Εβδομάδα αφιερωμένη στο θηλασμό η προηγούμενη. Ένα «άθλημα», ή καλύτερα μια τέχνη, όπως μου επισήμανε μια διαδικτυακή φίλη, που οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες έχουν μάλλον ξεχάσει πώς γίνεται, μιας που, ενώ οι περισσότερες εγκυμονούσες εκδηλώνουν πρόθεση να θηλάσουν το παιδί τους σε ποσοστό που προσεγγίζει το 90%, μόλις ένα 20% είναι εκείνο που θα καταφέρει να θηλάσει. Το ποσοστό μειώνεται κάτω του 10% μετά το πρώτο εξάμηνο, και σχεδόν μηδενίζεται όταν συζητάμε για θηλασμό νηπίου. Οι λόγοι πολλοί και ποίκιλλοι…
Η μητέρα καλείται να επιτελέσει ένα δύσκολο έργο, αφού ο θηλασμός στην αρχή μπορεί να είναι επώδυνος και κουραστικός, ώσπου να εδραιωθεί η γαλουχία. Η στήριξη από το οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον, καθώς και από τους επαγγελματίες υγείας (παιδίατρος, γυναικολόγος κλπ) είναι απαραίτητη, ώστε η γυναίκα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο νέο της ρόλο. Πολλές φορές , δυστυχώς, δε βρίσκει καμία στήριξη, και αυτός είναι ο πιο συχνός λόγος που οι γυναίκες παραιτούνται από τον θηλασμό, στερώντας έτσι ένα σπάνιο δώρο από τον εαυτό τους και το παιδί τους. Η πιο συνηθισμένη απάντηση στο ερώτημα : «γιατί κλαίει το μωρό», είναι: «δεν χορταίνει με το γάλα σου, δώσε ξένο», αγνοώντας το γεγονός πως είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις η γυναίκα να μην μπορεί να θηλάσει. Άλλες συστάσεις όπως :«δώσε του πιπίλα»,«θήλαζε με ωράριο», «έχεις πολύ γάλα και θα παχύνει», «θα το κακομάθεις κάθε τρεις και λίγο στο στήθος», μειώνουν δραστικά τις πιθανότητες για αποκλειστικό θηλασμό.
Όταν η στήριξη παρέχεται απλόχερα και η γυναίκα καταφέρει να προσπεράσει σκοταδιστικές αντιλήψεις περί θηλασμού- τις τόσο βαθιά ριζωμένες στην κουλτούρα μας- τα ψυχικά οφέλη είναι εντυπωσιακά.
Η διαρκής διαφήμιση που υπάρχει σχετικά με τα βρεφικά τυποποιημένα προϊόντα και ειδικότερα τα γάλατα σε σκόνη, που αναφέρουν πληθώρα βιταμινών και μετάλλων, η προώθηση τους από παιδιάτρους σε νοσοκομεία και κλινικές, επιδεινώνει την κατάσταση.
Επίσης, στις δυτικές κοινωνίες η σεξουαλικοποίηση του γυναικείου στήθους έχει καταφέρει το ευρύ κοινό να αποδέχεται τη χρήση του ως διαφημιστικό μέσο σε μαρκίζες, αφίσες και ταινίες, αλλά να θεωρεί ταμπού και προσβλητικό το δημόσιο θηλασμό, ξεχνώντας πως πριν μόλις μισό αιώνα οι γυναίκες θήλαζαν ελεύθερα τα παιδιά τους σε αυλές, χωράφια και πλατείες, μιας που ο θηλασμός ήταν μονόδρομος για τις περισσότερες οικογένειες.
Πλέον, αποτελεί «ιδιωτική στιγμή» και η θηλάζουσα μητέρα αναγκάζεται να κρύβεται κάτω από καλύμματα σε τουαλέτες κι αμάξια ώστε να θρέψει το μωρό της, χωρίς να προσβάλλει το κοινό αίσθημα, αλλιώς χαρακτηρίζεται ως επιδειξιομανής και ανήθικη. Εναλλακτική λύση η παραμονή στο σπίτι για τουλάχιστον έξι μήνες! Η ψυχοσύνθεση της γυναίκας καταρρακώνεται και ο θηλασμός φαντάζει καταναγκαστικό έργο σε μια κοινωνία που δεν εχει κανένα πρόβλημα με την επίδειξη του γυναικείου στήθους από την τραγουδίστρια της αρεσκείας του.Επιπλέον, κακόβουλες γνώμες όπως «θα πέσει το στήθος σου», «πώς θα σε ακουμπά ο άντρας σου», συμβάλλουν στο να αισθάνεται η γυναίκα μειονεκτικά και μοναχικά.
Η γυναίκα που εντέλει θα καταφέρει να θηλάσει, νιώθει ολοκληρωμένη, μιας που ο θηλασμός είναι στη φύση της. Επιβεβαιώνει τη γυναικεία της ταυτότητα σε μεγάλο βαθμό. Καταφέρνει να δεθεί και να αλληλεπιδράσει επιτυχώς πιο γρήγορα με το βρέφος, να καταλάβει πιο εύκολα τις ανάγκες του, και να ανταποκριθεί σε αυτές αμεσότερα. Επιπλέον, τα ποσοστά επιλόχειας κατάθλιψης είναι συχνότερα σε γυναίκες που δεν θηλάζουν, ενώ ο θηλασμός μπορεί εν δυνάμει να αποκαταστήσει έναν τραυματικό τοκετό ή μια επείγουσα καισαρική.
Τα οφέλη για τη μητέρα και το παιδί τόσα πολλά, που δεν θα έπρεπε καν να τίθεται θέμα επιλογής ανάμεσα σε αποκλειστικό θηλασμό ή σίτισης με βρεφικό τυποποιημένο γάλα. Ο θηλασμός είναι ξεκάθαρο δικαίωμα και αυτονόητος τρόπος σίτισης κάθε βρέφους. Μόλις εδραιωθεί ο θηλασμός, η θηλάζουσα μητέρα έχει περισσότερες ώρες ξεκούρασης και ύπνου, μιας που δεν χρειάζεται να μπει στη διαδικασία αποστείρωσης & ετοιμασίας του μπιμπερό – φυσικά αυτο ισχύει όταν ασχολείται η ίδια αποκλειστικά με τη σίτιση του βρέφους.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα είναι πως ο μητρικός θηλασμός, και ιδιαίτερα ο σταδιακός, φυσικός αποθηλασμός βοηθούν το σώμα και το στήθος της γυναίκας να επανέλθουν στην πρότερη κατάστασή τους, τονώνοντας έτσι την αυτοπεποίθησή της. Είναι λοιπόν μύθος πως με το θηλασμό χαλάει το στήθος της γυναίκας.
Ακόμη, είναι επιστημονικό γεγονός πως οι ορμόνες που παράγονται με τον θηλασμό, οι λεγόμενες «ορμόνες της αγάπης», καθιστούν τη νέα μητέρα πιο υπομονετική, τρυφερή και δεκτική προς το βρέφος. Ο σύντροφος βλέπει τη γυναίκα του σε έναν νέο, μοναδικό ρόλο. Ο σεβασμός του προς εκείνη αυξάνεται, η οικογένεια δένεται, και η γυναίκα αισθάνεται πληρότητα, αυτοπεποίθηση και ολοκλήρωση.
Όσον αφορά στο βρέφος, πέρα από το γεγονός πως το μητρικό γάλα είναι το μοναδικό γάλα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του, τα ψυχικά οφέλη πολλαπλασιάζονται. Ο θηλασμός, πέρα από σίτιση, παρέχει στο παιδί την ασφάλεια που χρειάζεται ώστε να αναπτυχθεί ψυχοσυναισθηματικά. Όταν ο μητρικός θηλασμός παρέχεται ανεμπόδιστα και κατ’ απαίτηση του βρέφους, από την πρώτη ώρα της ζωής του, το βρέφος μοιάζει να είναι πιο ήρεμο, συνεργάσιμο και να έχει καλύτερο ύπνο.
Η άμεση ανταπόκριση της μητέρας στο κλάμα του βρέφους, επίσης, προάγει την ομαλή ωρίμανση του εγκεφάλου, ενώ η συνεχής επαφή σώμα με σώμα και ο θηλασμός δρουν ευεργετικά στη διαμόρφωση ασφαλούς δεσμού προσκόλλησης, γεγονός που επηρεάζει τον συναισθηματικό κόσμο του βρέφους, και την νοητική του, αλλά και σωματική ανάπτυξη. Οι περισσότερες σχολές ψυχολογίας δέχονται το πόσο σημαντικός είναι αυτός ο δεσμός και οι εμπειρίες ζωής του νεογένννητου για την μετέπειτα ζωή και εξέλιξη κάθε ανθρώπου, καθώς και για τη διαμόρφωση υγιών σχέσεων. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο συνεχιζόμενος θηλασμός μετά το εξάμηνο, και ιδιαίτερα μετά το χρόνο, συντελούν σε πιο ανεξάρτητα παιδιά, σε πιο ώριμους, συγκροτημένους και ψυχικά υγιείς ενήλικες, μιας που συνήθως οι μητέρες που θηλάζουν μακροχρόνια είναι συντονισμένες με τις ανάγκες του παιδιού.
Επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν πως ο διακοπτόμενος ή ελεγχόμενος θηλασμός, ο απότομος αποθηλασμός, η παράλληλη σίτιση με βρεφικό γάλα σε σκόνη, η χρήση πιπίλας ή η εκπαίδευση ύπνου και η απομάκρυνση από το βασικό φροντιστή, δημιουργεί ευερεθιστότητα στα βρέφη, τα κάνει πιο ανήσυχα, ενώ παράγεται περισσότερη κορτιζόλη στον οργανισμό τους. Εντέλει, τα βρέφη καλούνται να προσαρμοστούν για να επιβιώσουν και συνήθως παραιτούνται κάθε προσπάθειας επικοινωνίας με το φροντιστή, γεγονός που δρα επιβαρυντικά στην ψυχοσύνθεσή και την υγιή ανάπτυξή τους και συντελεί στη δημιουργία αμφιθυμικού/ανασφαλούς δεσμού με τους γονείς.
Το βρέφος που δεν έχει ικανοποιήσει το στοματικό στάδιο μέσω της ενστικτώδους ανάγκης για θηλασμό, έχει μεγαλύτερη προδιάθεση για νευρώσεις, τικ, δερματίτιδες και διατροφικές διαταραχές. Το στόμα είναι η πρωταρχική πηγή ευχαρίστησης και απόλαυσης για κάθε θηλαστικό ον. Αν αυτή η ανάγκη αμελήθηκε ή διεκόπη ξαφνικά, σε μεγαλύτερες ηλικίες βλέπουμε μια διαρκή και αγωνιώδη αναζήτηση απόλαυσης δια της στοματικής οδού, που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, όπως το κάπνισμα, το φαγητό, η τάση πολυλογίας κ.α. Παρόμοια αποτελέσματα έχει η ξαφνική διακοπή της πιπίλας ή της σίτισης με μπιμπερό, μιας που και τα δυο υποκαθιστούν την ανάγκη για θηλασμό. Επίσης, η μητέρα που θηλάζει μεν, αλλά είναι σωματικά και ψυχικά απόμακρη, δεν ευχαριστιέται τον θηλασμό και προσφέρει ένα στήθος κενό συναισθημάτων, δεν προσφέρει τη συναισθηματική ασφάλεια , που τόσο πολύ ανάγκη έχει το βρέφος.. Τα βρέφη που έχουν θηλάσει, αναπτύσσουν καλύτερη επικοινωνία με το φροντιστή τους και το περιβάλλον, ηρεμούν γρηγορότερα, και αναζητούν περισσότερο τη σωματική επαφή, το χάδι και την αγκαλιά. Γίνονται πιο εκδηλωτικά παιδιά και ενήλικες, ικανοί να αντλούν ευχαρίστηση από τη σωματική και ψυχική επαφή.
Το στήθος παρέχεται στο βρέφος, και μετέπειτα στο νήπιο, ως πηγή ψυχοσυναισθηματικής ασφάλειας. Είναι εκεί, όχι μόνο για να κορεστεί η σωματική πείνα και δίψα, αλλά και η ανάγκη για ανακούφιση του πόνου, για ηρεμία, για να κοιμηθεί, για να επικοινωνήσει τα συναισθήματά του. Αντιθέτως, η χρήση πιπίλας υπονομεύει το δεσμό βρέφους- μητέρας , καθώς συχνά χρησιμοποιείται για να ηρεμήσει το βρέφος, ως υποκατάστατο του θηλασμού και της επαφής. Τέλος, τα παιδιά που θήλασαν φαίνεται να έχουν καλύτερη σωματική διάπλαση, μεγαλύτερο δείκτη ΙQ και EQ, και πιο υγιές ανοσοποιητικό σύστημα.
Όσον αφορά στο θηλασμό πέραν του πρώτου έτους, οι απόψεις στη χώρα μας είναι αρνητικές, ακόμη κι από επαγγελματίες υγείας. Όταν φτάνουμε να συζητάμε για θηλασμό νηπίου, πολλές γυναίκες ντρέπονται να παραδεχθούν πως θηλάζουν το παιδί τους, ενώ η ερώτηση:« το θηλάζεις ακόμα;;;», αντηχεί μέσα στο μυαλό τους. Συνοδοιπόρος σε όλη την πορεία οφείλει να είναι ο σύζυγος, και το ζευγάρι από κοινού να θέτει τα όρια της δικής του οικογένειας στον περίγυρο.
Τα ιατρικά δεδομένα αποδεικνύουν πως το μητρικό γάλα μόνο προτερήματα έχει, ακόμη και σε ηλικίες μεγαλύτερες των δυο ετών. Οι μεγαλύτερες παιδιατρικές ενώσεις, ο WHO, η UNICEF, συστήνουν ως απαραίτητο τον αποκλειστικό θηλασμό για 6 μήνες, και μετέπειτα συνέχισή του εως τουλάχιστον ενός έτους, με σύσταση τα δυο έτη ή όσο επιθυμεί το ζεύγος μητέρας-παιδιού, χωρίς να θέτουν ανώτατο όριο. Ο φυσικός αποθηλασμός μοιάζει να κερδίζει έδαφος και συστήνεται ως ο πλέον κατάλληλος, κάτι που σπάνια συμβαίνει νωρίτερα από τα δυο έτη.
Σχετικά με τα ιατρικά οφέλη δεν χωράει συζήτηση, μιας που οι έρευνες των τελευταίων ετών έχουν απόλυτες αποδείξεις σχετικά με την ευεργετική δράση του θηλασμού ως ασπίδα υγείας. Οι ανθρωπολογικές μελέτες καταδεικνύουν ως ηλικία φυσικού αποθηλασμού τα 3-6 έτη, γεγονός που στη σύγχρονη δύση φαντάζει ανήκουστο, και κατηγορείται μέχρι και ως κακοποιητικό για το παιδί.
Κι όμως, όπως αναφέρει η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρία, «δεν υπάρχει ανώτατο όριο στη διάρκεια του θηλασμού ούτε στοιχεία που να δείχνουν ψυχολογικές ή αναπτυξιακές βλάβες από τον θηλασμό κατά το τρίτο έτος της ζωής ή και περισσότερο». Ανάμεσα στις διάφορες σχολές ψυχολογίας βρίσκουμε τόσο πολέμιους, όπως τους κλασικούς ψυχαναλυτές, όσο και υπέρμαχους, όπως τους θεμελιωτές της θεωρίας του δεσμού.
Η εναντίωση στον θηλασμό πέραν του 1-2 έτους, έρχεται από την αντίληψη πως κρατάει το παιδί δέσμιο στο στοματικό στάδιο, στερώντας του την ανεξαρτητοποίηση του . Επίσης, οι πολέμιοι του μακροχρόνιου θηλασμού χαρακτηρίζουν τη χρήση του στήθους ως πιπίλα, ως επιβαρυντική για το ψυχισμό του παιδιού, καθώς δε βοηθάει το παιδί να μάθει να διαχειρίζεται μόνο του τις ματαιώσεις και τον πόνο. Η μητέρα χαρακτηρίζεται ως ανίκανη να θέσει όρια στη χαώδη ψυχοσύνθεση του νηπίου, και πολλοί ψυχολόγοι κάνουν λόγο για χειριστικό νήπιο ή για μητέρα που θέλει διακαώς να διατηρήσει το παιδί κοντά της για να καλύψει δικές της προσωπικές ανάγκες ,και όχι την καθεαυτή ανάπτυξη του παιδιού.
Από την άλλη μεριά, φαίνεται πως τα νήπια που συνεχίζουν τον θηλασμό είναι πιο ανεξάρτητα, πιο δοτικά και πιο εκφραστικά. Σε αυτά τα νήπια δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουν τα ίδια αν, πόσο και πότε θα θηλάσουν. Έτσι, αυτοοριοθετούνται και αποκτούν νέες δυνάμεις να αυτονομηθούν και να εξερευνήσουν τον κόσμο που ανοίγεται μπροστά τους, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους τη σιγουριά και την ασφάλεια που τους προσφέρει η μητέρα, που είναι δοτική σε κάθε τους αναζήτηση. Το να σπρώξεις ένα παιδί προς την ανεξαρτησία, χωρίς το ίδιο να είναι έτοιμο, ενδεχομένως να δημιουργήσει παθολογικές καταστάσεις στη μετέπειτα πορεία του ή να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα- ένα παιδί πλήρως εξαρτημένο από τους άλλους. Ενώ όταν οι ανάγκες του παιδιού εισακούγονται, το ίδιο είναι ελεύθερο να δημιουργήσει και να προχωρήσει σε όλους τους τομείς της ζωής του, νιώθοντας αυτοπεποίθηση και ασφάλεια.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει ουδεμία έρευνα που να αποδεικνύει τον παρατεταμένο θηλασμό ως παράγοντα επιβαρυντικό ή ωφέλιμο για τη ψυχική υγεία του παιδιού. Μόνο μελέτες , στηριζόμενες σε παρατήρηση κλινικών περιστατικών ή σε θεμελιώδεις αρχές της ψυχολογίας μπορούν να βρεθούν. Φυσικά, τέτοιες μελέτες δεν μπορούν να δώσουν ασφαλή συμπεράσματα, καθώς σε κλινικά περιστατικά συμβάλλουν πολλοί παράγοντες ώστε να γεννηθούν νευρώσεις και ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, ή παραμένουν προς απόδειξη, αφού επαφίονται στο θεωρητικό επίπεδο.
Αντίθετα με τις εως τώρα δυτικές αντιλήψεις σχετικά με κακομαθημένα ή χειριστικά παιδιά, που «πρέπει να κλάψουν για να μάθουν», η σύγχρονη οπτική δείχνει ένα νέο δρόμο, όπου ο θηλασμός κατ’απαίτηση του βρέφους-νηπίου, είναι αρωγός σε μια ολοκληρωμένη, υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη. Τα δεδομένα δείχνουν πως σιγά σιγά ο θηλασμός κατακτά το έδαφος που είχε χάσει. Όλο και περισσότεροι παιδίατροι και μαίες ενημερώνονται μέσω σεμιναρίων, ανατέλλει μια νέα ειδικότητα, αυτή του σύμβουλου θηλασμού, οι κλινικές και τα νοσοκομεία αλλάζουν πρακτικές ώστε να αποκτήσουν τις ανάλογες πιστοποιήσεις από οργανισμούς υγείας, ενώ αφιλοκερδής σύλλογοι προωθούν τον θηλασμό και στέκονται δίπλα στις θηλάζουσες. Μέχρι και group στο facebook και site έχουν δημιουργηθεί με εθελοντές πρόθυμους να ενημερώσουν διαδυκτιακά και να συμβάλλουν στην εδραίωση του θηλασμού ως μονόδρομου.
Την Κυριακή 06/11 έλαβε χώρα ο 7ος Πανελλήνιος Δημόσιος Θηλασμός,υπό την αιγίδα του WHO και της UNICEF, όπου γυναίκες συναντήθηκαν και θήλασαν ταυτόχρονα βρέφη και νήπια, δίνοντας έτσι ένα ισχυρό μήνυμα ευαισθητοποίησης του ευρύτερου κοινού: «Υποστηρίξτε τις μητέρες να θηλάσουν οποτεδήποτε, οπουδήποτε!»
Είναι στο χέρι της κάθε οικογένειας πλέον η σωστή και διαρκής ενημέρωση ώστε μητέρα και παιδί να μη στερηθούν το δώρο του θηλασμού: την απαραίτητη ένεση σωματικής, νοητικής και ψυχικής υγείας που κάθε παιδί έχει δικαίωμα να λάβει.