Όλοι κάποια στιγμή έχουμε παρακολουθήσει είτε μέσα από παλιές ελληνικές ταινίες είτε από κάποιες φωτογραφίες των παππούδων μας, είτε έχουμε ακούσει μέσα από παραμύθια και ιστορίες για επαγγέλματα τα οποία είτε μας προξένησαν εντύπωση και δεν υπάρχουν πια, είτε για επαγγέλματα τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Πάμε λοιπόν να τα γνωρίσουμε…
Γανωτής
Γανωτής ή γανωτζής ή γανώματος ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως: καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού και έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειψε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με τριμμένο κεραμίδι . Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα χλωριούχο αμμώνιο, για να στρώσει καλύτερα το χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο κασσίτερο σε όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό, οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή.
Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται.
Γαλατάς
Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες, μετέφεραν το γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε οκάδες ή δράμια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Aρκουδιάρης
Ακρουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος, ήταν εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής.
Κατάλοιπο του βάρβαρου αυτού επαγγέλματος είναι η αναπαράσταση του σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Σάμου, κατά την περίοδο της αποκριάς. Δύο άντρες, ο ένας υποδυόμενος τον αρκουδιάρη κι ο άλλος την αρκούδα φορώντας περιλαίμιο με αλυσίδα χορεύουν προς αστεϊσμό τον «αρκουδιάρικο» χορό.
Νερουλάς ή Νεροκόπος
Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία .
Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
Νερουλάς στο Μαρούσι ήταν και ο Σπύρος Λούης, ο πρώτος νικητής του Μαραθωνίου δρόμου στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896 στην Αθήνα.
Σαμαράς
Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
Σαματατζής
Ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων», ο σημερινός αυτοφωράκιας,
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτείτο από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή. Κατά την άσκηση του «επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο «εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίασης».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε πάντοτε του ξύλου.
Info: wikipedia