Νιώθω μοναξιά! Είναι Παρασκευή, κι όμως, η πόλη είναι πιο άδεια από ποτέ. Κάποτε τις Παρασκευές η Καστοριά έσφυζε από ζωή. Έβγαιναν οι άνθρωποι στους δρόμους και τα μαγαζιά, και ειδικά το απόβραδο, οι περισσότεροι ξεχύνονταν στην ανηφορική οδό Μητροπόλεως. Θυμάμαι τα μπαράκια, δεξιά και αριστερά του δρόμου, γεμάτα από νεαρόκοσμο να είναι. Ενώ τώρα… παρακμή!
Κι εγώ, στο πνεύμα της εποχής, είμαι πιο μόνος από ποτέ. Το βλέμμα μου πλανιέται αφηρημένα στους φρεσκοβαμμένους τοίχους του γραφείου μου. Βρίσκομαι στον δεύτερο όροφο του κτηρίου με τις μεγάλες τζαμαρίες, στο κέντρο της πόλης, ακριβώς απέναντι από την στάση των ταξί. Αδιάκριτα ο ήλιος εισβάλλει στο καταφύγιό μου. Πρόσβαση έχει το ζείδωρο αστέρι από τον υαλοπίνακα, το γυάλινο ανάχωμα που επιμελώς επέλεξα να δημιουργήσω για να αντιμετωπίσω το κρύο τον Χειμώνα, σαν αγριεύει ο καιρός και το φωτεινό αστέρι ευπρόσδεκτα ριπίζει και θερμαίνει το ευρύχωρο δωμάτιο.
Μόνο που τώρα την καλοκαιριά, δούρειος ίππος γίνεται η τζαμαρία και από εκεί αδιάκριτα διαταράσσεται η ηρεμία μου. Αποστρέφω τα μάτια και σκίαση φτιάχνω με τα ενωμένα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού, είμαι έντονα προβληματισμένος αν θα έπρεπε να σηκωθώ και να κατεβάσω τα στόρια για να περιορίσω το πεδίο δράσης του. Κι όμως, συχνά τον επιζητώ, κάθε που χάνεται πίσω από τον νεφοσκεπή ουρανό μελαγχολώ από την απουσία του και εύχομαι να φωταγωγήσει με την ακτινοβόλα του παρουσία τον χώρο εργασίας μου. Αμφιταλαντεύομαι, κάπως έτσι κυλά και η ζωή μου, πότε ηλιόλουστη είναι και πότε ίδια υετός που ψυχοπλακώνει και κατακεραυνώνει όλο μου το είναι. Σήμερα, όμως, δεν κρύβω πως η ζέση που δείχνει, πολύ με ενοχλεί.
Φταίει που το κλιματιστικό πνέει, κατά πως φαίνεται, τα λοίσθια, και αντί για δροσερό αέρα το μόνο που καταφέρνει είναι να γυρνοβολάει πέρα δώθε ανούσια, δίχως να προσφέρει ίχνος δροσιάς. Δεν έχω πάψει, από το πρωί, να το καταριέμαι ούτε στιγμή, το παλιοκατασκεύασμα, που με έχει σκάσει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ζεσταίνομαι, το πουκάμισό μου έχει νοτίσει στις μασχάλες και είμαι βέβαιος και πίσω στην πλάτη, εκεί όπου ακουμπάω στην δερμάτινη πολυθρόνα μου. Σκύβω μπροστά, φέρνω τα χέρια μου πάνω στο καινούργιο μου γραφείο από λάκα και μελαμίνη με βάση από μασίφ ξύλου και κάπως αδέξια στηρίζω το κεφάλι μου ανάμεσά τους.
Ξεφυσάω από αγανάκτηση, διόλου δεν βελτιώνεται η διάθεση μου, εξακολουθώ να νιώθω οργή. Κάπου κάπου βρίζω και τον εαυτό μου, κάνοντας σκληρή αυτοκριτική για την αμέλεια που επέδειξα όταν, τις προηγούμενες μέρες, το κλιματιστικό μου έστελνε μηνύματα. Λειτουργούσε βγάζοντας ένα εξόχως ενοχλητικό σύριγμα. Βαρυγκωμούσε σαν ηλικιωμένος που ανασαίνει δύσκολα και δεν χορταίνει οξυγόνο ή σαν κάποιον πιωμένο που η αναπνοή του είναι βαριά και σφυριχτή σαν του τρένου την μακρόσυρτη ιαχή, τότε που ενημερώνει πως έτοιμο είναι να ξεκινήσει από τον σταθμό για να μεταβεί στην επόμενο προορισμό του. Έλα όπως που εγώ ο τυφλός ποτέ δεν έλαβα υπόψη μου τις προειδοποιήσεις του. Έχω τηλεφωνήσει δυο φορές στον τεχνικό για να έρθει να αποκαταστήσει την βλάβη, έστω και προσωρινά, μέχρι να δω τι θα κάνω, αλλά παρά τις υποσχέσεις του, ακόμα δεν φάνηκε, παρόλο που κοντεύει, κάνα δίωρο απομένει ακόμα, να δύσει ο κυρίαρχος των αιθέρων.
Στο μεταξύ τα μάτια μου γυρίζουν αργά, σαν χαλασμένοι δείκτες ρολογιού. Περνούν από τον ένα πίνακα ζωγραφικής, το Χειμερινό τοπίο, το αντίγραφο της αφηρημένης τέχνης του Καντίνσκι, στον άλλο, πάλι αντίγραφο από έργο του Καντίνσκι, τους κύκλους σε κύκλο. Κρεμασμένοι είναι σε αντικρινούς τοίχους. Στο ενδιάμεσο το βλέμμα μου, απαρηγόρητο, κολλά στο πουθενά, ίσως γιατί ο καταπονημένος μου νους ανήμπορος στέκεται να το καθοδηγήσει. Σκέφτομαι να τηλεφωνήσω στην Φανή, την κοπέλα που χρόνια τώρα στοιχειώνει τα όνειρά μου και μερεύει τα φλογισμένα σωθικά μου με μια της γλυκομίλητη λαλιά. Κάτι μέσα μου με συγκρατεί, είναι έμφυτη αυτή η επιφυλακτικότητα και, αλίμονο, δεν μπορώ να την ξεπεράσω.
Το μετανιώνω και ξανακατεβάζω το ακουστικό. Πόσες φορές στο παρελθόν έκανα το ίδιο πράγμα; Ανάθεμα, είναι αμέτρητες! Σηκώνομαι και πλησιάζω στην τζαμαρία, κοιτώ απέναντι, στο καταπράσινο πάρκο της ανάπλασης, περιεργάζομαι για λίγο τους ανθρώπους, κάποιες φυσιογνωμίες μου είναι γνώριμες. Είμαστε τόσο μικρή κοινωνία. Εστιάζω στο σιντριβάνι. Νιώθω δυσφορία, με πνίγουν οι τοίχοι, έχω ανάγκη να αποδράσω. Αντί να κατεβάσω τα ρολά, επιλέγω να ανοίξω το παράθυρο για να αεριστεί το γραφείο και βιαστικά κινούμαι προς την έξοδο. Κλειδώνω το γραφείο μου φροντίζοντας να αφήσω κρεμασμένη στην πόρτα την πινακίδα που γράφει επιστρέφω αμέσως. Το κινητό μου τηλέφωνο αναγράφεται σ΄ αυτήν.
Παίρνω το ασανσέρ, βγαίνω στον δρόμο και κινώ για αυτό που ο Αναξαγόρας, ο μακαρίτης γείτονας στο πατρικό μου σπίτι στο χωριό, που μιλούσε με φωνή στεντόρεια, ονόμαζε επιτηδευμένα, αναβρυτήριο. Οι πίδακες νερού μου αφήνουν μια όμορφη αίσθηση, σταγονίδια ανεπαίσθητα χαϊδεύουν το πρόσωπο και τα γυμνά μου χέρια. Ευπρόσδεκτες ανάσες δροσιάς.
Ανακουφίζομαι, σκύβω το κεφάλι μου στο νερό. Εκεί, στα λαμπυρίσματα, αντήλιος δαίμονας γίνομαι και βλέπω το πρόσωπο μου να καθρεφτίζεται. Μπορώ να δω τις ρυτίδες έκφρασης γύρω από τα μάτια μου, τις γωνίες του προσώπου μου, τα μαύρα μου μαλλιά τα χιονισμένα σε μέρη, μέρη, ειδικά στους κροτάφους. Από του χρόνου τις παραδαρμένες βουνοκορφές, αυτοσαρκάζομαι. Σκύβω περισσότερο, η μύτη μου σχεδόν αγγίζει το υγρό στοιχείο, είμαι σε θέση να δω ή μάλλον να φανταστώ, τα φλογισμένα μου μάγουλα, μικρές πύρινες φωτιές που σαν λάβα ξεπηδούν από τον κρατήρα του ηφαιστείου που κρύβεται μέσα στον διάπυρο θώρακά μου. Στους μικρούς κυματισμούς του νερού, παρατηρώ ένα φύλλο να επιπλέει, γαλήνια να οδεύει προς την σταδιακή αποσάθρωση του, στα αφρισμένα ξεπλύματα εγώ αφήνομαι και σύντομα χάνομαι στον πυθμένα της μελαγχολίας μου. Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε από τη στιγμή που παγιδεύτηκα στην δίνη των ονειροπολημάτων. Είναι που με βασανίζουν τα πάθη ενός έρωτα…ανομολόγητου. Με συνεφέρνει από το παραλήρημα, το χτύπημα του τηλεφώνου. Οι παλμοί στο στήθος μου παίρνουν να αυξάνονται. Είναι εκείνη.
«Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται!» αποτολμώ και της λέω.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Τι θα έλεγες να βγούμε απόψε; Έχουμε καιρό να τα πούμε και μας έλειψες!»
Αποφεύγω να της πω πως η σκέψη μου τρέχει συνεχώς σ΄ αυτήν. Η χαρά μου είναι μεγάλη, η πρόσκληση της με εξιτάρει. Όλα καλά, αλλά αυτό το “μας έλειψες” ήταν μαχαιριά στην καρδιά. «Γιατί όχι; Και εσείς μου λείψατε πολύ! Θέλω τόσο να σας δω…» Αποκρίνομαι και υποκρίνομαι. Μόνο αυτήν θέλω να δω στην πραγματικότητα.
«Ωραία, θα πάμε για ένα ποτάκι, αν δεν έχεις αντίρρηση φυσικά».
(Ποιος τυφλός δεν θέλει το φως του;)
«Και βέβαια θα πάμε!» απαντώ με βιάση.
Έχει νυχτώσει, κυκλοφορώ ή καλύτερα βολοδέρνω, στα μπαράκια της Νότιας παραλίας, με σπορ ντύσιμο. Το στενό θαλασσί πουκάμισο που φοράω με πνίγει ψηλά στο στήθος, για να απελευθερωθώ από αυτό τον βραχνά, ξεκουμπώνω δυο κουμπιά, το ουίσκι με έχει πιάσει για τα καλά. Φέρνω το αριστερό μου χέρι, το καλό μου, στα μαλλιά και τα χτενίζω προς τα πίσω. Δαγκώνω το ιδρωμένο άνω χείλος και πίνω την τελευταία γουλιά από το ποτήρι με το ουίσκι που κρατώ σφιχτά στην χούφτα του δεξιού μου χεριού.
Η μουσική ηχεί δυνατά, δεν την αντέχω άλλο, αποφασίζω να βγω έξω, να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Τέσσερα σκαλιά με χωρίζουν από τον δρόμο, απόσταση ικανή για να παραπατήσω δυο φορές, την δεύτερη, μάλιστα, ήταν βέβαιο πως θα κατρακυλούσα στο οδόστρωμα αν δεν συγκρατούσε το βάρος μου ένα λεπτεπίλεπτο χέρι. Είναι η Φανή που με κρατάει, είναι η ίδια που σπρώχνει στα τάρταρα το ηθικό μου. Που την βρίσκει αυτή τη δύναμη μια κοπέλα τόσο μικρόσωμη; Μου φαίνεται απίστευτο που ικανή είναι να αποτρέψει την πτώση ενός άντρα ογδόντα κιλών. Ακόμα και στην κατάσταση που βρίσκομαι, μου κινεί την απορία.
«Τι κάνεις Σώτο; Γιατί δεν προσέχεις; Θα μπορούσες να σκοτωθείς, ανόητε!»
Με ταρακουνάει με όλη της τη δύναμη. Κι όμως, στην κατάσταση που βρίσκομαι ανεπαίσθητο μου φαίνεται το τράνταγμα. Έτσι κι αλλιώς όλα τριγύρω γυρίζουν. Καταφέρνω, όμως, ακόμα και έτσι να διακρίνω στα μάτια της ειλικρινή ανησυχία. Ασυναίσθητα σκιρτώ κάθε φορά που δείχνει ενδιαφέρον για μένα, η συγκίνησή μου είναι μεγάλη.
Οι λέξεις μπερδεύονται ανάμεσα στα χείλη μου, η γλώσσα μου δυσκολεύεται να αρθρώσει. «Δεν πρέπει να ανησυχείς για μένα, Φ… Φανή, μπορώ να ισορροπώ… πάντα σε τεντωμένο σκοινί!» Σκυθρωπιάζω!
Με αγκαλιάζει, τα χυτά ξανθά μαλλιά της μου χαϊδεύουν το πρόσωπο. “Τι ωραία θα ήταν να πάγωνε έτσι ο χρόνος”, προλαβαίνω να σκεφτώ. “Να χανόμουν μέσα στο μικροκαμωμένο κορμάκι της”. Ένα τραχύ χέρι, με επαναφέρει από την φαντασιοπληξία μου.
«Είσαι καλά φιλαράκι; Τι αποκοτιά είναι αυτή που έκανες πάλι; Καμιά μέρα θα το φας το κεφάλι σου, να το ξέρεις!»
«Κολλητός να σου πετύχει!» Του απαντάω, κάπως θλιμμένα. Με πιάνουν κάτω από το μπράτσο, βαδίζουμε και οι τρεις προς το κέντρο, ο ουρανός παίζει παιχνίδια μαζί μου. Τα χείλη μου ψευδίζουν, τα μάτια μου πεταρίζουν, κάπου εκεί ψηλά τα σύννεφα κρυφτούλι παίζουν με το ολόγιομο φεγγάρι, και εγώ κρύβομαι πίσω από ψευδαισθήσεις και μια προσδοκία που σίγουρος είμαι πως θα απομείνει ανολοκλήρωτη. Με ευθύνη δική μου.
Ο δρόμος αναίτια αρχίζει να παραμορφώνεται, μεγάλα εξογκώματα σχηματίζονται μπρος στα έκπληκτα μάτια μου, δυσκολεύομαι να βαδίσω. Κάθε τόσο νιώθω πως θα σκοντάψω. Ισορροπώ χάρη στα σώματα των φίλων μου, που διαρκώς, άθελα μου, τους σκουντάω. Μετά κόπων και βασάνων προσεγγίζουμε το κτήριο της περιφερειακής ενότητας, το έχουμε στα δεξιά μας, εγώ όμως επιλέγω να κινηθούμε προς τα αριστερά. Από το σημείο που βρισκόμαστε απέχουμε λίγα μέτρα από ένα μικρό, λιθόκτιστο κυκλικό τοιχίο, κατασκευασμένο από παραδοσιακές πέτρες. Πάνω στον μικρό αυτό υπερυψωμένο χώρο, ανάμεσα σε μικρά καλοσχεδιασμένα λιθαράκια, λευκά και μαύρα, έχουν τοποθετήσει υπάλληλοι του δήμου δυο όμορφους φρεσκοβαμμένους κύκνους. Πασχίζω μέχρι να φτάσω εκεί.
Νιώθω τα πόδια μου βαριά, έτοιμος είμαι να καταρρεύσω. Μόλις που τα καταφέρνω. Ανοίγω και τα υπόλοιπα κουμπιά από το πουκάμισό μου, πνιγηρή που είναι η ατμόσφαιρα απόψε… Κάθομαι στο πεζούλι.
Δεξιά μου στέκει η Φανή. Κρατάει την παλάμη μου στα δυο της χέρια. Αριστερά μου εκείνος. Έχει το χέρι του περασμένο πάνω από τον ώμο μου. Έτσι όπως είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο, και στην κατάσταση που βρίσκομαι, έχω ακόμα το κουράγιο να ονειρεύομαι. Το κεφάλι μου σφυροκοπούν μικρές σουβλιές πόνου, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, γέρνω στον ώμο της. Το άρωμα της με αναστατώνει. “Η νύχτα μυρίζει γιασεμί”, συλλογιέμαι. Δίχως να το καταλάβω νοσταλγικά ταξιδεύω σε μουσικά ακούσματα του παρελθόντος. Οι σκέψεις γίνονται τραγούδι: Α ντίρλα ά ντιρλα ντα ντα ντιρλανταντά, α ντιρλα ντα και τέζα όλοι, ντα ντα ντιρλάνταντα, και πως θα πάρουμε την πόλη…
«Καλά, που το ξετρύπωσες αυτό; Χρόνια είχα να το ακούσω!»
Τον κοιτάω στα μάτια. Είναι και αυτός χάλια. Τα μάγουλα του έχουν το άλικο χρώμα που δίνει η υπερβολική πόση αλκοόλ. Τα μισόκλειστα μάτια του προδίδουν την υπνηλία που πρέπει να τον περιζώνει.
«Το ξύπνησα από τη λήθη, φίλε μου, από τη λήθη!»
Τα επόμενα (δύο; ποιος ξέρει άραγε;) λεπτά, τραγουδάμε ζωηρά. Οι αγριοφωνάρες μας κάνουν την Φανή να κρατάει τα αυτιά της.
«Όπως τα παλιά, Σώτο, όπως τα παλιά!» μου λέει και αναριγώ.
«Ναι, φίλε, όπως τα παλιά…» Και εκείνη τη στιγμή, έτσι στα ξαφνικά, όπως δηλαδή συμβαίνει συχνά, με πιάνει θλίψη. Ξεφυσάω. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. Αφήνω το σώμα μου να πέσει βαρύ προς τα πίσω, ευτυχώς έχω πλέξει τα δάχτυλα των δυο μου χεριών γύρω από το κεφάλι και από την απότομη μου πτώση δεν σπάω το κρανίο μου. Ένα με τις πέτρες γίνομαι και όλα τα βλέπω μαύρα. Άντε πάλι τα ίδια. Δυο χέρια με τραβάνε και με σηκώνουν με το ζόρι.
«Που πάμε;» Ρωτάω.
«Θα σε πάμε στο σπίτι σου».
«Μα δεν θέλω να πάω σπίτι. Προτιμώ να μείνω εδώ. Ανάμεσα στους κύκνους. Αυτοί με καταλαβαίνουν! Ήταν κάποτε ασχημόπαπα».
«Μην λες βλακείες, Σώτο!» Με αποπαίρνει η Φανή. «Σήκω να φύγουμε! Δεν θα ξενυχτίσουμε εδώ πέρα. Είναι περασμένες τρεις. Αύριο πως θα ξυπνήσεις να πας στη δουλειά;»
«Δουλειά; Πφφ. Το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι η δουλειά. Λες και δεν έχω άλλα προβλήματα».
«Σύνελθε άνθρωπέ μου. Δεν πας καθόλου καλά!»
Πολύ πληγώνομαι που με επιπλήττει αυτός. Δεν έχω, όμως, το κουράγιο ούτε να απαντήσω. Ξεκινάμε και πάλι τρεκλίζοντας να βαδίζουμε.
Στα αριστερά μας έχουμε την λίμνη. Τα βατράχια δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να κοάζουν. «Θα βρέξει!» αποφαίνομαι δίχως να πάρω απόκριση από κανέναν. Αποφεύγω να πάω στην ακρολιμνιά, δεν έχω και τις καλύτερες αναμνήσεις. Με τα πολλά βγαίνουμε στην Λεωφόρο των κύκνων και περνάμε απέναντι, στο πάρκο της ολυμπιακής φλόγας. Είμαστε τόσο κοντά στο σιντριβάνι που εφικτό είναι να ακούω τους παφλασμούς του νερού, σαν χοροπηδάει άτεχνα και σκάει στην υδάτινη επιφάνεια. Προχωράμε προς τα αριστερά, αγγίζω με τα ακροδάχτυλα τα χρυσαφένια της μαλλιά. Η επίδραση που ασκεί πάνω μου είναι τεράστια. Κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς, στο πίσω μέρος του σώματος μου νιώθω ένα σκίρτημα να με διαπερνάει.
Δίπλα ακριβώς, ο καλύτερος μου φίλος κοντοστέκεται, έχει και αυτός επηρεαστεί από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Αναδεύεται ξανά και ξανά, αποστρέφω το κεφάλι γιατί φοβάμαι πως το θέαμα του θα επηρεάσει και εμένα, και το στομάχι μου δεν είναι ικανό να αντέξει. Τα πόδια μου σέρνονται στο γρασίδι, πιο βαριά θαρρώ πως είναι από ποτέ. Τρία σκυλιά κοιμούνται αμέριμνα, λίγα μέτρα μακρύτερα, κάτω από το άγαλμα εθνικής αντίστασης. Εκείνος φαίνεται πως ενοχλείται.
«Ουστ!» φωνάζει και ξαναφωνάζει αλλά τα τετράποδα δεν δίνουν δεκάρα για τις κραυγές του. Με αραξοβόλι μοιάζουν τα μαρμαρένια στασίδια στο θεατράκι του πάρκου. Στην αμφιθεατρική του θέση εμείς επιλέγουμε να καθίσουμε στο πιο ψηλό σημείο. Έχω ακουμπήσει τους αγκώνες μου στα γόνατα. Οι παλάμες των χεριών μου καλύπτουν τα αυτιά μου, προσπαθώ να κάνω την εμβοή να σωπάσει. Μάταια! Όλα γυρίζουν, επιζητώ ένα σημείο που να γίνει αναφορά, να με κάνει να σταθεροποιηθώ που μοιάζω καρυδότσουφλο σε θάλασσα τρικυμιώδη. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τα γυμνά, μέχρι πάνω από τα γόνατα, πόδια της. Εστιάζω εκεί. Προσπαθώ με έναν βαθύ αναστεναγμό να αποκρύψω τον θαυμασμό μου. Ο φίλος μου έχει γύρει στο πλάι και κοιμάται του καλού καιρού. Τα ροχαλητά του αίσθηση μου κάνουν. Αλίμονο, ακόμα και τα σκυλιά παραδίπλα δείχνουν να θορυβήθηκαν. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, καταφέρνω να σηκώσω το κεφάλι μου, θέλω να αντικρίσω τα πράσινα μάτια της, έστω και για λίγο. Το όμορφο της πρόσωπο έχει συννεφιάσει, διακρίνω της έκφραση αποδοκιμασίας στο ύφος της. Ενστικτωδώς ένας μορφασμός απογοήτευσης σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. Στο νωθρό, ελαφρώς κιτρινωπό φως των φανοστατών το πρόσωπό της δείχνει χλωμό σαν κέρινο ομοίωμα το θωρώ, σαν εκείνα στο μουσείο του Βρελλή, στα Γιάννενα. Μόνο που είναι φτιαγμένο από τον πλάστη δίχως ατέλειες με έναν τρόπο που σε κάνει να αποθεώνεις την γυναικεία φύση.
«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, Σώτο; Κάθε φορά που βγαίνουμε πίνεις σαν μέθυσος. Τι εξάρτηση είναι αυτή από το αλκοόλ;»
Επιχειρώ να απαντήσω. Αδυνατώ να το επιτύχω με την πρώτη. Ψευδίζω αλλά καταφέρνω να της πω: «Πίνω για να ξεχάσω! Βλ…βλέπεις τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλει κανείς. Είμαι εθισμένος αλλά δεν είναι το ποτό η εξάρτηση μου». Τολμώ να αποκριθώ.
«Στο χέρι μας είναι να τα κάνουμε να έρθουνε. Πες μου όμως, τι είναι αυτό που σ’ απασχολεί».
Διστάζω! Δεν είναι τυχαίο που λένε πως το ποτό λύνει τη γλώσσα. Στη στιγμή ξεφουρνίζω το μυστικό που χρόνια μου τρώει τα σωθικά. «Θέλω να είμαι κοντά σου. Όταν συμβ…» μπερδεύω τη λέξη, στην κατάσταση μου μοιάζει με γλωσσοδέτης «συμβαίνει αυτό ο χρόνος με έναν μαγικό τρόπο σταματάει. Κι εγώ είμαι ευτυχισμένος. Όταν πάλι δεν είσαι κοντά μου, όλα μοιάζουν να είναι κενά περιεχομένου. Και το χειρότερο; Όλα εσένα θυμίζουν».
Το ύφος της προδίδει ικανοποίηση. Αποφεύγει, όμως, να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά της. Χαμογελάει αμήχανα. Το ευφάνταστο μυαλό της μηχανεύεται τρόπους για να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Με πιάνει από τον ώμο και αρχίζει να σιγοτραγουδά: «Όλα σε θυμίζουν, απλά και αγαπημένα, πράγματα δικά σου, καθημερινά. Σαν να περιμένουν κι αυτά μαζί μ’ εμένα, νά ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά». Η φωνή της έχει ιδιαίτερη χροιά, είναι απαλή, κρυστάλλινη, τόσο μεθυστική… σαν κελαριστό ρυάκι που κυλάει σε τόπο χλοερό. Λιώνω, κυριολεκτικά, στο άκουσμά της. Κλείνω τα μάτια για να απολαύσω το τραγούδι. Κάποτε σταματά. Τα βλέφαρα μου ανοίγουν, αντικρίζουν το πιο υπέροχο θέαμα σε ολάκερο τον κόσμο, το ζεύγος των οφθαλμών της, το δίδυμο που διασαλεύει το νου μου.
Δεν ξέρω πως έγινε, δεν γνωρίζω πως το τόλμησε, δεν το περίμενα η αλήθεια είναι, εγώ μοιάζω από χρόνια έτοιμος, τα χείλη της ενώνονται με τα δικά μου. Έχω την επίγευση βότκας ή έτσι φαντάζομαι. Νιώθω το νέκταρ της γλυκά να μου τρυγάει την ψυχή. Τα όνειρα είναι γνωστό πως δεν κρατάνε αιώνια. Τι κι αν εγώ ήμουν προετοιμασμένος να τελειώσω την ζωή μου έτσι, με σφραγισμένα τα χείλη; Νιώθω, ξαφνικά, από το πουθενά, αποφορά. Για άλλη μια φορά η ειμαρμένη μου αντιτίθεται. Αποτραβιέμαι, η ναυτία που από ώρα με τυραννάει, έχει δυναμώσει τόσο πολύ ώστε αδύνατο μου είναι να την ελέγξω. Ίσα που προλαβαίνω να ανασηκωθώ και ελάχιστα να μετακινηθώ. Στο λεπτό, από το ίδιο μέρος όπου απολάμβανα το γλυκό ηδύποτο του έρωτα, ξερνάω εμέσματα. Πόσο άδικη είναι τελικά η ζωή; Ο λαιμός και το στομάχι μου με τσούζουν, δάκρυα κυλούν και αυλακώνουν το πρόσωπο μου.
Ακόμα και έτσι δεν πτοούμαι. Πρέπει να είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Ξαπλώνω στην απαλή πελούζα, κοιτώ ψηλά στο στερέωμα. Τα σύννεφα καθάρισαν, κάτω από τον έναστρο ουρανό, όμως, στης γης την μικρή αυτή γωνία, το τοπίο δεν ξεδιάλυνε ακόμα. Αντιθέτως, τα πράγματα δείχνουν να περιπλέκονται ολοένα και περισσότερο. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι τα βατράχια που κοάζουν, τα χείλη της που τρεμοπαίζουν, είναι και εκείνα τα μάτια, τα τόσο εκφραστικά, που δείχνουν να με εκλιπαρούν να μην αποκαλύψω αυτή την στιγμή αδυναμίας όπου αποκαλυφθήκαν μύχιοι πόθοι. Υπόσχομαι στον εαυτό μου πως θα το κρατήσω σαν επτασφράγιστο μυστικό.
Δεν γνωρίζω πως βρέθηκα στον καναπέ του γραφείου μου, αραδιασμένος φαρδύς πλατύς και με το πρόσωπο μπρούμητα. Έχω ακόμα εκείνο το αφόρητο βουητό στα αυτιά μου. Ακούω υπόκωφα και τα βατράχια, κάπου στην λίμνη, να κοάζουν. Δειλά δειλά αφήνω και τις σκέψεις μου να επωάζουν!