Στην ανατολή του 2019, καθώς τα ανοιχτά οικολογικά πεδία μάχης ολοένα και πληθαίνουν, ο οικοφεμινισμός, μια σχολή σκέψης με καταβολές από τη δεκαετία του ’70, έρχεται να δώσει προτεραιότητα στις γυναίκες και στον δικό τους αντίκτυπο πάνω στη βιοποικιλότητα του πλανήτη αλλά και στην προστασία του.
Ο όρος οικοφεμινισμός (ecofeminism) κάνει την εμφάνιση του το 1974 στα γραπτά της Françoise d’Eaubonne, μίας Γαλλίδας φεμινίστριας, η οποία ωθούσε τις γυναίκες σε μια οικολογική επανάσταση για τη σωτηρία του πλανήτη. Τη δεκαετία του 1980, ο όρος μετατρέπεται σε κίνημα, παράλληλα με το αναπτυσσόμενο «πράσινο κίνημα» και τις μαζικές αντιπολεμικές και αντιπυρηνικές κινητοποιήσεις. Οι πτυχές του οικοφεμινισμού πολλές. Κάποιες χαρακτηρίζονται πιο ριζοσπαστικές (σύμφωνα με κάποιους και προβληματικές) και κάποιες άλλες με μια νότα φιλελευθερισμού που λείπει ακόμα και από τη σύγχρονη κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση όμως, κοινός γνώμονας ενδιαφέροντος αποτελεί η εξύψωση της γυναίκας και η προστασία του περιβάλλοντος.
Μία κατηγορία του κινήματος πρεσβεύει την απόλυτη ταύτιση μεταξύ γυναίκας και περιβάλλοντος. Από τη λατρεία της Θεάς Γης στην Αρχαιότητα μέχρι συνήθεις εκφράσεις όπως «μητέρα-γη» ή «παρθένο έδαφος», είναι προφανές ότι ο ανθρωπομορφισμός της φύσης χρωματίζεται από έκδηλη θηλυπρέπεια. Στηριζόμενη στο συγκεκριμένο επιχείρημα, αυτή η μερίδα του κινήματος πρεσβεύει ότι κάθε γυναίκα και κάθε φυσική πηγή αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από την αμιγώς πατριαρχική κοινωνία. Σαν κάτι δηλαδή που μπορεί να αρπαχτεί και να χρησιμοποιηθεί. Η οπτική του ακραίου οικοφεμινισμού ασπάζεται την ιδέα ότι γυναίκες και περιβάλλον εκμεταλλεύονται από τους ανδροκρατούμενους κύκλους που, μέσω της καταπάτησης της υπόστασης των γυναικών και της φύσης αποζητούν δύναμη και κύρος.
Μια άλλη πτυχή αποτελεί ο πολιτισμικός οικοφεμινισμός. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία το γυναικείο φύλο και το φυσικό περιβάλλον ενώνονται με μια αρχέγονη ζωτική σχέση. Υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες έχουν μια πιο στενή σχέση με τη φύση λόγω των κοινών βιολογικών τους λειτουργιών, όπως η έμμηνος ρύση, η κύηση και η γαλουχία. Οι πολιτισμικές οικοφεμινίστριες θεωρούν ότι η σχέση αυτή τις καθιστά πιο ευαισθητοποιημένες αναφορικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Πρότασή τους, η ευαισθησία αυτή να εκτιμηθεί από την κοινωνία στο μέτρο που καθιερώνει μια πιο άμεση σύνδεση με τον φυσικό κόσμο.

Μπορεί όμως να αλλάξει συλλογικά η οπτική γωνία μίας ολόκληρης κοινωνίας – πόσο μάλλον το κοινωνικό γίγνεσθαι ενός πλανήτη – εμπνευσμένη από το μανιφέστο του φεμινισμού; Δύο από τις πιο γνωστές οικοφεμινίστριες, η Maria Mies και η Vandana Shiva, δηλώνουν στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου τους Ecofeminism, 1993:
«Στόχος μας είναι να υπερβούμε αυτές τις στενές αντιλήψεις [πατριαρχία και ιεραρχίες] και να εκφράσουμε την ποικιλομορφία μας και, με διαφορετικούς τρόπους, να αντιμετωπίσουμε τις εγγενείς ανισότητες στις παγκόσμιες δομές που επιτρέπουν στο Βορρά να κυριαρχεί στον Νότο, στους άντρες να κυριαρχούν στις γυναίκες, και στη φρενήρη λεηλασία όλο και περισσότερων πόρων για όλο και πιο άνισα κατανεμημένο οικονομικό κέρδος να κυριαρχεί στη φύση.»
Όπως και σε όλα τα κινήματα ανά τους αιώνες υπάρχει, φυσικά, και ο αντίλογος. Μελετητές επικρίνουν τα πιστεύω του οικοφεμινισμού, κατηγορώντας τον για ενδυνάμωση των φυλετικών στερεοτύπων και του σεξισμού που το κίνημα αγωνίζεται να εξαλείψει. «Ο ισχυρισμός ότι οι γυναίκες είναι βιολογικά πιο κοντά στη φύση», λέει η Anne Archambault, «ενισχύει την πατριαρχική ιδεολογία της κυριαρχίας και περιορίζει την αποτελεσματικότητα του ecofeminism».
Εν κατακλείδι, η μάχη για την απελευθέρωση της φύσης από τη συνεχή καταπίεση και εκμετάλλευση ίσως επιτάσσει έναν συνδυασμό αντικαπιταλιστικής, φεμινιστικής και οικολογικής συνείδησης. Αυτό όμως είναι ένα μικρό λιθαράκι στο μακροχρόνιο αγώνα υπέρ της προστασίας του πλανήτη. Το μόνο αδιαμφισβήτητο είναι πως το περιβάλλον έχει τα δικά του δικαιώματα, με πρωταρχικό την ανάγκη του να υπάρχει απαλλαγμένο από κάθε είδους ρύπανση, και ο σεβασμός προς αυτό είναι χρέος όλων, ανεξαρτήτως φύλου.