Η σπασμωδική δυσφωνία αποτελεί μια εξαιρετικά σπάνια, αλλά και μη αναστρέψιμη, κατάσταση των φωνητικών χορδών του ατόμου, με τους μύες της φωνής να παραλύουν σταδιακά, με το άκουσμά της να διαφέρει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Το εν λόγω σύνδρομο, που επίσης φέρει το όνομα της «δυστονίας στο λάρυγγα», μαστίζει καθημερινά άτομα που γίνονται κοινωνοί των συμπτωμάτων της. Παράλληλα, ο κλάδος της ιατρικής στέκει ενεός, με την παραγωγή ορισμένων τοξινών να αποτελεί την ουσιαστικότερη συμβολή του στην αντιμετώπιση της σπασμωδικής δυσφωνίας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για μια πάθηση που επηρεάζει άμεσα την περιοχή του λάρυγγα, αναγκάζοντας τους μύες της φωνής σε διαρκείς σπασμούς, κάτι που επιφέρει διαταραχές στην ποιότητα της φωνής, η οποία πλέον είτε ακούγεται διαφορετικά, συνήθως πιο βραχνά, είτε δεν υφίσταται. Ταυτόχρονα, διασπά την ομαλή διαβίωση του κεντρικού νευρικού συστήματος, με το ακόλουθο άγχος να διευρύνει το χάσμα του προβλήματος.
Όσον αφορά τα συμπτώματα, αυτά εμφανίζονται ξαφνικά, χωρίς κάτι να προμηνύει την έξαρσή τους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, υποχωρούν με το πέρας λίγων εβδομάδων, με τον κίνδυνο παραμονής τους να μην μπορεί να ανιχνευτεί και, κατ’ επέκταση, να μην υλοποιηθεί. Αρχικά, οι φωνητικές χορδές εκπέμπουν μια πιο «σκληρή» έκφανση της φωνής, η οποία μετατρέπεται σε βραχνή και τραχιά, με το τραύλισμα και διάφορες συναφείς παθήσεις να εμφανίζονται γρήγορα.
Η επιστημονική κοινότητα έχει επισημάνει το γεγονός πως το γυναικείο φύλλο και οι μεσήλικες είναι πιθανότερο να φέρουν τα παραπάνω αναφερόμενα συμπτώματα της σπασμωδικής δυσφωνίας, ενώ μια διαφορετική άποψη στρέφεται στη γενετική και τα γονίδια TUBB4A, THAP1, TOR1A, που προσβάλλονται και προσβάλλουν τη χροιά της φωνής, αλλά και την ομαλή της πορεία. Οι αποδείξεις, όμως, περί αυτού παραμένουν περιορισμένες. Επίσης, η ήδη υπάρχουσα «βαριά» φωνή, το άγχος, ακόμα και οι μαγουλάδες, αναμένεται να δυσχεράνουν την κατάσταση, με τα ερωτηματικά, ωστόσο, να περιστρέφονται ακόμα γύρω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Τέλος, κάθε είδους μόλυνση τόσο στο λάρυγγα όσο και στους πνεύμονες, σε συνδυασμό με τη συνεχή χρήση της φωνής, αναμένεται να διογκώσει το πρόβλημα.
Το άτομο οφείλει να επισκεφτεί σύντομα κάποιον ειδικό, συγκεκριμένα κάποιον ωτορινολαρυγγολόγο, νευρολόγο ή παθολόγο, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις που θα αποδείξουν την ορμή των συμπτωμάτων και την πραγματική φύση του προβλήματος. Η κοινή σύσταση της σπασμωδικής δυσφωνίας με αντίστοιχες παθήσεις του λάρυγγα ενδέχεται να δυσκολέψει τόσο τη διάγνωση όσο και την προσπάθεια θεραπείας της, με το ιατρικό επιτελείο να μην μπορεί να προβλέψει τον ακριβή χρόνο έξαρσης της ασθένειας. Αξίζει να σημειωθεί πως παρά την ευεργετική δράση των μεθόδων θεραπείας της συγκεκριμένης ασθένειας και τον περιορισμό των συμπτωμάτων της, αυτά θα κάνουν ξανά την εμφάνισή τους αργά ή γρήγορα.
Η πιο διαδεδομένη μορφή αντιμετώπισης του συνδρόμου της σπασμωδικής δυσφωνίας έγκειται στη χρήση της βοτουλινικής τοξίνης, η οποία αναμένεται να εμποδίσει την εξάπλωση των κυριότερων συμπτωμάτων, χωρίς όμως να μπορεί να τα εξαλείψει πλήρως. Επιπρόσθετα, μια εγχείρηση στην περιοχή του λαιμού θα προσδώσει στον ασθενή την πλήρη εξαφάνιση του συνδρόμου για τους πρώτους μήνες, αλλά στη συνέχεια αυτό αναμένεται να επανέλθει.
Η σπασμωδική δυσφωνία αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση τόσο για τους ασθενείς όσο και για το ιατρικό επιτελείο. Αφενός ο παθών θα απολέσει σταδιακά την ορθότητα του λόγου του, με τη φωνή του να δεινοπαθεί καθημερινά ελέω της δεινότητας που επηρεάζει τον λάρυγγα, ενώ αφετέρου οι ειδήμονες αδυνατούν να πετύχουν μια ήπια εξάλειψη της νόσου. Παράλληλα, οι υπάρχοντες τρόποι αντιμετώπισης της έξαρσης της κατάστασης αδυνατούν να παρουσιάσουν ουσιαστική επιδιόρθωση, αφού τα συμπτώματα θα επανέλθουν εν καιρώ.