Τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ανεξαρτήτως διαλεκτικού υλικού, βρίθουν από κύρια ονόματα, ενώ συνεχώς η έρευνα αποκαλύπτει κύρια ονόματα σε παπύρους ή/και επιγραφές. Ο αριθμός τους είναι πραγματικά πολύ μεγάλος, συνεπώς είναι δύσκολη η ιεράρχηση και η ταξινόμησή τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Το ενδιαφέρον για τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών κύριων ονομάτων έχει, σε μεγάλο βαθμό, αναζωπυρωθεί τα τελευταία χρόνια και η σύγχρονη γλωσσολογική και αρχαιολογική έρευνα έχει επικεντρωθεί και σε αυτόν τον τομέα της αρχαιότητας και του αρχαίου κόσμου.
Αποτελεί κοινή γνώση πως οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν στα παιδιά τους ένα μόνο όνομα και για να είναι εντελώς ακριβείς ως προς την ταυτοποίηση ενός ατόμου, έκαναν αναφορά στο όνομα του πατέρα, είτε σε πτώση γενική είτε – σε κάποιες διαλεκτικές ποικιλίες – με τη χρήση ενός πατρωνυμικού επιθέτου. Το όνομα του δήμου, της φατρίας ή της φυλής μπορούσαν μεταξύ άλλων να χρησιμοποιηθούν για τη ταυτοποίηση ενός ατόμου, κυρίως όταν αυτό βρισκόταν μακριά από την πατρίδα του. Ο μεγάλος κωμικός ποιητής της κλασικής εποχής, ο Αριστοφάνης περιγράφει, με έκδηλη τη διάθεση αστεϊσμού, σε ένα χωρίο του στις Νεφέλες, τη διαδικασία επιλογής ενός ονόματος. Ο Στρεψιάδης θέλει να ονομάσει τον γιο του Φειδωνίδη, για να τιμήσει τον πατέρα του που λεγόταν Φείδων. Η γυναίκα του Στρεψιάδη, επιθυμούσε να έχει το παραγωγικό επίθημα -ιππος ή -ιππίδης, που δήλωνε άνθρωπο με πλούτο. Τελικά, επιλέχθηκε το Φειδιππίδης.
Στην Αττική, έχει μαρτυρηθεί μία πλούσια γκάμα οικογενειακών δένδρων, αν και οι αναφορές για τις γυναίκες δεν είναι πολλές. Αποτελούσε κοινή πρακτική ο πρωτότοκος γιος να παίρνει το όνομα του παππού του από την πλευρά του πατέρα, ενώ ο δεύτερος έπαιρνε συνήθως το όνομα του άλλου παππού ή του θείου του από την πλευρά του πατέρα. Ένα ανάλογο μοτίβο ακολουθούνταν και για τα κορίτσια. Ήταν ενδεχόμενο το παιδιά να έπαιρναν και το όνομα κάποιου αδικοχαμένου συγγενή ή κάποιου στενού οικογενειακού φίλου. Η ενδοοικογενειακή συγγένεια επισημαινόταν και με την επανάληψη διαφόρων συνθετικών στοιχείων μαζί με επιθήματα. Λόγου χάριν, η οικογένεια του Δημοσθένη μπορεί να επέλεγε ονόματα που είχαν ως α’ συνθετικό το Δήμο-, π.χ. Δημοφών, Δημομέλης.
Υπάρχει η άποψη πως τα σύνθετα ονόματα προορίζονταν κυρίως για άτομα ανώτερης κοινωνικής τάξης, χωρίς αυτό να είναι δεσμευτικό ούτε να μπορεί να αποδειχθεί με ασφάλεια. Οι δούλοι έπαιρναν συγκεκριμένα ονόματα, όπως Χρήσιμος, Θραξ, Σύριος, Παιδίσκη. Κάποιοι δούλοι ήταν, ενδεχομένως, νόθα παιδιά των κυρίων τους, συνεπώς διατηρούσαν το οικογενειακό όνομα. Τα παρωνύμια που περιγράφουν την κοινωνική θέση ενός ανθρώπου ή τα σωματικά και πνευματικά του γνωρίσματα, επίσης ήταν ευρέως διαδεδομένα. Για παράδειγμα, στον Κρατύλο βλέπουμε για τον Περικλή το παρωνύμιο, Σχινοκέφαλος (με κεφάλι σαν σκιολλοκρόμμυδο), προφανώς με απαξιωτική σημασία. Η διαδικασία εισόδου ενός παρωνυμίου στην κατηγορία των κύριων ονομάτων σπάνια ανιχνεύεται. Άλλα γνωστά παρωνύμια του αρχαίου κόσμου ήταν το Κυνίσκος, παρωνύμιο του σπαρτιάτη βασιλιά Ζευξιδάμου, επειδή του άρεσε πολύ να κυνηγάει συνοδεία σκυλιών. Η εγγονή του λεγόταν Κυνίσκα και αυτό μαρτυρά πως το παρωνύμιο πέρασε μέσα στην οικογένεια, σαν κανονικό όνομα.
Η πλειοψηφία των ελληνικών κύριων ονομάτων έχει ξεκάθαρη συγγένεια με το λεξιλόγιο της γλώσσας, εν αντιθέσει με άλλα ευρωπαϊκά ονόματα που προέρχονται από ένα παλαιότερο στάδιο της γλώσσας τους ή είναι δάνεια. Τα ονόματα που δεν έχουν σαφή ετυμολογική προέλευση, είτε δεν έχουν ελληνική ρίζα ή επειδή ο λεξιλογικός όρος στον οποίο αναφέρονται είναι άγνωστος. Για παράδειγμα, το όνομα Βρασίδας προέρχεται είτε από μια πρώιμη ποιητική χρήση του ρήματος “βράσσω” που σημαίνει “ταράζω βίαια” είτε προήλθε από ένα τοπωνύμιο. Είναι γεγονός πως μας προσφέρουν μία πολυεπίπεδη εικόνα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας και μαρτυρούν, με ικανοποιητικό τρόπο, την προφορική γλώσσα της εποχής.
Αξιοσημείωτα είναι τα μυθολογικά ονόματα, τα οποία διαφέρουν σε κάποια σημεία, από τα ονόματα ιστορικών προσώπων. Συχνά δεν αναλύονται εύκολα ως ελληνικά και δεν ακολουθούν τους ίδιους κανόνες και τα ίδια πρότυπα σχηματισμού με τα αντίστοιχα των ιστορικών προσώπων. Όπου διαθέτουμε οικογενειακά δένδρα, δε φαίνεται να παρουσιάζονται τα ίδια πρότυπα επανάληψης. Παρόλα αυτά, κάποιες επισημάνσεις είναι εφικτές, βλέπουμε κάποια σχήματα να λαμβάνουν χώρα: π.χ. τα ονόματα των Φαιάκων στον Όμηρο, είχαν όλα ως συνθετικό έννοιες που περιστρέφονται γύρω από τη θάλασσα, π.χ. Ναυσικά, Ναυσίθοος. Ακόμα, ο Όμηρος συνήθιζε να δίνει στους Τρώες και στους συμμάχους τους, ονόματα με πρώτο συνθετικό τη λέξη ίππος.
Βλέπουμε έτσι, πως τα αρχαία ονόματα δεν ήταν απλώς κάτι που δινόταν τυχαία, αλλά έχουν μία ολόκληρη φιλοσοφία κρυμμένη πίσω τους. Δεν υπάρχει ακόμα μία πλήρης μελέτη του ελληνικού συστήματος ονοματοδοσίας, αλλά το ενδιαφέρον για αυτά είναι διαχρονικό και σύγχρονες μελέτες έρχονται στο προσκήνιο. Η αξιολόγηση της ζωντανής εικόνας της ελληνικής παράδοσης, της κοινωνίας και του λεξιλογίου συνεχίζεται με αμείωτο το ενδιαφέρον.
Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε στο άρθρο αυτό:
Thompson A. (2014): Τα Αρχαία Ελληνικά Κύρια Ονόματα, Μτφρ: Ι. Βλαχόπουλος, στo Α.Φ. Χριστίδης: “Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα”, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, σσ. 552 – 564.