Οι διαταραχές του ύπνου μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες. Η αϋπνία περιλαμβάνει τις διαταραχές εκείνες που σχετίζονται με τη δυσκολία στην έναρξη ή τη διατήρηση του ύπνου. Η υπερυπνία αφορά σε διαταραχές που σχετίζονται με υπερβολικό ύπνο και υπνηλία. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει διαταραχές που παρατηρούνται στον ύπνο REM (Pinel, 2011).
Η ναρκοληψία είναι μια διαταραχή υπερυπνίας και έχει μελετηθεί σε εκτενή βαθμό. Αφορά 1 στα 1000 άτομα, ενώ το ποσοστό των πιο ήπιων περιπτώσεων, που δεν αναγνωρίζονται ως ναρκοληπτικές, είναι πολύ μεγαλύτερο. Η ναρκοληψία είναι μια εξουθενωτική διαταραχή και δυνητικά πολύ επικίνδυνη (Atkison et al., 2003. Pinel, 2011).
Συμπτωματολογία
Το άτομο που πάσχει από ναρκοληψία βιώνει έντονες κρίσεις υπνηλίας καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Μικρά επεισόδια ύπνου εμφανίζονται επίσης. Συνήθως διαρκούν 10 με 15 λεπτά, μπορούν όμως να φτάσουν και τη μισή ώρα. Κάποιες φορές τα ναρκοληπτικά επεισόδια κρατούν μόνο μερικά δευτερόλεπτα.
Τα άτομα με ναρκοληψία δεν χρειάζεται να είναι κουρασμένα ή να βρεθούν σε καταστάσεις με υπναγωγικές ιδιότητες, π.χ. παρακολούθηση τηλεόρασης (βλ. εικόνα), για να αποκοιμηθούν. Τα ναρκοληπτικά επεισόδια μπορούν να εμφανιστούν οποιαδήποτε στιγμή, καθώς το άτομο οδηγεί, την ώρα του φαγητού, την ώρα που συζητά με κάποιον ή την ώρα του σεξ (Atkison et al., 2003. Kolb & Whishaw, 2011. Pinel, 2011).
Τα άτομα με ναρκοληψία βιώνουν επίσης καταστάσεις καταπληξίας. Η καταπληξία είναι η απώλεια του μυϊκού τόνου κατά την εγρήγορση και διαφέρει σε ένταση. Σε μεγάλο βαθμό το άτομο πέφτει στο έδαφος και παραμένει εκεί για μερικά λεπτά. Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί πλήρως τις αισθήσεις του. Συχνά, πριν από την καταπληξία, έχει προηγηθεί μια κατάσταση συγκίνησης ή γέλιου (Atkison et al., 2003. Pinel, 2011).
Κάποια άλλα συμπτώματα διαταραγμένου ύπνου που ενδέχεται να βιώνουν άτομα με ναρκοληψία είναι τα παρακάτω. Σημειώνεται πως τα συγκεκριμένα συμπτώματα συναντώνται και σε ανθρώπους που δεν πάσχουν από διαταραχές του ύπνου. Οι εμπειρίες αυτές είναι για πολλούς τρομακτικές.
- Υπνική παράλυση. Η αδυναμία οποιασδήποτε κίνησης όταν το άτομο πέφτει να κοιμηθεί ή ξυπνά από τον ύπνο
- Υπναγωγικές ψευδαισθήσεις. Εικόνες ονείρων, όπως πλάσματα της φαντασίας ή φωνές, που εμφανίζονται όμως σε κατάσταση αγρυπνίας

Η καταπληξία, η παράλυση και οι ψευδαισθήσεις είναι συμπτώματα του ύπνου REM. Ο ύπνος REM είναι ένα στάδιο που χαρακτηρίζει τον ύπνο όλων των ανθρώπων. Οι ναρκοληπτικοί όμως βιώνουν έντονη παρεμβολή επεισοδίων REM κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η ναρκοληψία, επομένως, μπορεί να καταταχθεί και στις διαταραχές που σχετίζονται με τον ύπνο REM.
Πιθανή αιτιολογία
Η ναρκοληψία είναι εν μέρει γενετική. Αυτό το εύρημα προκύπτει από το γεγονός ότι εμφανίζεται σε οικογένειες. Μπορεί να οφείλεται σε μειωμένα επίπεδα ορεξίνης. Η ορεξίνη συντίθεται στον πρόσθιο υποθάλαμο και οι νευρώνες της συνδέονται με τον δικτυωτό σχηματισμό, ενώ παράλληλα προβάλλουν σε όλο τον εγκέφαλο. Ο υποθάλαμος και ο δικτυωτός σχηματισμός είναι εγκεφαλικές περιοχές που ρυθμίζουν τον κύκλο εγρήγορσης-ύπνου. Λόγω των μειωμένων επιπέδων ορεξίνης, η κατάσταση της εγρήγορσης δεν ενισχύεται. Περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν εξίσου την εμφάνιση ναρκοληψίας (Atkison et al., 2003. Pinel, 2011).
Αντιμετώπιση
Παλαιότερα η ναρκοληψία προσπαθούσε να αντιμετωπιστεί με ψυχοδιεργετικά φάρμακα, όπως η αμφεταμίνη. Καθώς όμως οι ουσίες αυτές είναι εθιστικές και προκαλούν παρενέργειες, εγκαταλείφθηκαν για τη θεραπεία της.
Η κατάσταση του ναρκοληπτικού ατόμου μπορεί να βελτιωθεί αν ακολουθήσει ένα σταθερό πρόγραμμα βραδινού ύπνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις χορηγούνται αντικαταθλιπτικά (SSRIs) για την αντιμετώπιση της καταπληξίας. Σε κάθε περίπτωση, η επίσκεψη σε έναν ειδικό κρίνεται απαραίτητη. Πέρα από τη γενικότερη δυσλειτουργία που προκαλεί στη ζωή του ατόμου, τα ναρκοληπτικά επεισόδια μπορούν να λάβουν μέρος οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, εκθέτοντας έτσι το άτομο σε κίνδυνο (Pinel, 2011).
Σημείωση: Το παρόν άρθρο δεν συνιστά εργαλείο διάγνωσης.
Βιβλιογραφία:
Atkison R.L., Atkison, R.C., Smith, E.E., Bem, D.J., & Hoeksema, S.N. (2003). Εισαγωγή στην ψυχολογία του Hilgard. Αθήνα: Παπαζήσης.
Kolb, B., & Whishaw, I. Q. (2011). Εγκέφαλος και Συμπεριφορά. Αθήνα: Πασχαλίδης.
Pinel, J.P.J. (2011). ΒΙΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Αθήνα: Ίων/εκδόσεις έλλην.