- Πόσο εύκολο είναι άραγε να χαρακτηρίσουμε ένα παιδί που δεν τα καταφέρνει καλά στο σχολείο αποτυχημένο ή τεμπέλικο;
- Πόσο καταστροφική μοιάζει για κάποιους η προοπτική των χαμηλών σχολικών επιδόσεων;
- Γιατί δεν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι κρύβεται πίσω από αυτή, αλλά βιαζόμαστε να αποδώσουμε χαρακτηρισμούς που σίγουρα δεν βοηθούν και συνήθως φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα;
Ας μιλήσουμε για τη σχολική αποτυχία. Ας προσπαθήσουμε να ρίξουμε μια ματιά στις αιτίες που μπορεί να προκαλούν και να συντηρούν το πρόβλημα. Παρατηρώντας από μια άλλη οπτική, απαλλαγμένη από βεβιασμένους χαρακτηρισμούς, υποτίμηση και αρνητισμό. Συνοπτικά, ορίζεται ως η αδυναμία ενός παιδιού να ανταποκρίνεται επαρκώς στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις του σχολείου, αν και το «επαρκώς» μπορεί να γίνεται αντιληπτό με πολλούς διαφορετικούς τρόπους για κάθε άνθρωπο. Εκφράζεται είτε με πολύ χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα, είτε με προβλήματα συμπεριφοράς που δυσχεραίνουν τη φοίτηση, ή ακόμα και με συνδυασμό των παραπάνω. Ως όρος αυτός καθαυτός η «σχολική αποτυχία» φέρει ένα στίγμα, η λέξη «αποτυχία» δεν περικλείει τίποτα το θετικό. Ωστόσο, συνιστά ένα υπαρκτό πρόβλημα και σύνθετο, τόσο ως προς τις αιτιολογικές παραμέτρους του, όσο και ως προς τις πολλαπλές επιπτώσεις του στη ζωή του παιδιού και γενικότερα. Λόγω της προκατάληψης που συνοδεύει το πρόβλημα, θα ήταν ωφέλιμο να μάθουμε περισσότερα για τους αιτιολογικούς παράγοντες που το προκαλούν, εστιάζοντας στους βασικότερους από αυτούς.
- Μαθησιακές διαταραχές:
Πρόκειται για δυσκολίες που αφορούν μία ή περισσότερες από τις βασικές διαδικασίες που συμμετέχουν στη χρήση του γραπτού ή του προφορικού λόγου. Δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αντιληπτικής διαταραχής και δεν σχετίζονται με τη νοημοσύνη του ατόμου. Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται στην προσχολική ηλικία με τη μορφή διαταραχών στο λόγο και τα επόμενα χρόνια συντηρούνται με διάφορες παραλλαγές. Βέβαια, δεν γίνονται συνήθως αντιληπτές από το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού κατά τα προσχολικά έτη, παρά μόνο όταν το παιδί ξεκινήσει το σχολείο όπου και αρχίζουν να γίνονται πιο εμφανείς σε πρακτικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για δυσκολίες στην γραφή, την ανάγνωση, την ορθογραφία. Ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα συναντήσει ορισμένα προβλήματα κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών αλλά και είναι αρκετά πιθανό να αντιμετωπίσει και συναισθηματικές δυσκολίες κατά την προσπάθεια διαχείρισης αυτών.
- Προβλήματα συμπεριφοράς:
Συχνά, οι μαθησιακές δυσκολίες σε ένα παιδί συνοδεύονται και από άλλα προβλήματα ψυχοπαθολογικής φύσεως, όπως για παράδειγμα εναντιωματική συμπεριφορά, επιθετικότητα, διαταραχή συμπεριφοράς κ.ο.κ. Αυτό σαφώς λειτουργεί ανασταλτικά για την πρόοδο του παιδιού στο σχολείο και την επίδοσή του. Δεν είναι βέβαια απαραίτητη η ύπαρξη μαθησιακών προβλημάτων για την ανάπτυξη συμπεριφορικών δυσκολιών. Οι τελευταίες, όταν ενυπάρχουν στο παιδί είναι επαρκής προϋπόθεση για πιθανή εκδήλωση προβλημάτων στο σχολείο. Το παιδί που χαρακτηρίζεται από έντονα επιθετική και εναντιωματική προσωπικότητα συχνά εμφανίζει ανυπακοή σε κανόνες, ξεσπάσματα θυμού, μη συμμόρφωση σε απαγορεύσεις και προτροπές ή ακόμα και παραβατική συμπεριφορά (π.χ. βανδαλισμούς). Κατά συνέπεια είναι αδύνατο να μην αντιμετωπίσει προβλήματα στο σχολικό περιβάλλον – όχι μόνο πτώση στην επίδοση αλλά και σε σχέση με τα άτομα που απαρτίζουν την σχολική κοινότητα, δασκάλους και συμμαθητές.
- Διαπροσωπικό περιβάλλον:
Όπως είναι ευρέως γνωστό, το στενό οικογενειακό περιβάλλον ενός παιδιού παίζει άκρως σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του και στη διαμόρφωση των στοιχείων της προσωπικότητάς του. Οι αξίες, οι αντιλήψεις και η συμπεριφορά των γονέων, οι συνθήκες ανατροφής και διαβίωσης του παιδιού, οι πεποιθήσεις σχετικά με τη μάθηση και οι διαθέσιμες ευκαιρίες γι’ αυτή, δρουν αλληλεπιδραστικά γαλουχώντας το νεαρό άτομο. Το σχολικό περιβάλλον, είναι το πρώτο πλαίσιο που ένα παιδί καλείται να συμβιώσει με άτομα που δεν γνωρίζει εξαρχής και που διέπεται από συγκεκριμένους – και συχνά αυστηρούς – κανόνες. Κατά συνέπεια, έρχεται αντιμέτωπο με την επιτακτική ανάγκη διατήρησής τους. Εάν το παιδί προέρχεται από ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον είναι αναμενόμενο πως δε θα καταφέρει – τουλάχιστον όχι με ευκολία – να προσαρμοστεί ομαλά στις απαιτήσεις της σχολικής κοινότητας, τόσο σε συμπεριφορικό όσο και σε εκπαιδευτικό επίπεδο. Όταν αναφερόμαστε σε εφήβους, καθοριστικό ρόλο στη σχολική πρόοδο και επίδοση παίζουν οι παρέες των συνομηλίκων. Καθώς η συγκεκριμένη αναπτυξιακή φάση χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, συναισθηματική αστάθεια και ανάγκη για αποδοχή, οι έφηβοι είναι εύκολα επιρρεπείς και σε αρνητικά παραδείγματα συμπεριφορών, τα οποία μιμούνται με στόχο να είναι αρεστοί και έχουν ως αποτέλεσμα την έκπτωση της λειτουργικότητάς τους στο σχολείο.
Πώς μπορούν οι γονείς να προσεγγίσουν ένα παιδί που δυσκολεύεται στο σχολείο;
Είναι αναγκαίο οι γονείς να κατανοήσουν όσο νωρίτερα γίνεται τους αιτιολογικούς παράγοντες που οδηγούν ένα παιδί σε δυσκολίες και σχολική «αποτυχία», ώστε να μπορέσουν να αναζητήσουν τις κατάλληλες πηγές βοήθειας. Συνοπτικά, είναι πολύ σημαντικό να είναι υποστηρικτικοί και ενθαρρυντικοί απέναντι στο παιδί, να μην λειτουργούν επικριτικά, και αποτρεπτικά αλλά να εστιάζουν στις ικανότητες του παιδιού και στη διάθεση του να προσπαθεί. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος τους, δηλαδή να ενισχύουν την όρεξη για προσπάθεια, μετριάζοντας τις απαιτήσεις τους. Είναι καλό να γίνεται κατανοητό ότι η ομαλή προσαρμογή στο σχολικό περιβάλλον και οι δεξιότητες προσαρμογής του παιδιού γενικότερα έχουν βαρύνουσα σημασία συγκριτικά με τις επιδόσεις στη βαθμολογική κλίμακα. Τα ενδιαφέροντα του παιδιού, τα ταλέντα και οι κλίσεις του, όπως επίσης και τα συναισθήματά του σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν και να γίνονται προτεραιότητα των γονέων, ώστε να παρέχεται στο παιδί το καλύτερο δυνατό περιβάλλον για να εξελιχθεί και να ανθίσουν οι δυνατότητές του.