
Τί συμβαίνει άραγε όταν ένα μέχρι πρότινος εγκαταλελειμμένο κτίριο άμεσα συναρτώμενο με τον εγκλεισμό και τις ψυχιατρικές νόσους επαναχρησιμοποιείται (η πρακτική της αξιοποίησης κτιρίων που σχεδιάστηκαν για εντελώς διαφορετική αρχική λειτουργία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στις αρχές του 21ου αιώνα) στα πλαίσια μιας ιδιότυπης εικαστικής έκθεσης; Ο δρ. Κώστας Πράπογλου, επιμελητής της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II Inner Sanctum”, φέρνει επιτυχημένα στο προσκήνιο το ζήτημα της ατοπικότητας. Τί συνεπάγεται η επιδίωξη αναίρεσης των ορίων και των συνόρων σε ένα αρχιτεκτονικό οικοσύστημα όπου επίκεντρό του είναι ο άνθρωπος;
Σε ένα από τα μεγαλύτερα – νυν εγκαταλελειμμένα – κτίρια του ευρύτερου συγκροτήματος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (ΨΝΑ – Δαφνί) 36 συνολικά καλλιτέχνες εξερευνούν σε ανοιχτό διάλογο με το κοινό την ανάγκη για ενδοσκόπηση. Ποια πραγματικότητα είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε; Στην έκθεση “Reality Check CHAPTER II” οι έννοιες του χώρου και του χρόνου ρευστοποιούνται στοχευμένα, το πρώην περιβάλλον εγκλεισμού μεταπλάθεται μέσω επισταμένης έρευνας σε ένα πεδίο ελεύθερης έκφρασης.

Στους φθαρμένους από το χρόνο τοίχους αντικατοπτρίζεται ο εσώτερος εαυτός μας. Σε διαδοχικά δωμάτια που θυμίζουν σκηνές από ξεχωριστά έργα, ο επισκέπτης καλείται να διαδραματίσει ταυτόχρονα το ρόλο του ηθοποιού, του σκηνοθέτη και του θεατή. Τρισυπόστατος καθώς φαντάζει ο επισκέπτης βιώνει εσκεμμένα τον έλεο και το φόβο (το αίσθημα του φόβου προκύπτει εν πολλοίς και λόγω της συνειδητοποίησης της πρότερης χρήσης του χώρου ως σημείο εγκλεισμού ψυχιατρικά διαταραγμένων ατόμων) ούτως ώστε να επέλθει η πολυπόθητη αριστοτελική «κάθαρσης» μέσω της επίπονης διεργασίας της εσωτερικής αναζήτησης.
Οι βασικές στοχεύσεις της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II” αισθητοποιούνται κατά κύριο λόγο μέσω της ορθής αξιοποίησης ενός ήδη διαμορφωμένου αρχιτεκτονικού ιστού (υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για μία site-specific έκθεση, της οποίας το περιεχόμενο προσαρμόζεται στο ήδη υπάρχον χωρικό πλαίσιο) με σαφή κάτοψη και χαρακτηριστικά. Ο τρόπος με τον οποίο το κτίριο ως δομικός σκελετός οργανώνει το χώρο, επηρεάζει τη συγκρότηση ενός συστήματος σχέσεων αφενός μεταξύ των εκθεσιακών χώρων (μεμονωμένα δωμάτια: δημιουργείται η αίσθηση ενός κλειστοφοβικού σκηνικού) καθορίζοντας άμεσα τον τρόπο με τον οποίο κινείται και εξερευνά ο επισκέπτης (μορφολογία της κίνησης) και αφετέρου μεταξύ των εκθεμάτων (τα εκθέματα κινούνται ανάμεσα στο τριμερές σχήμα: ευτοπία – ουτοπία – δυστοπία) επιδρώντας στον τρόπο που καταγράφονται νοητικά από το κοινό. Η σκηνογραφική παρουσία των επισκεπτών συνιστά μέρος της συνολικής λειτουργίας της εκθεσιακής ανάδειξης των έργων.

Η αρχιτεκτονική – σκηνογραφική τυπολογία του εκθεσιακού χώρου επαναπροσδιορίζει τη σχέση περιέχοντος και περιεχομένου. Σε ένα οικοδόμημα του οποίου η κάτοψη ομοιάζει εντυπωσιακά με αυτή της Παλαιάς Πινακοθήκης (Alte Pinakothek) του Μονάχου (η Παλαιά Πινακοθήκη χαρακτηρίστηκε από τον κορυφαίο αρχιτέκτονα Nikolaus Bernhard Leon Pevsner ως «το μουσειακό κτίριο του 19ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή από την άποψη της αρχιτεκτονικής») – φέρει δηλαδή το σχήμα I – η ευρύτερη μορφολογία επαναφέρει τα πρότυπα που καθιερώθηκαν κατά το 19ο αιώνα. Η κάτοψη οργανώνεται ως εξής: ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο (κεντρικό τμήμα) το οποίο αριστερά και δεξιά πλαισιώνεται από δυο παραλληλόγραμμα μικρότερου μεγέθους αντιστοίχως. Οι τρεις αυτές πτέρυγες μορφοποιούν τη φαινομενικά γραμμική πορεία που καλείται να ακολουθήσει ο επισκέπτης της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II”.



Σε μία site-specific έκθεση, η έννοια της τυχαιότητας απουσιάζει από το λεξιλόγιο του επιμελητή. Η έμφαση στη σημασία μιας ολιστικής χωρικής εμπειρίας μεταθέτει το βάρος από την επιφανειακή οργάνωση στη συγκρότηση σχέσεων ανατροφοδότησης ανάμεσα στην κίνηση, στη διάταξη των αντικειμένων και στο θεατή ως κοινωνικό ον με έμφυτη την ανάγκη για διάδραση. Στην έκθεση “Reality Check CHAPTER II” το κοινό εμπλέκεται ενεργά, δε στέκει αδρανές, λειτουργώντας ως συν-διαμορφωτής μιας αποκαλυπτικής πράξης που το φέρνει προ εκπλήξεως. Ο επισκέπτης εξερευνεί τα όρια της αντιληπτικότητάς του.

Από τη στείρα ερμηνεία μεταφερόμαστε στο συνολικό βίωμα. Το βίωμα καθορίζεται βάσει τριών ετερογενών αλλά και ταυτόχρονα αλληλοσυναρτώμενων διαστάσεων: της φυσικής (το κτίριο ως χώρος), της προσωπικής (προϋπάρχουσες εμπειρίας και ήδη διαμορφωμένες πεποιθήσεις του επισκέπτη) και της κοινωνικής (συναναστροφή και αλληλεπίδραση με τους λοιπούς επισκέπτες).

Μολονότι ο χώρος διαρθρώνεται γραμμικά με δωμάτια τετράγωνης σχεδόν διατομής που το ένα διαδέχεται το άλλο στα πλαίσια μιας ατέρμονης πορείας, η αφηγηματική δομή της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II” δεν κρίνεται ως αυστηρή. Ο κάθε επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει τη δική του διαδρομή γεγονός που τον καθιστά αυτομάτως ποιητή ενός χρόνου εκ του μηδενός. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος, ο επισκέπτης νοηματοδοτεί την ύπαρξη του στο χώρο όπως αυτός επιθυμεί με απώτερο στόχο την επίτευξη μιας γνωστικής και συναισθηματικής πληρότητας. Η εμπειρία της έκθεσης είναι προπάντων πολυαισθητηριακή.
Σε ένα αρκετά «κλειστό» αρχιτεκτονικό κέλυφος πραγματοποιείται ο πλέον «ανοιχτός» διάλογος. Η πλήρης αυτή αντίστιξη υποβοηθά τη σκηνογραφία της έκθεσης. Σε ευθεία παρομοίωση, ο χώρος με τα πολυάριθμα μικρά δωμάτια και τις άπειρες πιθανές διαδρομές μοιάζει ολοφάνερα με τον ανθρώπινο νου. Τα δωμάτια θυμίζουν τις εκκωφαντικές σκέψεις που κατοικούν μέσα στο μυαλό, οι άπειρες διαδρομές ισοδυναμούν με τις πολλαπλές λύσεις που υπάρχουν αλλά δεν είμαστε σε θέση πάντοτε να εντοπίσουμε. Άραγε πώς ελίσσεται κανείς μέσα σε αυτό το λαβύρινθο; Ποια πορεία πρέπει να ακολουθήσει; Ο επισκέπτης της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II Inner Sanctum” καλείται να αντιδράσει κριτικά απέναντι στα ερεθίσματα που δέχεται.

Επομένως, στα πλαίσια ενός «μη ντετερμινιστικού» (ή “probabilistic”) μοντέλου η κίνηση και η κοινή παρουσία των επισκεπτών στον εκθεσιακό χώρο χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από ένα ποσοστό τυχαιότητας. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης το χώρο δεν είναι προκαθορισμένος, επηρεάζεται δε σε μεγάλο βαθμό από τη ψυχική κατάσταση στην οποία ήδη βρίσκεται το άτομο, τις πρότερες εμπειρίες, το επίπεδο ενσυναίσθησης κ.ά. Η μορφολογία της κίνησης συνεπώς δύναται να επηρεαστεί από χωρικούς παράγοντες αλλά επ ουδενί να τυποποιηθεί.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός συνομιλεί με τον εκθεσιακό στα πλαίσια δημιουργίας ερεθισμάτων και όχι απλής αναπαραγωγής ήδη υπαρχόντων νοημάτων που συνειδητά περιχαρακώνουν τη σκέψη και την κίνηση του επισκέπτη. Πίσω από σκηνογραφικά αφημένες μισάνοιχτες πόρτες, μέσα από εσωτερικά παράθυρα και ακανόνιστα ανοίγματα στους τοίχους, ο θεατής τείνει συνεχώς να ανακαλύπτει, να βιώνει, να κινείται με άξονα το συναίσθημα της περιέργειας. Το μυστήριο που χαρακτηρίζει κάθε πράξη εξερεύνησης ενισχύεται μέσω της ίδιας της θεατρικότητας του χώρου. Το ζήτημα της αθόρυβα οργανωμένης σκηνογραφίας επανέρχεται δυναμικά.

Ηχηρές αντιθέσεις ανάμεσα σε δωμάτια με ανοιχτά παράθυρα από τα οποία εισέρχεται άπλετο φυσικό φως και σε δωμάτια όπου κυριαρχεί το έρεβος, είτε τεχνητά (λ.χ. τοίχοι με επικάλυψη μαύρου χρώματος) είτε φυσικά (λ.χ. απουσία παραθύρων). Το παιχνίδισμα μεταξύ φωτός και σκιάς συνιστά άλλη μία αντίστιξη υποβοηθούμενη από τη μορφολογία του ίδιου του χώρου.

«Το σκιώδες αρχέτυπο αντιπροσωπεύει την σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητάς μας» είχε δηλώσει κάποτε ο Carl Gustav Jung. Άραγε πώς επηρεάζει την εμπειρία ενός επισκέπτη η μεταπήδηση από ένα φωτεινό χώρο σε έναν σκοτεινό; Το φως επιδρά ευεργετικά στη ψυχολογία καθώς καθιστά τα πάντα γύρω μας ορατά (η όραση συνεπάγεται άραγε πλήρη αντίληψη;), παρέχει ικανοποίηση σε έναν από τους βαθύτερους φόβους του σύγχρονου ανθρώπου – το φόβο του ελέγχου. Μήπως όμως η αίσθηση του ελέγχου δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση; Οι έννοιες της αντιληπτικότητας και της ενδοσκόπησης μέσω της αμφισβήτησης όσων ανήκουν στο φάσμα του ορατού, προκύπτουν ως οργανική ανάγκη στον επισκέπτη.

Η αξονική σύνδεση μεταξύ των εκθεσιακών χώρων (δωματίων) εκφράζει από τη μία την ομοιότητα ως προς το κεντρικό θέμα που διαπραγματεύεται η έκθεση “Reality Check CHAPTER II”, επιτείνει από την άλλη την ετερογένεια μεταξύ των τρόπων προσέγγισης του θέματος από τον εκάστοτε καλλιτέχνη. Στοιχεία όπως η πολυφωνία (σύμπραξη 36 καλλιτεχνών), η ποικιλομορφία (36 ετερογενείς καλλιτεχνικές εκφάνσεις), η συμπερίληψη (διττότητα έννοιας: ενσωμάτωση διαφορετικών καλλιτεχνικών αναζητήσεων υπό το πρίσμα ενός κοινού θέματος/εκ νέου ενσωμάτωση ενός πρώην ψυχιατρικού νοσοκομειακού κτιρίου στον αστικό ιστό) και ο εκδημοκρατισμός (η έκθεση “Reality Check CHAPTER II” απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας) συνιστούν τους κατεξοχήν δομικούς άξονες του εκθεσιακού προγράμματος.
*[αξίζει να σημειωθεί ότι οι προαναφερθείσες έννοιες (πολυφωνία, ποικιλομορφία, συμπερίληψη, εκδημοκρατισμός) έχουν άμεση σχέση με το περιεχόμενου του νέου ορισμού του μουσείου, όπως αυτός εγκρίθηκε και υιοθετήθηκε από την Έκτακτη Γενική Συνέλευση του ICOM (International Council of Museums) που έλαβε χώρα στην Πράγα, στις 24 Αυγούστου του 2022]

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πλην της ενσωμάτωσης ετερόκλητων καλλιτεχνικών προσεγγίσεων στα πλαίσια της έκθεσης, τίθεται συνάμα και το ζήτημα της επανένταξης ενός κτιρίου που συνιστούσε τμήμα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον. Άραγε πόσο εύκολα αποδεχόμαστε ως κοινό την επανάχρηση ενός χώρου που φέρει ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό πρόσημο; Η ευρύτερη τοποθεσία με το κατάφυτο τοπίο τριγύρω σε συνδυασμό με την ιστορία της οδού (Ιερά Οδός – διασύνδεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια κατά την αρχαιότητα) επί της οποίας εντοπίζεται το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ – Δαφνί), συγκροτούν μία ατμόσφαιρα άκρως μυστικιστική. Ο εκθεσιακός χώρος συναρτάται του περιβάλλοντος.
Οι έννοιες της ψυχικής ασθένειας και των χώρων που λειτουργούν ως περιβάλλοντα εγκλεισμού, οφείλουν να πάψουν να αποτελούν θέμα – ταμπού για την κοινωνία. Μέσω της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II” ο επισκέπτης έρχεται αντιμέτωπος με στερεοτυπικές αντιλήψεις και κοινωνικές νόρμες βαθιά ριζωμένες στα μύχια του μυαλού. Είναι βέβαιο πως σε πρώτη ανάγνωση ο επισκέπτης θα νιώσει μιας μορφής φόβο κατά την έλευσή του στην ευρύτερη περιοχή του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου. Όμως ακριβώς αυτός ο φόβος είναι που οφείλει να καμφθεί μόλις καταστεί αντιληπτή η φυσικότητα που χαρακτηρίζει τη συνύπαρξη Τέχνης και Ψυχικής Υγείας.
Το στοιχείο της εγκατάλειψης και της συνακόλουθης υλικής φθοράς του κτιρίου επιτείνουν την αίσθηση αγωνίας, η οποία στόχο έχει να πυροδοτήσει ακόμα περισσότερο το ένστικτο της εξερεύνησης. Από την ομολογουμένως τεράστια έλευση του κοινού καθίσταται ευθέως αντιληπτό ότι ο κόσμος είναι θετικά προσκείμενος απέναντι σε μοντέλα επανάχρησης χώρων που κρίνονται ως μη αναμενόμενοι για τη φιλοξενία μιας σύγχρονης εικαστικής έκθεσης. Η ετερογένεια που χαρακτηρίζει την ηλικιακή ταυτότητα του κοινού που επισκέφθηκε την έκθεση παρουσιάζει εξίσου ενδιαφέρον. Έννοιες όπως αυτές της ενσυναίσθησης και της αποδοχής αναδύονται δυναμικά μέσω της έκθεσης “Reality Check CHAPTER II Inner Sanctum”. Τα όρια της Τέχνης και των χώρων κατ’ επέκταση που τη φιλοξενούν ρευστοποιούνται συνειδητά.
Η έκθεση “Reality Check CHAPTER II” μέσα από τη ματιά του επιμελητή της, δρ. Κώστα Πράπογλου και της ευρύτερης ομάδας του artefact-athens (αστικός μη κερδοσκοπικός πολιτιστικός οργανισμός) επαναπροσδιορίζουν την έννοια της σύγχρονης εικαστικής έκθεσης. Έχοντας καινοτόμο όραμα και πίστη στο εγχείρημά τους, δημιούργησαν ένα μοναδικό δείγμα δυο διαδοχικών site – specific εκθέσεων (Reality Check και Reality Check Chapter II Inner Sanctum) όπου η Τέχνη συνομιλεί με τον επισκέπτη στα πλαίσια μιας βαθύτατα επιδραστικής ενδοσκόπησης. Σε ένα χώρο συνώνυμο του εγκλεισμού, όπου τα ίχνη της πρότερης χρήσης είναι ακόμα ορατά, ο επισκέπτης επανεφευρίσκει τον εαυτό του. Έχοντας ως επίκεντρο τον άνθρωπο, η έκθεση θέτει επί τάπητος ζητήματα σχετικά όχι μόνο με τον εκθεσιακό σχεδιασμό και την επιμέλεια αλλά και με βαθύτερες κοινωνικές νόρμες.

Βιβλιογραφικές Αναφορές:
artefact-athens. (2022, Οκτώβριος 28). issuu. Ανάκτηση από reality check chapter II: inner sanctum: https://issuu.com/artefact-athens/docs/reality_check_chapter_ii_inner_sanctum.
Buket Giresum Erdoğan, C. P. (2021, Οκτωβρίου 15). Building Performance Evaluation for Adaptive Reuse: A Multi-Criteria Approach. Civil Engineering and Architecture, Vol. 9, No. 7, σσ. 2427-2440.
Greenhill, E. H. (2005). Museum, Media, Message . New York: ROUTLEDGE.
Hoare, N. (2016). The New Curator. Laurence King Publishing.
Lam, M. C. (2013). Scenography as New Ideology in Contemporary Curating: The Notion of Staging in Exhibitions. GRIN Verlag.
PALLASMAA, J. (2022). ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ, Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ.
Roppola, T. (2012). Designing for the Museum Visitor Experience . United Kingdom : ROUTLEDGE.
ΤΖΩΡΤΖΗ, Κ. (2018). Ο ΧΩΡΟΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ. ΑΘΗΝΑ: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΜΙΛΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ.