Τι εννοούμε όταν λέμε αειφόρος (ή διατηρήσιμη) ανάπτυξη;
Η έννοια της αειφορίας είναι πολυδιάστατη και έχει οριστεί από διάφορες οπτικές, χωρίς καμία από αυτές να φαίνεται πως είναι η ιδανική. O πιο γνωστός ορισμός είναι αυτός της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Brundtland Report, 1987) που ως αειφόρος (ή διατηρήσιμη) ανάπτυξη ορίζει αυτήν που ικανοποιεί τις ανάγκες της σημερινής γενιάς χωρίς να υποθηκεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενιών να ικανοποιήσουν τις δικές τους. Αυτός ο κλασικός ορισμός για την αειφόρο ανάπτυξη εμπεριέχει την έννοια της μειούμενης ευημερίας, κατά τον οποίο μια γενιά δεν πρέπει να μειώνει το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου των μελλοντικών γενεών.
Από την άλλη πλευρά, η αειφορία μπορεί να οριστεί και ως την ανάπτυξη που δεν προκαλεί μείωση συγκεκριμένα στο φυσικό κεφάλαιο, δηλαδή ακόμα και στην περίπτωση που το συνολικό αυξάνεται, δεν υπάρχει αειφορική ανάπτυξη αν το απόθεμα των φυσικών πόρων έχει μειωθεί. (Δ. Ξένος, 2002). Σύμφωνα με τον R. Turner (1993), στην προσπάθεια αποσαφήνισης της έννοιας δημιουργήθηκαν δύο βασικές προσεγγίσεις, η «οικοκεντρική προσέγγιση» και η «τεχνοκρατική προσέγγιση». Στην πρώτη υποστηρίζεται πως η φύση δεν πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του ανθρώπου, αντιθέτως πρέπει να υπάρχει εναρμόνιση των δραστηριοτήτων με την φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος. Κύριος υποστηρικτής της θεωρείται ο Herman Daly.
Στην δεύτερη προσέγγιση φαίνεται να μη διαχωρίζεται ιδιαίτερα το φυσικό κεφάλαιο από αυτό της ανθρώπινης κατασκευής και πως η διατηρήσιμη ανάπτυξη προκύπτει από τις επενδύσεις που γίνονται στο συνολικό κεφάλαιο. Συνεπώς, σε αυτήν την προσέγγιση διακρίνεται ο μεγάλος βαθμός υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου. Σ’ αυτήν την προσέγγιση εντάσσεται ο οικονομολόγος Hartwick.
Πιο συγκεκριμένα, ο Hartwick υποστήριξε πως η κατανομή των πόρων είναι διατηρήσιμη εάν το συνολικό κεφάλαιο αυξάνεται ή παραμένει σταθερό, ενώ δεν είναι όταν το κεφάλαιο μειώνεται. Σύμφωνα με τον κανόνα του Hartwick το συνολικό κεφάλαιο πρέπει να διατηρείται ακέραιο, ζώντας μόνο από τις ροές των υπηρεσιών που παρέχονται τις εκάστοτε χρονικές περιόδους. Για να επιτευχθεί όμως το ισοζύγιο των μορφών κεφαλαίου σταθερό παίζει ρόλο ο τρόπος που υποκαθίσταται οι δύο μορφές κεφαλαίου, φυσικό και ανθρώπινης κατασκευής. Εάν το τελευταίο μπορεί να υποκαταστήσει το πρώτο, τότε διατηρείται η αξία του συνόλου ικανή για τις μελλοντικές γενιές.
Όμως σε πολλές περιπτώσεις η αντικατάσταση αυτή είναι μια μεγάλη δαπάνη και παράλογη. Και εδώ παρατίθεται ένας άλλος ορισμός της αειφορικής κατανομής, αυτής που διατηρείται σταθερή η αξία του αποθέματος του φυσικού κεφαλαίου μόνο και δεν υπάρχει καμία υποκατάσταση ανάμεσα σε φυσικό και ανθρώπινης κατασκευής κεφάλαιο (Tietenberg, 2000).

Αειφόρος ανάπτυξη: Ποιες είναι οι εκδοχές της;
Στα πλαίσια των δύο παραπάνω προσεγγίσεων διακρίνονται τέσσερις σχολές, ξεκινώντας από την «πολύ ασθενή» και φτάνοντας έως την «πολύ ισχυρή» διατηρησιμότητα. Στην πρώτη σχολή, για να επιτευχθεί διατηρήσιμη ανάπτυξη πρέπει το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου να διατηρείται σταθερό. Αυτή φαίνεται να εντάσσεται στην δεύτερη προσέγγιση που προϋποθέτει την τέλεια υποκατάσταση μεταξύ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου. Επομένως, είναι δυνατό να μειωθεί ένα είδος κεφαλαίου, ακόμα και φυσικού πόρου, εφόσον αυξάνεται ένα άλλο είδος κεφαλαίου κατά τον ίδιο βαθμό.
Στη σχολή της ασθενούς διατηρήσιμης ανάπτυξης αμφισβητείται η τέλεια υποκατάσταση φυσικού και ανθρώπινης κατασκευής κεφαλαίου και ορίζεται ένα ανώτατο όριο φέρουσας ικανότητας της φύσης και ένα κατώτατο των φυσικών πόρων που θεωρούνται απαραίτητοι για την ζωή στον πλανήτη και κατ’ επέκταση τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτά τα όρια εισαγάγουν την έννοια του «κεφαλαίου κρίσιμης σημασίας», κατά την οποία κάποιες μορφές φυσικού κεφαλαίου αδυνατούν να υποκατασταθούν και προϋποθέτουν περιορισμούς στην κατανάλωση των φυσικών πόρων για τις μελλοντικές γενιές. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχει φθίνουσα κατανάλωση, διαφορετικά η ποιότητα του περιβάλλοντος θα τείνει να μειωθεί.
Η επόμενη σχολή, αυτή της ισχυρής διατηρησιμότητας, από την μία πλευρά συμφωνεί με την παραπάνω εκδοχή πως το φυσικό κεφάλαιο διαχωρίζεται σε αυτό που επιδέχεται υποκατάσταση και στο «κεφάλαιο κρίσιμης σημασίας», διότι υποστηρίζει πως δεν υπάρχει αποτίμηση κάποιων λειτουργιών του οικοσυστήματος σε χρηματικούς όρους. Από την άλλη όμως, αμφισβητεί τη συσχέτιση της αειφορικής ανάπτυξης με την όλο και μειούμενη χρήση των φυσικών πόρων από τις μελλοντικές γενιές και προτείνει την προστασία και την σταθερότητα του φυσικού κεφαλαίου με οποιοδήποτε οικονομικό κόστος συνεπάγεται. Τέλος, στην πολύ ισχυρή διατηρησιμότητα η ροή των φυσικών πόρων είναι χαμηλού ρυθμού και αντιστοιχεί στην ποσότητα που είναι απαραίτητη για κατανάλωση των ανθρώπων αλλά και στην αντικατάσταση του φθαρμένου κεφαλαίου. Επομένως, γίνεται λόγος για μια οικονομία σταθερής κατάστασης, όπου σε κάθε χρονική περίοδο η κατανάλωση ενός φυσικού πόρου ταυτίζεται με την αύξηση του ιδίου ισόποσα. Αυτή η εκδοχή προϋποθέτει ριζικές αλλαγές, όπως την σταθεροποίηση του πληθυσμού, ένα σύστημα αναδιανομής του εισοδήματος, ανώτατο και κατώτατο εισόδημα (Α. Βλάχου, 2001).

Υπάρχει κάποια πιο πειστική εκδοχή για την αειφόρο ανάπτυξη;
Οι ακραίες εκδοχές «πολύ ασθενής» και «πολύ ισχυρή» φαίνεται να εμπίπτουν σε μια ιδεατή πραγματικότητα που είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αφού η μία απαιτεί ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και η άλλη τέλεια υποκατάσταση μεταξύ των μορφών κεφαλαίων. Συνεπώς, αν από την τέλεια υποκατάσταση γίνει μετάβαση στην μερική, όπως γίνεται λόγος στη σχολή της ασθενούς διατηρησιμότητας, τότε αυτή μπορεί να επιτευχθεί εφόσον δεν δημιουργεί πρόβλημα στην παραγωγική διαδικασία, δηλαδή το παραγόμενο προϊόν αυξάνεται ή τουλάχιστον μένει σταθερό μακροχρόνια. Από αυτό συνεπάγεται πως και η κατά κεφαλήν ευημερία δεν φθίνει στον χρόνο, γεγονός που σημαίνει πως υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη (Μπίθας, 2012). Αυτή η θέση στηρίζεται πάνω στην πρόταση του καθηγητή D. Pearce ότι η βιώσιμη ανάπτυξη προκύπτει από τον δείκτη της ανάπτυξης που αυξάνεται διαχρονικά και αποτελείται από μεταβλητές από τις οποίες μετρήσιμη είναι μόνο το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα, το οποίο με την σειρά του αποτελεί δείκτη ευημερίας σε μια κοινωνία.
Καταληκτικά, μπορεί να υπάρξει μερική υποκατάσταση μεταξύ του φυσικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου ανθρώπινης κατασκευής, όσο το παραγόμενο προϊόν δεν φθίνει, άρα δεν φθίνει ούτε το κατά κεφαλήν εισόδημα και τελικά δεν μειώνεται η κατά κεφαλήν ευημερία, που αποτελεί προϋπόθεση για την βιώσιμη ανάπτυξη. Όμως, τα όρια της παραπάνω υποκατάστασης θεωρούνται ασαφή και εξαρτώνται κατά ένα μεγάλο μέρος από την τεχνολογική αναβάθμιση.
Ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο η τεχνολογία και τα ανθρωπογενή στοιχεία έχουν τον κυρίαρχο ρόλο, ενώ όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται ο H. Daly η κοινωνία και η οικονομία είναι ένα υποσύστημα του γήινου οικοσυστήματος και θα πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά με το φυσικό περιβάλλον. Εάν το τελευταίο υποβαθμιστεί τα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών δεν θα εξασφαλιστούν. Επομένως, η σχολή της ισχυρής βιωσιμότητας προκειμένου να ορίσει την βιώσιμη ανάπτυξη εμπεριέχει μόνο περιβαλλοντικούς όρους και τοποθετεί την σταθερότητα του φυσικού κεφαλαίου ως αναγκαία προϋπόθεση. Η σχολή της ισχυρής βιωσιμότητας φαίνεται λοιπόν να αποτελεί την πιο πιστική εκδοχή, αφού υπάρχουν κάποιες παραγωγικές διαδικασίες που θεωρούν την παρουσία φυσικών πόρων απαραίτητη σαν άμεση εισροή μάζας και ενέργειας ή ακόμα και για κατανάλωση, όπως η χρήση διαφόρων ειδών βιοποικιλότητας ως τροφή.
Άρα η εξάρτηση της παραγωγικής διαδικασίας με τους φυσικούς πόρους είναι αναπόφευκτη και γι αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διατηρείται το φυσικό κεφάλαιο σταθερό και πιο συγκεκριμένα να οριοθετείται το επίπεδο χρήσης αφενός των ανανεώσιμων πόρων από τον ρυθμό ανανέωσης τους και αφετέρου των μη ανανεώσιμων πόρων από τον ρυθμό δημιουργίας υποκατάστατων ανανεώσιμων. Μάλιστα κάποιες μορφές φυσικού κεφαλαίου δεν έχουν καν υποκατάστατα. Τέλος, αυτή η σχολή διαφυλάσσει την μοναδικότητα των οικοσυστημάτων και δεν θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα αυτοπροσαρμογής τους σε ενδεχόμενες απειλές, εξάλλου αξίζει να σημειωθεί πως κάποιες καταστάσεις που χειροτερεύουν τις συνθήκες της φύσης μπορούν να είναι μη αντιστρέψιμες (Μπίθας, 2012).

Άρα συμπεραίνουμε πως..
Η επιλογή μιας εκ των τεσσάρων εκδοχών της αειφόρου ανάπτυξης βοηθά να κατανοηθεί η έννοιά της βαθύτερα και να προσεγγιστεί το άριστο επίπεδο συνδυασμών των μορφών κεφαλαίων και υπηρεσιών. Με αυτήν τη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη δύο κριτήρια, αφενός αυτό της αποτελεσματικότητας που ορίζει το επίπεδο του φυσικού πόρου που απαιτείται για τη βιώσιμη ανάπτυξη, ώστε η ποσότητα που θα διατηρηθεί να είναι επαρκής για την κάλυψη των αναγκών των μελλοντικών γενιών και αφετέρου το κριτήριο της διατηρησιμότητας που κρίνει πόσο δίκαιες είναι αυτές οι κατανομές των πόρων. Τα περιβαλλοντικά προγράμματα που σχεδιάζονται καθώς και οι αποφάσεις του κάθε ατόμου μιας κοινωνίας θα πρέπει να συνδυάζουν τα δύο παραπάνω κριτήρια, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, την μεγιστοποίηση του καθαρού οφέλους του ατόμου αλλά και την εξασφάλιση της κάλυψης των αναγκών των μελλοντικών γενιών.
Συμπερασματικά, επιλέγοντας ως πειστικότερη την εκδοχή της «ισχυρής διατηρησιμότητας», συμπεριλαμβάνοντας και τα παραπάνω δύο κριτήρια φαίνεται πως η σπανιότητα των πόρων απαιτεί μια κατάσταση ισορροπίας ανάμεσα στις χρήσεις του παρόντος και του μέλλοντος. Αυτή η ισορροπία συσχετίζεται άμεσα με τον βαθμό υποκατάστασης των μορφών κεφαλαίου, ο οποίος σύμφωνα με την εκδοχή της ισχυρής διατηρησιμότητας δεν είναι μεγάλος εξαιτίας των πεπερασμένων αποθεμάτων των μη ανανεώσιμων πόρων που δημιουργούν το μεγαλύτερο πρόβλημα όσον αφορά την προστασία τους. Οι υπέρμαχοι αυτής της εκδοχής υποστηρίζουν τη σταθερότητα του φυσικού κεφαλαίου και εμπιστεύονται την ικανότητα των οικοσυστημάτων να αντεπεξέρχονται σε κάθε είδους κινδύνους, γι αυτό προτείνουν την διαφύλαξη του αποθέματος του φυσικού κεφαλαίου όσο και αν είναι το οριακό κόστος του χρήστη.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Βιβλιογραφία
- Βλάχου Α., Περιβάλλον και φυσικοί πόροι, Οικονομική θεωρία και πολιτική, 2001, Εκδόσεις Κριτική
- Μπίθας Κ.,Οικονομική του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, 2012, Εκδόσεις Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Ξένος Δ., Οικονομία του Περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, 2002
- Faucheux & Noel, Οικονομική των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος, 2007, Εκδόσεις Gutenberg
- Tietenberg T., Environmental and natural resource Economics, 2000, Pearson Education, Inc