Πόσο διαφέρουν στ’ αλήθεια η Μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας και η Διπολική διαταραχή; Στον κλάδο της ψυχικής υγείας, αυτό το ερώτημα έχει υπάρξει αφορμή για πολλές έρευνες. Στην πραγματικότητα, οι δύο αυτές διαταραχές παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία. Μέχρι και η ονομασία τους εκφράζει σχεδόν την ίδια σημασία. Παρά τα κοινά τους, όμως, σημεία, το DSM τις διαχωρίζει κατατάσσοντας την πρώτη ως διαταραχή προσωπικότητας και τη δεύτερη ως διαταραχή της διάθεσης.
Όσον αφορά τις Διπολικές διαταραχές, τα συμπτώματα είναι πιο γνωστά σε σχέση με αυτά της ΜΔΠ. Υπάρχουν συγκεκριμένα επεισόδια μανίας και κατάθλιψης, άλλοτε συγχρόνως κι άλλοτε διαδοχικά που διαρκούν από 2 εβδομάδες μέχρι και 6 μήνες. Συνήθως, εμφανίζεται μετά τα 18 έτη και συχνότερα στους ενήλικες. Πολλές φορές, κατά τη διάρκεια κάποιου επεισοδίου, μπορεί κανείς να διασπαστεί από την πραγματικότητα και να καταλήξει σε ψυχωτικό επεισόδιο, το οποίο είναι πολύ συχνό. Εκτός αυτού, ιδιαίτερα στις Διπολικές διαταραχές, είναι πολύ έντονες οι αυτοκτονικές σκέψεις και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Τα ποσοστά αυτοκτονιών είναι ιδιαίτερα υψηλά, όπως και οι αυτοτραυματισμοί. Τα άτομα με αυτού του τύπου τις διαταραχές βιώνουν πολύ έντονες συναισθηματικές καταστάσεις, τις οποίες συχνά αδυνατούν να διαχειριστούν. Οι εθισμοί, οι καταχρήσεις και οι επικίνδυνες και ακραίες συμπεριφορές είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που αποτελούν συμπτώματα της διαταραχής. Ως εκ τούτου, είναι αυτές οι συμπεριφορές που τους κάνουν να φέρονται αλλοπρόσαλλα στους δικούς τους ανθρώπους (αλλά και προς τον εαυτό τους) με αποτέλεσμα να αποξενώνονται συνήθως από εκείνους. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι λόγω της συναισθηματικής ευαισθησίας τους νιώθουν συνεχώς ευάλωτοι και ανίκανοι να εμπιστευτούν είτε τους άλλους είτε τον εαυτό τους.
Από την άλλη, τα κεντρικά χαρακτηριστικά της μεταιχμιακής διαταραχής είναι η παρορμητικότητα και η αστάθεια στις σχέσεις και στη διάθεση. Η στάση και τα συναισθήματα του ατόμου προς τους άλλους μπορεί να αλλάξουν απότομα και αδικαιολόγητα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τα συναισθήματα είναι έντονα, απρόβλεπτα και μπορεί να παρουσιάζουν ξαφνικές μεταβολές, κυρίως ανάμεσα στην ενθουσιώδη εξιδανίκευση και στο θυμό που συνοδεύεται από περιφρόνηση. Η απρόβλεπτη, παρορμητική και δυνητικά αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μπορεί να εκφράζεται μέσω της ενασχόλησης με τυχερά παιχνίδια, το αλόγιστο ξόδεμα χρημάτων, την αχαλίνωτη σεξουαλική δραστηριότητα, την κατάχρηση ουσιών και τα επεισόδια υπερφαγίας. Τα άτομα με ΜΔΠ συχνά δεν έχουν σαφή και συνεκτική αίσθηση εαυτού. Επιπλέον, ορισμένες φορές βιώνουν σημαντικές μεταβολές σε πολύ βασικές πτυχές της ταυτότητας τους, όπως είναι οι αξίες, πίστη τους, οι επαγγελματικές επιλογές τους και τα άτομα στα οποία είναι αφοσιωμένα. Τα άτομα αυτά δεν αντέχουν να είναι μόνα, φοβούνται την εγκατάλειψη, απαιτούν την προσοχή και βιώνουν χρόνια αισθήματα κατάθλιψης και κενού. Σε συνθήκες στρες μπορεί να βιώσουν παροδικά ψυχωτικά και διασχιστικά συμπτώματα. Εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία και στις αρχές της ενήλικης ζωής. Ένα σημαντικό σημείο της ΜΔΠ είναι η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, όπως είναι πολύ συχνά οι συμπεριφορές αυτοακρωτηριασμού.
Αιτιολογία:
Νευροβιολογικοί παράγοντες-> Υπάρχει ισχυρός βαθμός κληρονομικότητας, πάνω από το 60% της διακύμανσης που παρατηρείται στη συμπεριφορά οφείλεται στα γονίδια. Η παρορμητικότητα και η συναισθηματική απορύθμιση συνδέονται με ελλείμματα στην ευαισθησία των υποδοχέων της σεροτονίνης. Μάλιστα, πολλοί ασθενείς με ΜΔΠ έχουν επιδείξει χαμηλή επίδοση σε νευρολογικές δοκιμασίες της λειτουργίας του μετωπιαίου λοβού. Τέλος, ο βαθμός ενεργοποίησης της αμυγδαλής φαίνεται να σχετίζεται με αρκετές διαταραχές στις οποίες εμπλέκονται τα συναισθήματα, όπως είναι οι διαταραχές της διάθεσης και στη ΜΔΠ.
Κοινωνικοί Παράγοντες-> Συχνό φαινόμενο στους ασθενείς με ΜΔΠ είναι το ότι από μικρή ηλικία βίωσαν αποχωρισμό από τους γονείς τους, καθώς και λεκτική και συναισθηματική κακοποίηση. Σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να έχει υπάρξει σεξουαλική κακοποίηση από γονέα, όπου το παιδί βιώνει την απογοήτευση από ένα γονέα που δηλώνει πως το αγαπά ενώ στην πραγματικότητα το πληγώνει.
Τα άτομα με ΜΔΠ έχουν αδύναμο Εγώ και χρειάζονται συνεχή επιβεβαίωση, διατηρούν την ικανότητα τους για επαφή με την πραγματικότητα, όμως, διχοτομούν τα αντικείμενα σε απολύτως καλά ή κακά και αδυνατούν να απαρτιώσουν σε ένα σύνολο τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία των άλλων ή του εαυτού τους. Διαχειρίζονται, επομένως, τον κόσμο με όρους άσπρου-μαύρου.
Έπειτα από τα παραπάνω στοιχεία, και μέσω της κριτικής σκέψης του καθενός, μπορεί κανείς να σχηματίσει κάποια άποψη ως προς το αν χρειάζεται να διαχωρίζονται οι δύο συγκεκριμένες διαταραχές. Τα κοινά τους σημεία είναι σχεδόν όλα τους τα συμπτώματα. Κι όμως, για να διαγνωστεί κανείς με μία από τις δύο διαταραχές δε χρειάζεται να παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα παρά μόνο τα βασικότερα. Συνεπώς, μήπως πρόκειται για την ίδια διαταραχή με ένα ευρύτερο όμως κατάλογο συμπτωμάτων; Εάν σκεφτόμασταν περισσότερο με αυτόν τον τρόπο, ίσως να εσυρρικνήτο το DSM κι ίσως και να δινόταν περισσότερη σημασία έτσι στην αντιμετώπιση κι όχι τόσο στη διάγνωση των ψυχικών διαταραχών. Στο τέλος, σκοπός του ειδικού δεν είναι να καταλήξει στη σωστότερη ανάμεσα στις τόσες διαταραχή, αλλά να βοηθήσει αποτελεσματικά τον άνθρωπο που έχει αναλάβει, δίχως να τον συγχύζει με ανούσιες ορολογίες.
Πηγή:
Davinson, G.C., Johnson, S.L., Kring, A.M., Neale, J.M. (2010). Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.