
Επανάχρηση: πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά αυτό το αρχιτεκτονικό μοντέλο; Αν προσπαθήσουμε να αποδομήσουμε σε μία πρώτη φάση το σύνθετο αυτό όρο, θα διαπιστώσουμε από πολύ νωρίς ότι έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση εκ νέου χρήσης. Σε ποια πλαίσια εντάσσεται αυτή η επανάχρηση; Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί και πού αποβλέπει; Από τη στιγμή που ένας χώρος ανακυκλώνεται, συμπαρασύρει όλα εκείνα τα στοιχεία που έμελλε να χαρακτηρίζουν την εκάστοτε αρχιτεκτονική οντότητα. Αν θέλαμε να προσεγγίσουμε με τρόπο σχηματικό ένα κτίριο, θα λέγαμε πως αποτελείται από το εξωτερικό κέλυφος και τον εσωτερικό σκελετό του. Είναι όμως μόνον αυτά τα επιμέρους συστατικά στοιχεία ενός αρχιτεκτονήματος; Για να απαντήσουμε το παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να αποδεσμευτούμε πλήρως από έννοιες όπως αυτή της υλικότητας, και να κατευθυνθούμε νοητικά προς ένα πρίσμα περισσότερο άυλο και αφηρημένο. Η συλλογική μνήμη που εσωκλείεται εντός των τοίχων ενός κτιρίου, η ιστορικότητα και οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που διακρίνουν τα στάδια εξέλιξης αυτού, η αισθητική αξία πίσω από τη σύλληψη και το σχεδιασμό – όλα συγκροτούν μέρη της συνολικής ταυτότητας ενός αρχιτεκτονήματος.

Σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να υιοθετηθεί επιτυχώς το μοντέλο της επανάχρησης; Υπάρχουν άραγε τύποι κτιρίων που ευνοούν αυτή την πρακτική; Αν ναι, τότε ποιοι είναι αυτοί και γιατί κρίνονται καταλληλότεροι; Αυτές είναι μόνο ορισμένες ερωτήσεις που θα έθετε οποιοσδήποτε ερχόταν σε επαφή για πρώτη φορά με το εν λόγω μοντέλο ανακύκλωσης και επανένταξης (από πλευράς λειτουργίας) ενός κτιρίου στον αστικό ιστό.
Αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στα μεγάλα και εμβληματικά μουσεία της πόλης των Αθηνών, στους εναλλακτικούς και πολλά υποσχόμενους χώρους σύγχρονης τέχνης (γκαλερί) και στα πολιτιστικά hot – spots (σημεία ορόσημα) ευρύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι σημαντικό τμήμα αυτών έχει υιοθετήσει το μοντέλο της επανάχρησης. Στην πλειοψηφία τους οι χώροι που έχουν επιλεγεί, φέρουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα ευδιάκριτα με γυμνό μάτι. Επιμήκη παράθυρα (το φυσικό φως εισρέει άπλετο), εντυπωσιακά μεγάλων διαστάσεων ενιαίοι εσωτερικοί χώροι – στοιχείο που επιτρέπει την απροσπέλαστη κίνηση των επισκεπτών, ενώ παράλληλα προσφέρει τον απαραίτητο «αέρα» και χώρο στα εκθέματα προκειμένου να αναδειχθούν – ψηλοτάβανοι χώροι και ένας εσωτερικός σκελετός αποτελούμενος από διακριτά υλικά κατασκευής, όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα. Όλα τα παραπάνω συνιστούν τμήματα της δομής ενός βιομηχανικού κτιρίου. Ιδανική περίπτωση μελέτης συνιστά το Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Με κόστος 1,4 εκατ. ευρώ, ο χώρος αναβαθμίστηκε με σκοπό να επανενταχθεί δυναμικά στον αστικό ιστό, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο ως σύγχρονο κέντρο πολιτισμού, ανοιχτό σε όλους.

Η στιβαρότητα της κατασκευής σε συνάρτηση με το απογυμνωμένο από εικαστικό μαξιμαλισμό εσωτερικό περίβλημα, δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για τη στέγαση – αναγέννηση έργων σύγχρονης τέχνης.

Ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητας ενός κατά τα άλλα άχρωμου και ακαλαίσθητου βιομηχανικού περιβάλλοντος συμπορεύεται με τη διάπλαση ιδεών και εννοιών στα πλαίσια εικαστικών εκθέσεων που αποπειρώνται να προσφέρουν κάτι το διαφορετικό στο φιλοθεάμον κοινό. Ο σύγχρονος άνθρωπος διαποτισμένος από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες τάσεις στο design, τείνει να αναζητά μία αλλοτινή ηρεμία και ισορροπία ανάμεσα στο ψυχρό κι απόκοσμο μπετό και την ελευθερία ευάερων χώρων εργοστασιακού χαρακτήρα.
Το παρελθόν συνδέεται με το παρόν αθόρυβα. Οι πρώην βιομηχανικοί χώροι των πόλεων λειτουργούν ως κυψέλες δημιουργίας, ανάδειξης και προστασίας σύγχρονης τέχνης. Το αισθητικά αποδεκτό πρότυπο του λευκού κύβου (αγγλ. white cube) εγκαταλείπεται. Η τέχνη επαναπροσδιορίζεται εκ των έσω. Ο κατά τα άλλα αποστειρωμένος και οπτικά αδιάφορος λευκός κύβος δίνει τη θέση του σε χώρους με σαφή ιστορική και οικονομική αξία για την εκάστοτε πόλη. Οι σύγχρονοι χώροι πολιτισμού παύουν να συνιστούν ένα περιβάλλον για λίγους – πλέον αποσκοπούν συνειδητά να ενταχθούν δυναμικά στον αστικό ιστό μέσω της επανάχρησης πρώην βιομηχανικών κτιρίων.
Ολοένα περισσότερα μουσεία και γκαλερί στεγάζονται σε πρώην βιομηχανικούς χώρους. Τα αναδιαμορφωμένα αυτά περιβάλλοντα δε συνιστούν μόνο πολιτιστικούς καταλύτες – εν αντιθέσει συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική ανάδειξη της εκάστοτε περιοχής. Η παρουσία hot – spots τέχνης αυτού του χαρακτήρα οδηγεί στη διαμόρφωση ενός νέου, υπό διαμόρφωση κοινωνικο – οικονομικού παλίμψηστου. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του παρελθόντος φιλοδοξούν, διατηρώντας στοχευμένα την αυθεντικότητά τους, να «αγκαλιάσουν» καινοτόμα εγχειρήματα που επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν την πολιτιστική ταυτότητα του άστεως.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα υιοθέτησης και επιτυχούς εφαρμογής του μοντέλου επανάχρησης, συνιστούν δυο από τα μεγαλύτερα και πιο εμβληματικά μουσεία της πόλης των Αθηνών, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) και το Μουσείο Μπενάκη επί της Πειραιώς. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ένα εξωτερικό κέλυφος μεγάλης κλίμακας, το οποίο σχεδιάστηκε με σκοπό να φιλοξενήσει εργασίες βιομηχανικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, στα τέλη του 19ου αιώνα, η ζυθοποιία ΦΙΞ μεταφέρθηκε σε νέα θέση, ανάμεσα στη σημερινή Λεωφόρο Συγγρού και τη Λεωφόρο Καλλιρόης. Στην αδόμητη ακόμη περιοχή, στη δυτική όχθη του Ιλισού ποταμού, κατασκευάστηκε καινούργιο εργοστάσιο. Στα χρόνια που ακολούθησαν το κτίριο υπέστη σταδιακούς μετασχηματισμούς για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες της εταιρείας ΦΙΞ.
Σταθμό στην ιστορία του κτιρίου αποτελεί το έτος 1957. Η οικογένεια Φιξ αποφάσισε να εκσυγχρονίσει το εργοστάσιο και ανέθεσε τον ανασχεδιασμό και την ανάπλαση του κτηρίου στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον Μαργαρίτη Αποστολίδη. Ο Ζενέτος, χωρίς να διακόψει τη λειτουργία του εργοστασίου, ενσωμάτωσε στο νέο σχέδιο τα προϋπάρχοντα κτίσματα και δημιούργησε μια εξωστρεφή, ευέλικτη κατασκευή, ικανή να μεταβάλλεται και να προσαρμόζεται σε μελλοντικές χρήσεις και διαφορετικές συνθήκες.
Το κτίριο πέρασε από πολλές φάσεις, έφτασε να περιέλθει σε αχρηστία και να εγκαταλειφθεί. Το έτος 2002 – χρονιά ορόσημο – το κτίριο αποφασίζεται να αποτελέσει τη μόνιμη στέγη του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Η μακρόχρονη ιστορία του εμβληματικού κτιρίου, συνυφασμένη με την ιστορία της πόλης, των κατοίκων της, των πολλών και διαφορετικών ανθρώπων που συνδέθηκαν μαζί του, είναι πολυδιάστατη ανακαλώντας μνήμες με έντονη φόρτιση. Σήμερα, το κτήριο Φιξ παραμένει φορέας της συλλογικής μνήμης της πόλης, ενώ ταυτόχρονα στεγάζει το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης τέχνης.


Κι από την αθηναϊκή πολιτιστική σκηνή και την οδό Πειραιώς, μεταφερόμαστε στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα μας κατευθύνεται με βήμα γοργό, στην οδό των μεγάλων αντιθέσεων, στην οδό Πολυδεύκους. Ανάμεσα σε στενά που άλλοτε φιλοξενούσαν αποθήκες εργοστασίων και χώρους όπου τελούνταν επισκευές πλοίων, συναντά κανείς σήμερα αίθουσες τέχνης (The Intermission, Carwan Gallery, Rodeo Gallery). Η Τέχνη στην πόλη του Πειραιά φιλοξενείται και ανθεί εντός των πρώην βιομηχανικών χώρων. Στοιχεία μπρουταλισμού και κοινωνικής εξωστρέφειας διακρίνουν τις εναλλακτικές αυτές γκαλερί, όπου το αυστηρό δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» καταστρατηγείται εμφανώς, επιτρέποντας στους διερχόμενους να παρατηρήσουν το περιεχόμενο από τη βιτρίνα.
Το χωρικό συγκείμενο παύει να είναι ενιαίο: στις γκαλερί επί της οδού Πολυδεύκους το παρελθόν συναντά το παρόν διαμορφώνοντας από κοινού το μέλλον – το καλλιτεχνικό μέλλον της πόλης του Πειραιά. Μιας πόλης που υπήρξε πάντοτε συνώνυμη του λιμανιού της, του εμπορίου που διεξαγόταν σ’ αυτό κι ενός χαρακτήρα συνειδητά πιο βιομηχανικού και απρόσωπου. Μέσα σε ψηλοτάβανες πρώην αποθήκες εμπορευμάτων από τα τέλη του 1800 άνθρωποι με όραμα και μεράκι φέρνουν μία νέα πνοή, ταράζοντας τα καλλιτεχνικά στερεότυπα που κυριαρχούσαν ως τότε στο αθηναϊκό προσκήνιο.
Διατηρώντας τα υλικά κατασκευής (χαρακτηριστικά τα παλιά τούβλα που συναντά κανείς στους τοίχους) οι ιδιοκτήτες των τριών γκαλερί επί της οδού Πολυδεύκους αποπειρώνται να δημιουργήσουν έναν ανοιχτό διάλογο με το παρελθόν. Δεν υπάρχει καμιά συνειδητή επιδίωξη απέκδυσης του ήδη υπάρχοντος αρχιτεκτονικού ύφους. Τα έργα σύγχρονης τέχνης που φιλοξενούνται κατά διαστήματα στα πλαίσια περιοδικών εκθέσεων ισορροπούν αριστοτεχνικά μέσα στα «βαριά» κτιριακά σύνολα μιας άλλης περιόδου.
Βασικός στόχος της καλλιτεχνικής αυτής «κολεκτίβας» είναι η ανάδειξη του ευρύτερου οικοδομικού τετραγώνου που για καιρό παρέμενε στην αφάνεια. Καθώς οι εποχές και οι ανάγκες των ανθρώπων μεταβάλλονται με φρενήρεις ρυθμούς, τα κτίρια στέκουν σα συμπαγείς σκελετοί που καλούνται κάθε φορά να στεγάσουν διαφορετικές ιδέες, νέα όνειρα, μοναδικές οντότητες. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι ιδιοκτήτες των γκαλερί αποφάσισαν να μη λειτουργήσουν παρεμβατικά. Αντιθέτως, διατηρώντας αυθεντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως τα ανοίγματα στις επιφάνειες των τοίχων, τους ίδιους τους τοίχους και τη βαριά, ξύλινη οροφή, έδρασαν διορθωτικά μόνο επί του πατώματος (για λόγους ασφαλείας) και στα παλιά παράθυρα αντικαθιστώντας με ανθεκτικά γυάλινα πάνελ. Συνεπώς, η όλη έρευνα εκτυλίσσεται πάνω σε ένα σαφή χρονικό άξονα παρόντος – παρελθόντος επί του οποίου αναδεικνύονται διαφορετικές πτυχές του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι του σύγχρονου Πειραιά.



Το μοντέλο επανάχρησης δεν εφαρμόζεται μόνο όμως σε περιπτώσεις πρώην βιομηχανικών χώρων, ούτε αποσκοπεί πάντοτε στη συγκρότηση ενός νέου περιβάλλοντος που διακρίνεται από μονιμότητα. Η Τέχνη μπορεί να φιλοξενηθεί σε μία ευρεία γκάμα χώρων, ειδικά όταν το ζητούμενο αφορά τη δημιουργία μιας site – specific έκθεσης. Τί συμβαίνει λοιπόν όταν ένα μέχρι πρότινος εγκαταλελειμμένο κτίριο άμεσα συναρτώμενο με τον εγκλεισμό και τις ψυχιατρικές νόσους επαναχρησιμοποιείται στα πλαίσια μιας ιδιότυπης εικαστικής έκθεσης; Ένα από τα μεγαλύτερα – νυν εγκαταλελειμμένα – κτίρια του ευρύτερου συγκροτήματος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (ΨΝΑ – Δαφνί) τέθηκε εκ νέου σε χρήση, με σκοπό να φιλοξενήσει έργα σύγχρονης τέχνης στα πλαίσια μιας σειράς δυο διαδοχικών εκθέσεων, υπό την επιμέλεια του δρ. Κώστα Πράπογλου. Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου ρευστοποιούνται στοχευμένα, το πρώην περιβάλλον εγκλεισμού μεταπλάθεται μέσω επισταμένης έρευνας σε ένα πεδίο ελεύθερης έκφρασης.
Στις περιπτώσεις των εκθέσεων Reality Check και Reality Check Chapter II Inner Sanctum, η έρευνα επικεντρώνεται στην αξιοποίηση ενός ήδη διαμορφωμένου αρχιτεκτονικού ιστού (υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για μία site – specific έκθεση, της οποίας το περιεχόμενο προσαρμόζεται στο ήδη υπάρχον χωρικό πλαίσιο) με σαφή κάτοψη και χαρακτηριστικά. Ο τρόπος με τον οποίο το κτίριο ως δομικός σκελετός οργανώνει το χώρο, επηρεάζει τη συγκρότηση ενός συστήματος σχέσεων, αφενός μεταξύ των εκθεσιακών χώρων (μεμονωμένα δωμάτια: δημιουργείται η αίσθηση ενός κλειστοφοβικού σκηνικού) καθορίζοντας άμεσα τον τρόπο με τον οποίο κινείται και εξερευνά ο επισκέπτης (μορφολογία της κίνησης) και αφετέρου μεταξύ των εκθεμάτων (τα εκθέματα κινούνται ανάμεσα στο τριμερές σχήμα: ευτοπία – ουτοπία – δυστοπία) επιδρώντας στον τρόπο που καταγράφονται νοητικά από το κοινό. Η σκηνογραφική παρουσία των επισκεπτών συνιστά μέρος της συνολικής λειτουργίας της εκθεσιακής ανάδειξης των έργων.

Tίθεται το ζήτημα της επανένταξης ενός κτιρίου που συνιστούσε τμήμα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον. Άραγε πόσο εύκολα αποδεχόμαστε ως κοινό την επανάχρηση ενός χώρου που φέρει ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό πρόσημο; Η ευρύτερη τοποθεσία με το κατάφυτο τοπίο τριγύρω σε συνδυασμό με την ιστορία της οδού (Ιερά Οδός – διασύνδεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια κατά την αρχαιότητα) επί της οποίας εντοπίζεται το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ – Δαφνί), συγκροτούν μία ατμόσφαιρα άκρως μυστικιστική. Ο εκθεσιακός χώρος συναρτάται του περιβάλλοντος. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση, το μοντέλο επανάχρησης δεν έχει ως στόχο τη συγκρότηση ενός μουσειακού χώρου. Η πρακτική της επανάχρησης μολονότι μοιάζει να χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευελιξία, εντούτοις προϋποθέτει σαφή στοχοθεσία και ξεκάθαρα κριτήρια επιλογής χώρου. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι δεν είναι εφικτό να επαναχρησιμοποιηθούν όλοι οι χώροι ανεξαιρέτως. Αν το ζητούμενο ενός εγχειρήματος είναι η δημιουργία ενός μουσείου εθνικής εμβέλειας, οι παράμετροι που θα συνεξεταστούν αυξάνονται κατακόρυφα. Αν πάλι επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε μία εικαστική έκθεση ορισμένου χρόνου, η οποία συν τοις άλλοις ευνοεί την ανάδειξη της φθοράς του χρόνου επί του αρχιτεκτονήματος, τότε το πλαίσιο έρευνας, μελέτης και υλοποίησης προσαρμόζεται αντιστοίχως.


Τελευταίος σταθμός της έρευνας μας: ο ατμοηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στο Νέο Φάληρο. Πρόκειται για το πρώτο, μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στα Βαλκάνια. Στους χώρους του πρώην βιομηχανικού συγκροτήματος φιλοξενείται η έκθεση σύγχρονης τέχνης, This current between us, σε επιμέλεια της Γεωργίας Λιάπη και του Πάνου Γιαννικόπουλου. Τα έργα 42 συνολικά καλλιτεχνών και δημιουργικών ομάδων −τριάντα εκ των οποίων νέες παραγωγές− αποκαλύπτουν αθέατες όψεις του βιομηχανικού αρχιτεκτονικού κατάλοιπου. Φωτογραφίες, βίντεο, γλυπτά και εγκαταστάσεις σε ένα περιβάλλον όπου το παρόν συναντά με τρόπο δημιουργικό το παρελθόν. Ο ατμοηλεκτρικός σταθμός αποκτά ξανά ζωή μέσω μιας site – specific έκθεσης. Σε αυτό το παράδειγμα, το μοντέλο της επανάχρησης στοχεύει τόσο στην ανάδειξη της ιστορικότητας του βιομηχανικού χώρου, όσο και στην ενίσχυση της αισθητικής αξίας σύσσωμης της έκθεσης. Τα στοιχεία που μαρτυρούν την πάλαι ποτέ παρουσία – εργασία ανθρώπων σε συνδυασμό με τις ενδείξεις υλικής φθοράς, προσδίδουν μία ιδιαίτερη ταυτότητα στην εκθεσιακή εμπειρία.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον αγαπητό φίλο και εξαίρετο αρχιτέκτονα, Αντώνη Μότση, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά μέσω του λόγου και έργου του στη συγγραφή του παραπάνω άρθρου. Ο τρόπος με τον οποίον χειρίζεται την πληροφορία στο κείμενο του “Επανάχρηση ανενεργών βιομηχανικών κελυφών. Τα ερείπια της οδού Πειραιώς”, συνιστά έμπνευση και έναυσμα για περαιτέρω έρευνα και αναζήτηση.
Πηγές Άρθρου
Μότσης, Α. (2022). Επανάχρηση ανενεργών βιομηχανικών κελυφών. Τα ερείπια της οδού Πειραιώς. Στο Ι. Σ. Πρόδρομος Νικηφορίδης, Τα κάστρα της βιομηχανίας . Θεσσαλονίκη : IANOS .
Bullen, P. (2011, Ιούλιος). A new future for the past: A model for adaptive reuse decision-making. Built Environment Project and Asset Management, Volume 1, No. 1, σσ. 32-44.
Cizler, J. (2014). The role of creative and civil initiatives in transforming post-industrial landscapes: A case of study of industrial heritage re-use in the Czech Republic. Architecture and Civil Engineering Vol. 12, No 2, σσ. 207-219.
Collins, T. (2000). Interventions in the rust belt: the art and ecology of post-industrial public space. ECUMENE A JOURNAL OF CULTURAL GEOGRAPHIES VOLUME 7, NUMBER 4, σσ. 461-467.
Davis, D. (1990). The Museum Transformed: Design and Culture in the Post-Pompidou Age. Abbeville Press.