Η συνεχώς αυξανόμενη ιατρικοποίηση των ψυχολογικών ή και σωματικών ανθρώπινων αντιδράσεων είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς επιστήμονες του κλάδου και ιδιαίτερα, όταν πρόκειται για τη σύνταξη του DSM. Συγκεκριμένα, η Βρετανική Ψυχολογική Εταιρεία δίνοντας μια απάντηση στον Αμερικάνικο Ψυχιατρικό Σύλλογο σε σχέση με την ανάπτυξη του DSM-5, υπογράμμισε αυτό ακριβώς σχολιάζοντας πως οι πελάτες κι ο γενικός πληθυσμός επηρεάζονται αρνητικά από αυτό. Οι αντιδράσεις αυτές, ακόμη κι αν είναι πράγματι ψυχοφθόρες για εκείνους που τις βιώνουν και χρήζουν βοήθειας, μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν φυσιολογικές ατομικές διαφορές χωρίς να δηλώνουν κάποια ψυχασθένεια.
Η BPS πρότεινε να συμπεριληφθεί ένα προφίλ βαθμολόγησης της σοβαρότητας των διαφόρων συμπτωμάτων κατά τον τελευταίο μήνα. Με αυτόν τον τρόπο θα διευκολύνεται μια ακριβέστερη διάγνωση για τον πελάτη. Επίσης, η Εταιρεία προτείνει μια αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζεται ο ψυχικός πόνος, ξεκινώντας από την αναγνώριση ότι υπάρχει ένας συντριπτικός αριθμός ερευνητικών δεδομένων που υποστηρίζουν ότι ο ψυχικός πόνος βρίσκεται σε ένα συνεχές με τη «φυσιολογική» εμπειρία και ότι ψυχοκοινωνικοί αιτιολογικοί παράγοντες, όπως είναι η φτώχεια, η ανεργία και το τραύμα, είναι οι παράγοντες που έχουν την πιο ισχυρή ερευνητική τεκμηρίωση. Στατιστικές αναλύσεις των προβλημάτων που αναφέρονται από δείγματα του γενικού πληθυσμού δείχνουν ότι αυτά δεν ταιριάζουν απόλυτα με παλαιότερες ή με τις τρέχουσες διαγνωστικές κατηγορίες (Mirowski, 1990. Miroswski & Ross, 2003). Η BPS συστήνει πως θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιούνται ως βασική μονάδα μέτρησης τα συγκεκριμένα προβλήματα (π.χ. το άκουσμα φωνών, τα συναισθήματα άγχους κ.λπ). Αυτό θα ήταν πιο χρήσιμο και για την επιδημιολογία.
Παρότι ορισμένοι άνθρωποι βρίσκουν τη διαγνωστική ταμπέλα βοηθητική, ισχυρίζεται ότι αυτό είναι συνέπεια της γνώσης ότι τα προβλήματά τους αναγνωρίζονται (και με τις δύο έννοιες του όρου), κατανοούνται, επικυρώνονται, εξηγούνται (και μπορούν να εξηγηθούν) και ότι μπορεί να υπάρξει ανακούφιση από αυτά. Οι πελάτες δυστυχώς ανακαλύπτουν συχνά ότι η διάγνωση δεν προσφέρει στην πραγματικότητα αυτό το όφελος. Με δεδομένο ότι, για παράδειγμα, δύο άτομα με διάγνωση «σχιζοφρένειας» ή «διαταραχής της προσωπικότητας» μπορεί να μην έχουν κανένα κοινό σύμπτωμα, είναι δύσκολο να δει κανείς ποιο είναι το όφελος όσον αφορά τη δυνατότητα επικοινωνίας που προσφέρουν οι διαγνώσεις αυτές. Υποστηρίζει ότι η περιγραφή των πραγματικών προβλημάτων του ατόμου θα αρκούσε.
Ο Moncrieff και άλλοι έχουν δείξει ότι οι διαγνωστικές ταμπέλες είναι λιγότερο χρήσιμες για την πρόβλεψη της απόκρισης στη θεραπεία από ό,τι η περιγραφή των προβλημάτων του ατόμου και έτσι οι διαγνώσεις φαίνεται σαφώς να είναι μη-βοηθητικές σε σύγκριση με τις εναλλακτικές που υπάρχουν. Υπάρχουν πολλές ερευνητικές ενδείξεις από ψυχολογικές θεραπείες ότι είναι απολύτως δυνατόν να επικοινωνήσει κανείς τη διατύπωση του προβλήματος (είτε αυτή έχει γίνει με βάση μια θεωρητική σχολή ή είναι πιο συνθετική) σε άλλους επαγγελματίες και στους πελάτες. Με αυτόν τον τρόπο ίσως η παροχή βοήθειας γίνει περισσότερο στοχευμένη στο κάθε πελάτη ξεχωριστά κι όχι σε μια ομάδα ανθρώπων με κοινή διάγνωση.
Πηγές:
Mirowsky, J. (1990). Subjective Boundaries and Combinations in Psychiatric Diagnosis. Journal of Mind and Behavior, 11(3), 407-24.
Mirowsky, J., &. Ross, C. E. (2003). Social Causes of Psychological Distress, 2nd Edition. New Brunswick, N.J.: Aldine Transaction
Moncrieff, J. (2007). The Myth of the Chemical Cure: a critique of psychiatric drug treatment. (1 vols). Palgrave MacMillan: Basingstoke, Hampshire
Moncrieff, J., & Kirsch, I. (2005). Efficacy of antidepressants in adults. British Medical Journal, 331, 155 doi: 10.1136