Το παρόν άρθρο
Μία διαχρονική, επιδημιολογική μελέτη
Ερευνητικός σκοπός
- Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν πόσο συχνά εμπλέκονταν σε κάποια σωματική δραστηριότητα. Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων κατηγοριοποιήθηκαν ως ακολούθως:
- περισσότερο της εβδομαδιαίας βάσης
- εβδομαδιαίως
- 1-3 φορές τον μήνα &
- σπάνια/ποτέ.
Οι ερευνητές υπολόγισαν έναν μέσο όρο άσκησης από τις απαντήσεις όλων των συμμετεχόντων. Από τον μέσο όρο, κατηγοριοποίησαν τη σωματική άσκηση του κάθε συμμετέχοντα σε χαμηλή ή υψηλή.
- Η διάρκεια του ύπνου ορίστηκε ως:
- μικρή όταν ήταν μικρότερη των 6 ωρών τη νύχτα
- βέλτιστη όταν ήταν από 6 έως 8 ώρες τη νύχτα &
- μεγάλη όταν ήταν πάνω από 8 ώρες τη νύχτα.
- Οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν ως προς τη γνωστική τους επίδοση όταν ξεκίνησε η έρευνα.
- Αξιολογήθηκε το ποσοστό της γνωστικής τους έκπτωσης.
- Μετά από 10 έτη, οι ερευνητές αξιολόγησαν τη γνωστική επίδοση των συμμετεχόντων.
- Στις αναλύσεις, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη:
- την ηλικία των συμμετεχόντων όταν ξεκίνησαν την έρευνα
- το φύλο τους
- την οικογενειακή τους κατάσταση
- την εκπαίδευσή τους
- την οικονομική τους κατάσταση
- το κάπνισμα
- την κατανάλωση αλκοόλ
- τον δείκτη μάζας σώματος
- τις χρόνιες παθήσεις &
- τα συμπτώματα κατάθλιψης.
Ερευνητικά ευρήματα
- 5,889 συμμετέχοντες ανέφεραν χαμηλό επίπεδο σωματικής άσκησης και 3,069 συμμετέχοντες ανέφεραν υψηλό επίπεδο σωματικής άσκησης, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
- Βρέθηκε μία στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ του νυχτερινού ύπνου 6-8 ωρών (βέλτιστη διάρκεια ύπνου) και της σωματικής άσκησης, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
- Οι συμμετέχοντες που είχαν υψηλή σωματική δραστηριότητα ξεπέρασαν στη γνωστική επίδοση τους συμμετέχοντες που είχαν χαμηλή σωματική δραστηριότητα ανεξάρτητα από την ποιότητα του ύπνου (διάρκεια) στις ηλικίες των 50, 60 και 70, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα.
-
Οι συμμετέχοντες που κοιμόντουσαν λιγότερο (λιγότερο από 6 ώρες τη νύχτα) εμφάνισαν ταχύτερη γνωστική έκπτωση σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που κοιμόντουσαν 6-8 ώρες (βέλτιστη διάρκεια νυχτερινού ύπνου) ανεξάρτητα από τη σωματική δραστηριότητα στις ηλικίες των 50, 60, αλλά όχι των 70, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα.
- Επομένως, η χαμηλότερη σωματική δραστηριότητα και ο μη βέλτιστος ύπνος (λιγότερο από 6 ώρες τη νύχτα ή περισσότερο από 8 ώρες τη νύκτα) συσχετίστηκαν ανεξάρτητα με χειρότερη γνωστική επίδοση στους συμμετέχοντες.
- Η μικρότερη διάρκεια νυχτερινού ύπνου συσχετίστηκε επίσης με ταχύτερη γνωστική έκπτωση.
- Οι συμμετέχοντες με υψηλότερη φυσική δραστηριότητα και βέλτιστο ύπνο (6-8 ώρες νυκτερινού ύπνου) είχαν υψηλότερες γνωστικές βαθμολογίες σε σχέση με όλους τους συνδυασμούς χαμηλότερης φυσικής δραστηριότητας και διάρκειας νυχτερινού ύπνου (μικρή, βέλτιστη και μεγάλη).
- Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, όσοι είχαν υψηλότερη σωματική δραστηριότητα και μικρή διάρκεια ύπνου είχαν ταχύτερη γνωστική έκπτωση από εκείνους με υψηλότερη φυσική δραστηριότητα και βέλτιστη διάρκεια ύπνου, έτσι ώστε οι βαθμολογίες τους στις δοκιμασίες επεισοδιακής μνήμης και λεκτικής ευχέρειας έπειτα από 10 έτη να ήταν ανάλογες με εκείνους που ανέφεραν χαμηλή σωματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του ύπνου τους.
Συμπεράσματα
- Το γνωστικό όφελος που σχετίζεται με τη συχνότερη, υψηλότερης έντασης σωματική δραστηριότητα ήταν ανεπαρκές για να βελτιώσει την ταχύτερη γνωστική έκπτωση που σχετίζεται με τη σύντoμη διάρκεια ύπνου.
- Οι παρεμβάσεις σωματικής δραστηριότητας θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τις συνήθειες ύπνου των ατόμων ώστε να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη της σωματικής δραστηριότητας στη μακροπρόθεσμη γνωστική υγεία.
Βιβλιογραφία
Bloomberg, M., Brocklebank, L., Hamer, M., & Steptoe, A. (2023). Joint associations of physical activity and sleep duration with cognitive ageing: Longitudinal analysis of an English cohort study. The Lancet. Healthy Longevity, 4(7), e345-e353. https://doi.org/10.1016/S2666-7568(23)00083-1