοημοσύνη. Ανήκει στη σύνθεση. Αυτό βοηθά και τον εκπαιδευτικό, γιατί τον βγάζει από το δίλημμα «σε τι είναι καλό το παιδί» και τον οδηγεί στο «με ποιον συνδυασμό μαθαίνει καλύτερα» (Armstrong, 2018).
Στην τάξη, αυτή η λογική οδηγεί σε μια πιο δίκαιη αξιολόγηση. Έτσι, ένα παιδί μπορεί να εξηγήσει έναν κύκλο ζωής με ένα σκίτσο (χωρική), ένα άλλο, με την αφήγηση (γλωσσική) και ένα άλλο, με την κίνηση ή την παντομίμα (κιναισθητική) – με όλα αυτά να οδηγούν στην ίδια γνώση.