Δεν υπάρχει ίσως καμία άλλη ανθρώπινη δράση, κανένα άλλο τόλμημα, που να ξεκινάει με τόσες προσδοκίες και ελπίδες και όμως ν΄ αποτυγχάνει τόσο συχνά όσο ο έρωτας. Oι άνθρωποι πιστεύουν πως το ν΄ αγαπάς είναι απλό και ότι το δύσκολο είναι να βρεις το άλλο σου μισό, το σωστό δηλαδή άτομο, για να αγαπήσεις ή να αγαπηθείς από αυτό. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, επιστρατεύουμε κάθε δυνατό μέσο.
Όπως ακριβώς ο φτερωτός θεός Έρως χτυπούσε με τα βέλη του, έτσι και εμείς, οι θνητοί, ανακατεύουμε τη φαρέτρα μας, ψάχνοντας να βρούμε το κατάλληλο «όπλο» για να προσελκύσουμε το αντικείμενο του πόθου μας. Και ενώ ο Έρως χαρακτηρίζεται ανίκητος στην τραγωδία της Αντιγόνης,δεν συμβαίνει δυστυχώς το ίδιο και στους δικούς μας επίγειους έρωτες.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι απ΄ την αρχή θα μπορούσαμε να πούμε ότι η όλη δυσκολία στο κεφάλαιο έρωτας περικλείεται στη φράση: «… θα βρεις και εσύ το άλλο σου μισό και θα ευτυχίσεις». Από μόνη της η έκφραση αυτή, υπονοεί πως ο καθένας από εμάς είναι μισός, «λειψός», σαν οντότητα και ύπαρξη, επομένως οι πιθανότητες ευτυχίας χωρίς το άλλο μας μισό, μειώνονται σημαντικά.
Λαμβάνουμε λοιπόν ασυνείδητα, το μήνυμα της προσωπικής μας ανεπάρκειας και έτσι η ευθύνη για τον έρωτα και συνάμα για την ευτυχία μας φεύγει από εμάς και μετατίθεται στον σημαντικό άλλο/άλλη που θα έρθει στη ζωή μας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα συχνά ο/η σύντροφος να εξιδανικεύεται σχεδόν από την αρχή καθώς προβάλουμε σε αυτόν μια σειρά από δικά μας όνειρα, φιλοδοξίες, φόβους και ανησυχίες τις οποίες μέχρι τότε δεν είχαμε τολμήσει ή δεν είχαμε καταφέρει να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε μόνοι μας. Έρχεται λοιπόν στη ζωή μας, το άλλο μας μισό και ως δια μαγείας του έρωτα και της αγάπης του/της για εμάς θα μας «σώσει» και θα μας χαρίσει την ευτυχία που υπόσχεται ο έρωτας.
Ωστόσο, έχοντας παραμείνει πραγματικά μη ολοκληρωμένοι σαν προσωπικότητες με τον καιρό ο έρωτας αρχίζει να χάνει το συναρπαστικό του χαρακτήρα, το όνειρο της ευτυχίας απομακρύνεται και τη θέση του παίρνει ο ανταγωνισμός, οι απογοητεύσεις και η αμοιβαία ανία που δυστυχώς σκοτώνει οτιδήποτε έχει μείνει από τον αρχικό ενθουσιασμό. Απογοητευμένοι λοιπόν οι άνθρωποι χωρίζουν και επανέρχονται στο ίδιο σημείο εκκίνησης ξανά και ξανά αρκετές φορές στη ζωή τους αποφασισμένοι να βρουν το άλλο μισό της ευτυχίας τους. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Συχνά, εκλαμβάνουμε την αρχική «τρέλα» του έρωτα, αυτό το μοναδικό συναίσθημα που κατακλύζει κάθε κομμάτι του εαυτού μας, ως απόδειξη της αμφότερης δυνατής αγάπης που έχουμε οι σύντροφοι μεταξύ μας. Στην πραγματικότητα ωστόσο, όλες αυτές οι έντονες εκδηλώσεις δεν αποδεικνύουν δυστυχώς τίποτα παραπάνω, παρά μόνο το βαθμό της μοναξιάς που συχνά νιώθουμε οι άνθρωποι. Και αν δεχτούμε πως η μοναξιά είναι το συναίσθημα της μη αποδοχής, κυρίως από τους «σημαντικούς» άλλους, στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθεται το ερώτημα κατά πόσο αποδεχόμαστε και αγαπάμε εμείς τον εαυτό μας σαν σύνολο;
Η ικανότητα να αγαπάμε θεωρείται από πολλούς, ως μια έμφυτη ανθρώπινη δεξιότητα η οποία αποκτάται καθώς μεγαλώνουμε. Ωστόσο, στην πράξη, φαίνεται πως το ν΄ αγαπάς, είναι μια «τέχνη» και σαν τέχνη χρειάζεται εξάσκηση τόσο θεωρητική, όσο και πρακτική που θα πρέπει να ξεκινάει από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Οι έρευνες πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις δείχνουν πως η αγάπη για τους άλλους και η αγάπη για τον εαυτό μας δεν είναι δυο πράγματα που αποκλείουν το ένα το άλλο. Αν ένας άνθρωπος είναι ικανός να αγαπά δημιουργικά, τότε εκτός από τους άλλους αγαπά πρωτίστως τον εαυτό του σαν ολότητα. Αν μπορεί ν΄ αγαπήσει μόνο τους άλλους, δεν αγαπά καθόλου.
Στο κομβικό, λοιπόν, σημείο της επανεκκίνησης μας, αναζητώντας το άλλο μας μισό, χρειάζεται να πάμε ένα βήμα πίσω και να στρέψουμε την προσοχή μας αρχικά σε εμάς τους ίδιους, στις ανάγκες μας, στις επιθυμίες μας, στους φόβους μας και τις ανασφάλειες μας, στα όνειρα μας. Μ΄ άλλα λόγια να στραφούμε στον εαυτό μας και να αναλογιστούμε αν τον αγαπάμε σαν ολότητα, αν τον φροντίζουμε ή αν αντίθετα έχουμε εγκαταλείψει κομμάτια του περιμένοντας κάποιος άλλος να τα ανακαλύψει και να τα φροντίσει για εμάς.
Σε κάθε καινούργια σχέση καλούμαστε να ξανασυναντήσουμε τους «δαίμονές» μας. Αναβιώνουμε τους φόβους, τις ανησυχίες και τις απογοητεύσεις μας. Μέσα από κάθε έρωτα ζητάμε αναγνώριση, αναγνώριση της ύπαρξής μας, σαν σύνολο, των ικανοτήτων και των αδυναμιών μας.
Η συμφιλίωση με τους «δαίμονες» μας και ο έρωτας με τον σημαντικό άλλο/άλλη παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις όταν πιστέψουμε πως το άλλο μας μισό δεν βρίσκεται έξω από εμάς. Όταν πιστέψουμε πως δεν είμαστε ένας ακόμα τραγικός ήρωας που ζει στην πλάνη μιας ευτυχίας που βρίσκεται έξω από αυτόν. Όταν θα καταφέρουμε να συνδημιουργήσουμε με τον/την σύντροφο μας μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούμε να συμπορευτούμε σαν δυο ολόκληρα και όχι σαν δύο μισά, μέσα στον έρωτα μας. Και αν τελικά δεχτούμε πως ο «έρως ανικάτε μάχαν», ίσως η πρώτη «μάχη» που χρειάζεται να κερδίσουμε είναι η μάχη με τον ίδιο μας τον εαυτό.