
Η προσωπογραφία στην ελληνιστική περίοδο (336-30 π.Χ)
Πρόδρομοι: Mία πρώτη εισαγωγή
Αν και η προσωπογραφία με τη στενή έννοια του όρου δεν εμφανίζεται στην ελληνική τέχνη πριν από τον ύστερο 4o αι. π.Χ, υπάρχουν προδρομικές μορφές της ήδη από τον 5o αι., και συγκεκριμένα από την εποχή του Αυστηρού Ρυθμού. Η αναπαράσταση συγκεκριμένων ανθρώπινων μορφών στη τέχνη, με έμφαση στα ιδιαίτερα ανατομικά και φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά είναι κάτι που οι τεχνίτες του 6ου και του 5ου αι. π.Χ δεν επιθυμούν και που το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο δεν επιτρέπει. Κατά τον 5ο αι. σε γενικότερο πλαίσιο φαίνεται ότι η απεικόνιση προσώπων γίνεται με βάση τον κοινωνικό τους ρόλο ή τη συμβολή τους σε συγκεκριμένα γεγονότα. Οι Τυραννοκτόνοι για παράδειγμα αν και αναφέρονται με βεβαιότητα σε δύο συγκεκριμένους ανθρώπους, εικονίζουν την ηλικία τους και την πράξη τους μάλλον παρά τις ανατομικές και φυσιογνωμικές τους ιδιαιτερότητες.
Μεταγενέστεροι προσωπογράφοι
Μεταγενέστεροι συγγραφείς μας πληροφορούν πως ο ζωγράφος Μίκων, σύγχρονος του Πολυγνώτου, είχε συνεργαστεί μαζί του στην διακόσμηση της Ποικίλης Στοάς λίγο πριν τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Στο έργο τους Η Μάχη του Μαραθώνα φαίνεται ότι ο θεατής θα μπορούσε να αναγνωρίσει συγκεκριμένες μορφές όπως ο Αθηναίος στρατηγός Καλλίμαχος, ίσως όμως η ταύτιση να γινόταν με επιγραφές ή σύμβολα, ή ακόμα και από τη θέση της μορφής στην όλη σύνθεση. Έργο με αντίστοιχο θέμα φιλοτέχνησε λίγο μετά τα μέσα του 5ου αι. ο αδελφός του Φειδία, Πάναινος.
Την αντίδραση του κοινωνικού συνόλου στη χρήση πορτρέτων ως μέσου κοινωνικής προβολής φαίνεται να διασώζει η αναφορά του Πλούταρχου (Βίος Περικλέους), στην απόπειρα του Φειδία να εικονίσει τον Περικλή, αλλά και τον εαυτό του στην Αμαζονομαχία της Ασπίδας, της Αθηνάς Παρθένου. Σταδιακά παρατηρείται μία εξατομίκευση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών στην ελληνική τέχνη σε έργα που σχετίζονται με τις παρυφές του ελληνικού κόσμου και μάλιστα όχι τυχαία. Η αναφορά ορισμένων αρχαίων συγγραφέων σε <<αγάλματα>> που εικόνιζαν τον Αθηναίο στρατηγό Θεμιστοκλή όταν ήταν εξόριστος στην Περσία μετά τον εξοστρακισμό του το 471 π.Χ και η ανεύρεση μιας μαρμάρινης προτομής του 2ου ή 3ου αι. μ.Χ, που φαίνεται να αντιγράφει ένα χαμένο στη σημερινή εποχή αυστηρορυθμικό έργο, δείχνει ότι ενδεχομένως προδρομικές μορφές του ελληνικού πορτρέτου να υπήρξαν ήδη πριν τον 5ο αι. π.Χ.
Η προτομή του Θεμιστοκλή απεικονίζει καθαρά τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του, το πλατύ πρόσωπο, τη γενειάδα, την έκφραση του στόματος κ.ο.κ. Ισχυρή ωστόσο εντοπίζεται και η μικροτεχνία στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ, όπως για παράδειγμα το ανδρικό πορτρέτο του Δεξαμενού καθώς και οι σατραπικές κοπές του Τισσαφέρνη. Ιδίως στις τελευταίες συνδυάζεται η οξεία εθνολογική παρατήρηση με την επιθυμία να αποδοθεί η μορφή με εξατομικευμένο, αναγνωρίσιμο τρόπο. Κατά τον 4ο αι. π.Χ, φαίνεται να αλλάζει η προσέγγιση προς την απόδοση συγκεκριμένων ανθρώπινων μορφών στη τέχνη που να εφαρμόζουν τις αρχές της φυσιογνωμικής: αναλυτική απόδοση των ανατομικών χαρακτηριστικών, ακρίβεια ακόμα και πεζολογική αναπαράσταση στοιχείων ιδιοσυγκρασίας όπως η αραιή κόμη, η γαμψή μύτη κ.α. Ο Σιλανίωνας ως γλύπτης προσπάθησε να αποδώσει τη μορφή του φιλοσόφου Πλάτωνος, η οποία σύμφωνα με μεταγενέστερες πληροφορίες είχε ανιδρυθεί στην Ακαδημία από έναν ιδιώτη.
Η Προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Για την προτομή του ο Μέγας Αλέξανδρος είχε αναθέσει το έργο του σε τρεις καλλιτέχνες: τον γλύπτη Λύσιππο, τον ζωγράφο Απελλή και τον χαράκτη Πυργοτέλη. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε απαραίτητο να δημιουργηθεί σωστά η προτομή του, αφού έτσι θα γινόταν πιο εύκολο για τον ίδιο να αναδείξει το κύρος του και την δύναμη του στους κατακτημένους και μη λαούς του. Η προτομή του χαρακτηρίζεται από μία φυσικότητα, μία αρετή και ηρεμία στα στοιχεία, μία αλαβάστρινη ομορφιά που ερχόταν ίσως σε μία ρήξη με την υπερβολική του ευρωστία στο υπόλοιπο σώμα. Οι βόστρυχοι του αντιπροσωπεύουν την ορμή ενός λιονταριού, ενώ οι <<υγροί οφθαλμοί>> μαρτυρούν ότι σφύζει από ζωή και δύναμη. Φαίνεται να είναι ως επί το πλείστον εξιδανικευμένος σε όλο του το μεγαλείο και αξίζει να τονιστεί ότι η σπουδαιότητα της εν λόγω προτομής όπως και των παραπάνω αποτέλεσαν σπουδαία παραδείγματα της ελληνικής δημιουργίας και τέχνης και ανέδειξαν το ελληνικό στοιχείο σε όλες του τις εκφάνσεις.

ΠΗΓΕΣ:
Πλάντζος Δημήτρης, Ελληνική Τέχνη, 1200-30 π.Χ, Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, Αθήνα 2016.