
Φτώχεια: ορισμός του φαινομένου
Η φτώχεια αποτελεί ένα εκτεταμένο κοινωνικό φαινόμενο, που, λίγο έως πολύ, ο καθένας γνωρίζει. Αν και δεν είναι σαφή τα όρια της, ούτε η προέλευση και οι επιπτώσεις της, συχνά προβάλλει σε άμεση σχέση με όρους, όπως η ανεργία και η οικονομική κρίση, ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η φτώχεια αποτελεί μια μορφή στέρησης και οφείλεται στην έλλειψη πόρων, η κατοχή των οποίων εγγυάται την ικανοποίηση αναγκών. Ωστόσο, φτωχός δύναται να θεωρηθεί, τόσο κάποιος που στερείται τα απαραίτητα υλικά αγαθά, όσο και κάποιος που έχει περιορισμένη πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες, την εκπαίδευση και την υγεία. Εξίσου, φτωχός νοείται ένας άνθρωπος που δεν απολαμβάνει τον κοινωνικό σεβασμό και την αποδοχή. Άρα, ο οικονομικός παράγοντας του εισοδήματος δεν καθορίζει, αποκλειστικά, το φαινόμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εμπλέκονται, εξίσου, παράγοντες που αφορούν στην οικογενειακή δομή, το επάγγελμα, την εθνικότητα κ.α.
Επομένως, όταν αναφερόμαστε στην φτώχεια, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι πρόκειται για ένα πολύπλευρο φαινόμενο και όχι, απλώς, για την έλλειψη ή στέρηση αγαθών. Σημαντικότερη θεωρείται εκείνη η πτυχή του φαινομένου, που σχετίζεται με τις ελλειμματικές ευκαιρίες ενός ατόμου, το οποίο επιζητεί να εξασφαλίσει μια ανεξάρτητη και ικανοποιητική ζωή, αναπτύσσοντας τις δυνατότητές του μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές διακυμάνσεις του φαινομένου, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο βεβαρημένες. Η φτώχεια παρουσιάζεται ως φυσική ή κοινωνική, σχετική ή απόλυτη, μακροχρόνια ή περιοδική. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποτελεί μια διαρκώς επίκαιρη και δυσάρεστη πραγματικότητα, που φέρνει στην επιφάνεια μια πληθώρα κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυσλειτουργιών, όπως το αναντίρρητο φαινόμενο της υφιστάμενης κοινωνικής ανισότητας, που δεν παύει να διογκώνεται.
Ως αποτέλεσμα, η φτώχεια ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, επηρεάζοντας ακόμα και την ψυχολογική και νοητική ικανότητα του ατόμου, αφού προκαλεί την εξάντληση της πνευματικής του ενέργειας και διάθεσης. Η απομόνωση κι η ανασφάλεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ψυχολογική επιβάρυνση, ο θυμός και η αγανάκτηση, είναι κάποιες από τις άμεσα συνδεδεμένες με το φαινόμενο, έννοιες.
Το ζήτημα της παιδικής φτώχειας
Μια από τις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, που έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες του συγκεκριμένου προβλήματος είναι τα παιδιά. Η ύπαρξη της παιδικής φτώχειας αποδεικνύει την εκτεταμένη φύση του φαινομένου, από το οποίο δεν πλήττονται μόνο ορισμένες ηλικιακές ομάδες, ούτε κοινωνικές τάξεις εντός καθορισμένων γεωγραφικών ορίων.
Επίσης, η παιδική φτώχεια δε γνωρίζει σύνορα, καθώς υφίσταται τόσο στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, όσο και στις πλούσιες, μέσα στις οποίες εμφανίζεται ως απόρροια της οικογενειακής κατάστασης, συνδεόμενη, συχνά, με την οικονομική δυσπραγία των γονέων. Ανεξάρτητα από την χώρα στην οποία ζουν, όσα παιδιά βιώνουν και αναπτύσσονται εντός των ορίων της φτώχειας, ενδέχεται να απολαμβάνουν, συχνά, λιγότερες κοινωνικές παροχές και αγαθά, γεγονός που είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά το μέλλον τους.
Από την πλήρη έλλειψη βασικών πόρων, όπως η τροφή, η στέγη και τα φάρμακα, έως και την ακαδημαϊκή και επαγγελματική σταδιοδρομία, η φτώχεια δύναται να πλήξει σημαντικά τα παιδιά και τις νεαρές ηλικίες. Ο υποσιτισμός αποτελεί την ακραία έκφραση αυτού του φαινομένου, ενώ οι μειωμένες ευκαιρίες σπουδών και οι δυσκολίες κοινωνικής ένταξης αποτελούν τις κατ’ εξοχήν μορφές της παιδικής φτώχειας στην χώρα.
Η φτώχεια μέσα από τα μάτια των παιδιών
Τα παιδιά, σύμφωνα με μελέτες, αρχίζουν από νωρίς να αντιλαμβάνονται την έννοια της φτώχειας, καθώς και επιμέρους θέματα που σχετίζονται με αυτήν, όπως την επίδραση του οικονομικού παράγοντα στις δυνατότητες του ατόμου για εκπαίδευση και υγεία, καθώς και το συσχετισμό του εισοδήματος με την ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων, τα συναισθήματά του ατόμου, τις ελπίδες και τα όνειρά του.
Ήδη, από την ηλικία των 3-4 ετών, τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ «πλούσιου» και «φτωχού», ενώ η κατηγοριοποίηση αυτή, στην ηλικία των 5-6 χρόνων, γίνεται βάσει συγκεκριμένων ανθρώπινων χαρακτηριστικών, που μέσα από τα μάτια των παιδιών, γίνονται αντιληπτά ως σημεία αναφοράς.
Το 1991, ο Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα, δάσκαλος σ’ ένα σχολείο της περιοχής του Αρζάνο, στο Νότο της Ιταλίας, εκδίδει ένα βιβλίο, δημοσιεύοντας τις εκθέσεις παιδιών, οι οποίες καταγράφουν και φανερώνουν τον τρόπο σκέψης μαθητών του δημοτικού γύρω από διάφορα ζητήματα. Πολλά από τα θέματα των εκθέσεων αυτών σχετίζονται με τα βιώματα των ίδιων των παιδιών, που ζουν σε μια λιγότερο αναπτυγμένη, σε σχέση με τις μεγάλες ιταλικές πόλεις, περιοχή, αλλά, και τις απόψεις τους σχετικά με το φαινόμενο της φτώχειας.
Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι τα παιδιά σ’ αυτήν την ηλικία έχουν, πράγματι, αντίληψη του φαινομένου, σε σημείο που η φτώχεια, μέσα από τα παιδικά τους μάτια, απεικονίζεται, συχνά, με την καθ’ εαυτήν σημασία της. Ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί, όταν, διαβάζοντας την έκθεση ενός μαθητή σχετικά με την περιγραφή του χωριού ή της πόλης, που κατοικεί, εντοπίζονται τα παρακάτω σχόλια: «Στο Αρζάνο δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο, είναι όλα παλιά. Δεν υπάρχει πράσινο, δεν υπάρχουνε σιντριβάνια, τα σπίτια πέφτουν σαπισμένα.»
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα, πλην, κωμικοτραγική, καταγραφή προέρχεται από μια έκθεση, που θέμα της έχει την περιγραφή του σπιτιού. Ένα άλλο παιδί απαντά στο θέμα αυτό, αποκαλύπτοντας ότι «Το σπίτι μου είναι σαραβαλιασμένο, τα ταβάνια είναι σαραβαλιασμένα, τα έπιπλα είναι σαραβαλιασμένα, οι καρέκλες σαραβαλιασμένες… Αλλά εμείς ζούμε το ίδιο, γιατί είναι το σπίτι μου και λεφτά δεν υπάρχουνε. Σ’ ένα κρεβάτι κοιμάται όλη η οικογένεια, και δίνουμε κλωτσιές κάτω από τα σεντόνια, και έτσι γελάμε… Εγώ το αγαπάω το σαραβαλιασμένο σπίτι μου, το έχω συμπαθήσει, νιώθω σαραβαλιασμένος και γω!»
Μέσα από την αθωότητα, τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια, που χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία, είναι πιθανό να εντοπιστούν διάφορα προβληματικά σημεία της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, όπως η ελλειμματική θέση στην οποία βρίσκονται τα άτομα χαμηλότερου εισοδήματος ή οι ταξικές ανισότητες, που συνδέονται με αυτήν.
«Στο σπίτι μου, όταν στο Αρζάνο βρέχει, βρέχει ακόμα περισσότερο. Στάζει απ’ όλες τις μεριές, και γω δε μπορώ να διαβάσω: τα βιβλία γίνονται μούσκεμα… Όταν η βροχή έχει τελειώσει όλο το σπίτι μυρίζει μούχλα. Όλη η οικογένεια μυρίζει μούχλα: βρωμάμε νερό… Γι’ αυτό μερικές φορές δε διαβάζω γιατί βρέχει.», αναφέρει με απλότητα ύφους ένα παιδί σε μια έκθεση του δασκάλου του με θέμα τη βροχή.
Όταν τα παιδιά μιλούν…
Πολλοί θα ισχυριστούν πως τα παιδιά δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν, με πληρότητα, το περίπλοκο και δυστυχές φαινόμενο της φτώχειας, ειδικά, όταν τα ίδια δεν πλήττονται άμεσα από αυτό. Ωστόσο, η πολλαπλότητα, που, ενδεχομένως, χαρακτηρίζει το ζήτημα, δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη της ευαισθησίας του παιδιού, μέσω της οποίας αντιλαμβάνεται τη φύση του προβλήματος. «Η πείνα στον κόσμο είναι αρκετή. Υπάρχουνε λαοί που πεθαίνουν από την πείνα. Υπάρχουνε οι μύγες. Οι κροκόδειλοι. Οι αράχνες. Η πείνα. Είναι η Αφρική… Ο κόσμος είναι αηδία, εγώ δε φοβάμαι να το πω, γιατί είμαι ο επιμελητής, και μερικά πράγματα μπορώ να τα λέω.», σχολιάζει με καυστικό τρόπο ένας μαθητής, σε σχέση με την ύπαρξη της πείνας στον κόσμο.
Εκτός, όμως, από την αναγνώριση της φτώχειας και την διάκριση μεταξύ επιβίωσης και άνετης ζωής, τα παιδιά είναι ικανά να γνωρίζουν το τι θα ήταν ιδανικό να γίνει στην κάθε περίπτωση, προτείνοντας ακόμη και λύσεις, προκειμένου να συνδράμουν έναν άπορο, προφέροντας υλική ή συναισθηματική στήριξη και μεταβάλλοντας τους όρους του παιχνιδιού.
Ένα παιδί, μέσα από την απλότητα της σκέψης του, είναι ικανό να εκφράσει μια αλήθεια και να υποδείξει το οφθαλμοφανές σε όσους ενήλικες τείνουν να το ξεχνούν ή να το παραβλέπουν. «Αν εγώ ήμουν δισεκατομμυριούχος θα τα έδινα όλα στους φτωχούς, στους τυφλούς, στον Τρίτο Κόσμο, στα αδέσποτα σκυλιά…», διατυπώνει, με ειλικρινή αυθορμητισμό και ενθουσιασμό, ένας από τους μαθητές του Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα.
Σε καμία περίπτωση, πάντως, τα παιδιά των σύγχρονων κοινωνιών δεν πρέπει να θεωρούνται απλοί και παθητικοί αποδέκτες των όσων λαμβάνουν χώρα, στο σήμερα και στο τώρα, είτε αναγνωρίζοντας τη μειονεκτική θέση ενός ατόμου, είτε βιώνοντας τα ίδια την φτώχεια μέσα στην οικογένεια ή την κοινότητα και διεκδικώντας τις ευκαιρίες τους στη ζωή, τα παιδιά μπορούν να γίνουν σημαντικοί αρωγοί στην προσπάθεια διαχείρισης του φαινομένου, μέσα από το δικό τους λόγο και με τον αποκλειστικά δικό τους τρόπο.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
Η φτώχεια μέσα από τα μάτια των παιδιών- Κοϊντόση Χριστίνα. Δημοσιεύτηκα από: https://socialpolicy.gr/ (Τελευταία προβολή: 4/12/2020)
Οι επιπτώσεις της φτώχειας γενικότερα και στα παιδιά ειδικότερα και πιθανοί τρόποι παρεμβάσεων για την πρόληψη και τη μείωσή της- Έλση Ντολιοπούλου. Δημοσίευση από: https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/hjre/article/viewFile/8849/9071.pdf%20Socialpolicy.gr (Τελευταία προβολή: 4/12/2020)
Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα, Εγώ ελπίζω να τη βολέψω, μτφ: Γιώργος Κασαπίδης, εκδόσεις: «γνώση», 1991