Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί την πιο εκτεταμένη γεωγραφικά και την πιο δαπανηρή βιοποριστικά ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το χρηματικό κόστος του πολέμου αυτού όμως δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον φόρο αίματος που πλήρωσαν οι πάνω από 30 χώρες οι οποίες συμμετείχαν σε αυτόν. Ο τραγικός απολογισμός είναι περίπου 85 εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχές, εκ των οποίων οι 23 εκατομμύρια ανήκαν σε στρατιώτες. Τα ηρωικά κατορθώματα ανδρών εναντίον των Ναζί είναι πολλά και πασίγνωστα. Λιγότερο γνωστές είναι οι γυναίκες ηρωίδες του πολέμου αυτού που με σθένος και αγωνιστικότητα πάλεψαν η κάθε μια για την πατρίδα της και τελικά όλες μαζί εναντίον του Τρίτου Ράιχ.
Ακολουθούν 5 από αυτές τις λιγότερο γνωστές, αλλά εμβληματικές γυναίκες.
Ναντέζντα Πόποβα
Η Ναντέζντα Πόποβα ήταν μέλος μιας ομάδας από επίλεκτες σοβιετικές πιλότους. Ποιό ήταν το καθήκον τους; Να βομβαρδίζουν, αποκλειστικά τις νυχτερινές ώρες, γερμανικά φυλάκια και στρατόπεδα χωρίς να γίνονται αντιληπτές από τη ναζιστική αεράμυνα. Πήραν τον τίτλο «Μάγισσες της Νύχτας» από τους Ναζί επειδή «χτυπούσαν » ,με τα αεροπλάνα τους μέσα στο σκοτάδι, εντελώς αθόρυβες, σαν να καβαλούσαν… σκουπόξυλα. Η αποστολή τους δυσκολεύει ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε πως δεν διέθεταν ραντάρ εντοπισμού ούτε αλεξίπτωτα – αφού πετούσαν σε χαμηλό υψόμετρο και τους ήταν άχρηστα.
Τον Ιούνιο του 1941 ο αδελφός της σκοτώνεται από τους Ναζί και το πατρικό της σπίτι μετατρέπεται σε αρχηγείο της Γκεστάπο. Λίγο αργότερα, ζητώντας εκδίκηση, κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία της ΕΣΣΔ. Ως το τέλος του πολέμου συμμετείχε σε 852 αεροπορικές αποστολές – μερικές φορές πραγματοποιούσε οκτώ και παραπάνω διαφορετικούς βομβαρδισμούς μέσα σε μία νύχτα.
H Ναντέζντα Πόποβα, η τελευταία «μάγισσα της νύχτας», πέθανε στις 8 Ιουλίου 2013 στη Μόσχα σε ηλικία 91 ετών.
Αλίγια Νουρμουχαμετκιζί Μολνταγκούλοβα
Η Αλίγια Μολνταγκούλοβα γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου στο Μπουλάκ του Καζακσταν. Ηταν ηρωίδα της Σοβιετικής Ένωσης και μέλος του Κόκκινου Στρατού. Τον Ιανουάριο του 1944 η ταξιαρχία της έπεσε σε γερμανική ενέδρα στον σιδηρόδρομο Νοβοσοκολνίκι-Ντνο. Αργότερα, όταν αντιλήφθηκε την απουσία του διοικητή ανέλαβε με δικιά της πρωτοβουλία τη διοίκηση. Με όλη τη δύναμη της φώναξε: “Για την πατρίδα! Πάμε!” ωθώντας όλο το στράτευμα να πηδήξει στα γερμανικά χαρακώματα. Η Αλίγια έπεσε σε νάρκη κατά την διάρκεια μάχης σώμα με σώμα, αλλά τραυματίστηκε μόνο ελαφρά στο χέρι. Παρά το τραύμα της, πολέμησε γενναία. Τελικά τραυματίστηκε και πάλι, αυτή τη φορά όμως θανάσιμα και πέθανε από πληγή σφαίρας την ίδια ημέρα.
Βραβεύτηκε με το μετάλλιο του “Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης” και στις 4 Ιουνίου 1944, και το παράσημο του Λένιν. Στις 9 Μαΐου του 1995 το Καζακστάν έκδωσε ένα γραμματόσημο αφιερωμένο στην Αλίγια Μολνταγκούλοβα.
Ρόζα Σάνινα
Η Ρόζα Γκεόργκιεβνα Σάνινα γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1924 στο ρωσικό χωριό Γέντμα, στην Περιφέρεια Αρχάγγελσκ. Το 1941 ο 19χρονος αδελφος της σκοτώνεται, κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ από τα γερμανικά στρατεύματα και εκείνη αμέσως μετά ζητά να καταταγεί στον στατό.
Οι αρμόδιοι πίστευαν ότι οι γυναίκες ήταν πιο κατάλληλες από τους άνδρες, επειδή είχαν πιο ευλύγιστα σκέλη, ήταν υπομονετικές και πανούργες, ανθεκτικές στο κρύο και στο άγχος της μάχης. Η Σάνινα γρήγορα διακρίθηκε στο σημάδι. Μετά την αποφοίτησή της, της προσφέρθηκε η θέση της εκπαιδεύτριας. Αυτή όμως αρνήθηκε κι επιζητούσε όσο τίποτα τη δράση στα πεδία των μαχών και μέσα από αυτήν την πολυπόθητη εκδίκηση. Το επόμενο χρονικό διάστημα η φήμη της άρχισε να εξαπλώνεται και ο αριθμός των θυμάτων της να αυξάνεται. Ήταν ικανή και το κατάφερε επανειλημμένα να πετυχαίνει δύο διαφορετικούς στόχους με δύο διαδοχικές βολές.
Τον Αύγουστο του 1944 ακολούθησε τη μονάδα της στην προέλαση του «Κόκκινου Στρατού» μέσα σε γερμανικά εδάφη. Στις 27 Ιανουαρίου 1945 ένα θραύσμα οβίδας την τραυμάτισε ανεπανόρθωτα, όταν βρέθηκε ακάλυπτη, προσπαθώντας να βοηθήσει ένα τραυματία σοβιετικό στρατιώτη.Η Ρόζα Σάνινα πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 1945, σε ηλικία μόλις 20 ετών, έχοντας στο δυναμικό τις 59 επιβεβαιωμένες θανατώσεις.
Ελένη Βαλλιάνου
Γεννήθηκε το 1909 στο Παρίσι. Η ζωή της έλαβε διαφορετική τροπή με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μαζί με τη μητέρα της βοηθούσε εθελοντικά τους Γάλλους στρατιώτες που στέλνονταν στο μέτωπο της Ιταλίας. Η Ελένη, με νεανική ορμή, πνεύμα αγωνιστικό και θάρρος αξιοζήλευτο, συμμετέχει στο αντιστασιακό κίνημα των «Μακί». Σύντομα αναδείχνεται ηγετικό στέλεχος, παρά τη νεαρή της ηλικία.
Η παράτολμη, όμως, δράση της κινητοποίησε τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις στις Κάννες. Στις 28 Ιουλίου 1944 συνελήφθη από φιλοκατοχική οργάνωση. Την ίδια ημέρα συνελήφθησαν και οι γονείς της, σε μια προσπάθεια να της ασκηθεί πίεση και να καταδώσει τους συντρόφους της. Έως τις 15 Αυγούστου την υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια στο τοπικό αρχηγείο της Γκεστάπο. Δεν μπόρεσαν όμως να κάμψουν το ηθικό της όυτε να αποσπάσουν οποιαδήποτε μαρτυρία για τους συντρόφους της. Ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, λίγες ώρες προτού εισέλθουν τα συμμαχικά στρατεύματα στις Κάννες, εκτελέστηκε μαζί με 23 συγκρατούμενούς της.
Οι εφημερίδες της εποχής χαρακτήρισαν την Ελένη Βαλλιάνου ως νέα Ζαν ντ’ Αρκ. Η Γαλλική κυβέρνηση της απένειμε μετά θάνατον το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και τον Πολεμικό Σταυρό του Φοίνικα.
Λέλα Καραγιάννη
Ήταν η κατάληψη της Ελλάδας υπό των Ιταλογερμανών που μετέτρεψε αυτήν την Ελληνίδα νοικοκυρά σε πρωτεργάτιδα της Εθνικής Αντίστασης. Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής έφτιαξε μία ομάδα, με πυρήνα μέλη της οικογένειάς της. Ή ομάδα δραστηριοποιούνταν στην απόκρυψη και φυγάδευση των Βρετανών στρατιωτικών που είχαν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα. Με την πάροδο του χρόνου, η μικρή οικογενειακή ομάδα διευρύνθηκε και εξελίχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση «Μπουμπουλίνα», που αριθμούσε πάνω από 100 μέλη.
Η σύλληψη των παιδιών της και αργότερα η δική της κατόπιν προδοσίας δεν την πτόησαν. Μετά την αποφυλάκισή της αλλά και την απελευθέρωση των παιδιών της συνέχισε το αντιστασιακό της έργο, με μεγαλύτερη ένταση και μεθοδικότητα. Άπλωσε ένα ευρύ δίκτυο συνεργατών σε κάθε κατοχική υπηρεσία της Αθήνας και λάμβανε πολύτιμες πληροφορίες για κινήσεις και τα σχέδια των κατοχικών αρχών. Οι πληροφοριοδότες ήταν είτε Έλληνες συνεργάτες τους, είτε αντιχιτλερικοί Γερμανοί και αντιφασίστες Ιταλοί αξιωματικοί. Τις πολύτιμες αυτές πληροφορίες τις διοχέτευε στο Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Στις 11 Ιουλίου 1944 κι ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, συνελήφθη από τους Γερμανούς. Την ίδια ημέρα συνελήφθησαν και πέντε από τα παιδιά της. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στα μπουντρούμια των Ες-Ες και βασανίσθηκαν άγρια. Όχι μόνο δεν ομολόγησαν, αλλά η Καραγιάννη χτύπησε τον αιμοχαρή ανακριτή της Φριτς Μπέκερ. Δεν εκάμφη ακόμα και όταν της διαμήνυσαν ότι θα εκτελούσαν τον γιο της Νέλσωνα, αν δεν ομολογούσε. Αυτή τους απάντησε υπερήφανα: «Ζητείτε από μία ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες της και την πατρίδα της με την απειλή του τουφεκισμού των παιδιών της. Ε, λοιπόν, μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας!»
Την 8η Σεπτεμβρίου 1944, η Λέλα Καραγιάννη οδηγήθηκε με άλλους πατριώτες στο Άλσος Δαφνίου. Λίγο πριν από την εκτέλεσή της, απευθυνόμενη στους άλλους μελλοθάνατους, φώναξε: «Ψηλά παιδιά τα κεφάλια να δουν οι Ούνοι πως ξέρουν να πεθαίνουν οι Έλληνες για την πατρίδα τους».
Η φήμη της έχει απλωθεί τόσο στην Ελλάδα, όσο και το εξωτερικό. Για τη δράση της και το μαρτυρικό και ηρωικό της τέλος, τιμήθηκε ως εθνική ηρωίδα. Η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.