Η Υπατία, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια πιθανόν το 370 μ. Χ, κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα. Ο πατέρας της δεν περιόρισε την όρεξη της για μάθηση, την έστειλε για σπουδές στην Αθήνα όπου παρακολούθησε μαθήματα στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και στην Ιταλία.
Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, ανέλαβε την σχολή των Πλατωνιστών. Δίδαξε στην σχολή φιλοσοφία και μαθηματικά και αποτέλεσε πόλο έλξης για τους διανοούμενους της εποχής. Ανάμεσα στους μαθητές της ήταν οι γόνοι των ισχυρότερων οικογενειών της Αλεξάνδρειας, που αργότερα ανέλαβαν εξαιρετικά υψηλά αξιώματα.
Η εποχή που έζησε η Υπατία ήταν ένα μεταίχμιο αλλαγής της Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την Βυζαντινή. Η Υπατία αποτελούσε στην Αλεξάνδρεια εκείνης της εποχής σύμβολο της μάθησης και της επιστήμης, οι οποίες τότε ταυτίζονταν από τους πρώτους Χριστιανούς με την ειδωλολατρία.
Μετά την άνοδο του Κύριλλου στο πατριαρχείο της Αλεξανδρείας το 412, η Υπατία βρέθηκε στο στόχαστρο του πατριάρχη, εξαιτίας της φιλικής σχέσης της με τον έπαρχο της πόλης Ορέστη, που ήταν ειδωλολάτρης. Η φιλόσοφος υπήρξε θύμα των πολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ των δυο ανδρών, καθώς κατηγορήθηκε αβάσιμα από τους Χριστιανούς ότι έστρεφε τον ‘Επαρχο εναντίον των χριστιανών.
Στις 8 Μαρτίου του 415 μ.Χ ομάδα φανατισμένων χριστιανών , που την αποτελούσαν μοναχοί και οπαδοί του Κυρίλλου την απήγαγαν και τη μετέφεραν σε μια εκκλησία, όπου την δολοφόνησαν.Ο φόνος της Υπατίας περιγράφεται από τον ιστορικό Σωκράτη Σχολαστικό ως εξής:
“Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της. Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γινόταν φίλοι. Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν.”
Σύμφωνα με το λεξικό του Σούδα (βυζαντινή εγκυκλοπαίδεια), η Υπατία επιμελήθηκε έργα Γεωμετρίας, Άλγεβρας και Αστρονομίας και ήξερε πώς να κάνει αστρολάβους και υγροσκόπια (έγραψε σχόλια στην Αριθμητική του Διόφαντου του Αλεξανδρέως, στα Κωνικά του Απολλώνιου από την Πέργη, και στον αστρονομικό κανόνα του Πτολεμαίου). Αν και το έργο της χάθηκε, η παράδοση στην οποία εργάστηκε και τα κείμενα που σχολίασε αποδείχτηκε ότι ήταν η ακριβής βάση για το επόμενο βήμα στην ιστορία των μαθηματικών.
Σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ως δάσκαλος και λόγιος, δυστυχώς παρότι η ίδια η Υπατία έγραψε πολλά έργα κανένα από αυτά δεν σώζεται. Μόνο αναφορές υπάρχουν γι’ αυτά. Η φιλοσοφία της, περισσότερο λόγια και επιστημονική αποτέλεσε την πεμπτουσία του Αλεξανδρινού Νεοπλατωνισμού, επίσης η ύπαρξη της Υπατίας είναι σημαντική γιατί αποδεικνύει ότι και οι γυναίκες συμμετείχαν στις κοινωνικές και πνευματικές δραστηριότητες του αρχαίου κόσμου.